Ο παραλογισμός της διαδικασίας και της πολιτικής επικοινωνίας της διαπραγμάτευσης με την Τρόικα είναι σαφής. Η αφήγηση που έλεγε ότι περιμένουμε το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, τη θεμελίωση της πρόβλεψης του πρωτογενούς πλεονάσματος και στροφή στην οικονομία φαίνεται να καταρρέει. Καταρρέει ως απόρροια της απαίτησης για την κάλυψη ενός δημοσιοοικονομικού κενού, που η Τρόικα υπολογίζει στο πενταπλάσιο απ’ ότι η ελληνική κυβέρνηση, καταρρέει από το άνοιγμα δειλά-δειλά της συζήτησης για ένα νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα. Και ξεκινά, για μια ακόμα φορά, η μετρολογία.
Τα λεγόμενα «οριζόντια μέτρα», που τελικά θα υπάρξουν σε πολλές κάθετες μορφές, έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Πρώτη και απεχθέστερη μορφή αυτών των μέτρων είναι η διατήρηση του φόρου ακινήτων σε τιμές ζώνης προ-κρίσης και με «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», που ουσιαστικά συμπεριλαμβάνει στη φορολογητέα ύλη το κεφάλαιο της αγροτικής παραγωγής, χωρίς ανάλογη φορολόγηση κανενός άλλου παραγωγικού κλάδου. Την ίδια στιγμή, σε επίπεδο βουλευτών, η περιφέρεια φαίνεται να αντιμάχεται τους αστούς, για το ποιος τελικά θα επωμιστεί το μεγαλύτερο μερίδιο ενός βάρους, που δεν είναι σε καμία περίπτωση ανάλογο των φοροδοτικών ικανοτήτων του πολίτη και κινείται στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας.
Η ανεκδοτολογικού περιεχομένου κορωνίδα αυτής της μετρολογίας ήταν ένα πρόσφατο πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας, που ανέφερε τη σκέψη να απαγορευτεί η χρήση τζακιών για περιβαλλοντικούς λόγους στα αστικά κέντρα, που ίσως όμως να έχει και το παράπλευρο όφελος της αύξησης των εσόδων από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα ορυκτά καύσιμα.
Την ίδια στιγμή συζητείται ευρέως το ενδεχόμενο (κοινοβουλευτικών) εκλογών, όχι τόσο προκειμένου ν’ ανανεωθεί η νομιμοποίηση της κυβέρνησης με την Τρόικα, αλλά προκειμένου ν’ αποφευχθεί μια κατάσταση όπου η κυβέρνηση θ’ αδυνατεί να ελέγξει την κοινοβουλευτική ομάδα που την υποστηρίζει, «όταν» ή, καλόπιστα, «εάν» νέα μέτρα φτάσουν τελικά στην Βουλή ως «έσχατα και τελευταία».
Όλα αυτά συμβαίνουν παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση, αυτή τη στιγμή, διαπραγματεύεται γνωρίζοντας ότι το πρόγραμμα φτάνει προς το τέλος του, με εκτεθειμένο στην Ελλάδα σχεδόν αποκλειστικά τον επίσημο τομέα, και παρά το «ηθικό» πλεονέκτημα του πρωτογενούς πλεονάσματος. Η πρόσφατη δε δήλωση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υποψήφιου Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι «δεν αρκεί να παραδέχεται κανείς τα λάθη του, αλλά πρέπει να αναλαμβάνει και τις ευθύνες που απορρέουν από αυτή τη διαπίστωση», ανοίγει το δρόμο για μια πολιτική διαπραγμάτευση που, ακόμα τουλάχιστον, η κυβέρνηση δε φαίνεται διατεθειμένη να κάνει.
Το γεγονός ότι οι εκφραστές της επιστημονικής σκέψης των δυο κοινωνικών εταίρων, δηλαδή το ΙΟΒΕ και το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, συγκλίνουν στην πρόβλεψη ότι με τις παρούσες συνθήκες η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2014 θα είναι μηδενική, ενώ θα έχουμε σταθεροποίηση της ανεργίας, πρέπει να μας προβληματίσει. Εάν συνεχιστεί η ίδια πορεία, με ακόμα περισσότερα μέτρα, οριζόντια ή κάθετα, θα έχουμε εκτροχιασμό της ελληνικής οικονομίας και, τελικά, της κοινωνίας, με απρόβλεπτες πολιτικές επιπτώσεις.
Σ’ αυτή τη συγκυρία, πρέπει όλες οι δυνάμεις να εστιάσουν σ’ ένα προγραμματικό διάλογο με κόκκινες γραμμές. Οι αξίες τελικά πρέπει αυτή τη στιγμή να αποκτήσουν προγραμματικό περιεχόμενο. Και η κυβέρνηση πρέπει να λάβει υπόψη της ότι αυτή η διαπραγμάτευση που έχει μπροστά της είναι αναπόδραστη και χωρίς επιστροφή: οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και, τελικά, επικοινωνιακά και εκλογικά.