Διαπλεκόμενοι βίοι ολλανδικής και ελληνικής (άκρο)δεξιάς

Μαριλένα Κοππά 14 Σεπ 2012

Οι ολλανδικές εκλογές δεν παρουσίαζαν μεγάλο ενδιαφέρον για την ελληνική κοινή γνώμη. Εκτός από το γεγονός ότι το ερώτημα «Τι θα κάνουμε με την Ελλάδα;» ήταν (και) στην Ολλανδία ψηλά στην ατζέντα, αφού η χώρα καλείται να συνεισφέρει στο μηχανισμό μας, όσο, παράλληλα, αντιμετωπίζει το δικό της έλλειμμα. Οι ίδιες οι εκλογές ήταν μια ακόμα εκδοχή της αναμέτρησης σοσιαλδημοκρατών εναντίων φιλελεύθερων, ενώ ο νικητής θα κληθεί να συγκυβερνήσει με τον ηττημένο. Υπό αυτό το πρίσμα, η καλή επίδοση των Εργατικών – του μόνου κόμματος που απερίφραστα υποστήριζε τη συνέχεια της υποστήριξης προς την Ελλάδα – είναι καλά νέα για την Αθήνα.

Όλοι γνωρίζουν ότι οι ελληνικές και οι γαλλικές εκλογές, ήταν μακράν οι σημαντικότερες για την εξέλιξη «της κρίσης μας», δηλαδή της μόνης παράλληλης πραγματικότητας που βιώνουμε ως Ευρωπαίοι πολίτες, πριν επιστρέψουμε στον εθνικό μας μικρόκοσμο. Οι επερχόμενες γερμανικές εκλογές θα έχουν σίγουρα μεγαλύτερο ενδιαφέρον «για την Ευρώπη». Αλλά η ικανότητα της Ολλανδίας να παραμένει σχετικά «ασήμαντη», ή έστω να αντιμετωπίζεται μόνο ως εξαρτημένη μεταβλητή της Γερμανίας, ενώ η κρίση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, δεν πρέπει να υποτιμάται. Άλλωστε, καλό είναι να θυμόμαστε πώς έπεσε η κυβέρνηση του απερχόμενου και επερχόμενου Πρωθυπουργού Ρούτε: Δεν μπόρεσε να περάσει από τη Βουλή μέτρα περικοπών ύψους 16 δις Ευρώ.

Μια λεπτομέρεια που αξίζει επίσης να θυμόμαστε: Τις ψήφους στη Βουλή, τις αρνήθηκε ο ακροδεξιός Γκερτ Βίλντερς, ο οποίος διεξήγαγε την καμπάνια του με το σύνθημα «Αφήστε την Ελλάδα να χρεοκοπήσει και να επιστρέψει στη δραχμή για το καλό της» (και το δικό μας). Το ποσό τον 16 δις Ευρώ φαντάζει τρομακτικό για τα ελληνικά δεδομένα. Είναι λιγότερο τρομακτικό με βάση τα Ολλανδικά. Προεκλογικά, τόσο οι σοσιαλδημοκράτες Εργατικοί, όσο και οι φιλελεύθεροι του Πρωθυπουργού Ρούτε, απεύχονταν τη λιτότητα. Αλλά οι Ολλανδοί ανησυχούν γιατί βλέπουν το ζήτημα της ύφεσης με την προοπτική «ενόραση» που τους παρέχει η εμπειρία του νότου. Και το ερώτημα είναι πότε θα πάρουν σύνταξη, πόσο θα είναι το επίδομα ανεργίας, εάν θα πέσει η τιμή του ακινήτου τους, εάν το κράτος θα συνεχίσει να φοροαπαλλάσσει τους τόκους των δανείων τους, κ.ο.κ. Το έργο το έχουν ξαναδεί, όπως κι εμείς άλλωστε. Πρόκειται για το πολιτικό κλίμα του φόβου, όπου τα κόμματα εξουσίας δεν καλούνται να δώσουν ελπίδα, αλλά να διαχειριστούν ανοχή.

Υπό αυτό το πρίσμα, το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο αυτής της εκλογικής αναμέτρησης ήταν ότι οι επαγγελματίες του φόβου, δεν τα πήγαν και τόσο καλά, ενώ είναι σαφής η προοπτική μιας αναγκαίας (;) πολιτικής λιτότητας. Ο μεγάλος χαμένος των εκλογών ήταν η ακροδεξιά. Ο Γκερτ Βίλντερς χάνει μάλλον έξι βουλευτές – από 24 σε 18 – που συνιστά μεγάλη ήττα για μια τόσο κατακερματισμένη Βουλή. Δε θα είναι πλέον ο ρυθμιστής των εξελίξεων και, συνεπώς, ο σοσιαλφιλελεύθερος συνασπισμός δε θα νιώθει την ανάγκη να χαϊδεύει τα αφτιά της ακροδεξιάς κάθε φορά που η ευρωπαϊκή περιφέρεια έρχεται στο προσκήνιο (μια φορά την εβδομάδα, τουλάχιστον). Όμως, η υποχώρηση της ακροδεξιάς στην Ολλανδία, έχει τουλάχιστον τρεις συμπληρωματικές ερμηνείες, που πρέπει να μας προβληματίσουν και στην Ελλάδα.

Η πρώτη ερμηνεία είναι ότι η ακροδεξιά έχει ήδη κερδίσει επιβάλλοντας την αφήγησή της, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα. Μικρές ασυνέπειες μεταξύ πολιτικών, μπορεί να έχουν εκλογικές επιπτώσεις. Για παράδειγμα, ο Βίλντερς, από τη μια μιλούσε για την απαράδεκτη εισροή κοινοτικών μεταναστών από την ανατολική Ευρώπη -σε μια παραλλαγή του εκφοβισμού των Γάλλων από την ακροδεξιά με το φάντασμα του «Πολωνού υδραυλικού»- τη στιγμή που ο ίδιος είναι παντρεμένος με Ουγγαρέζα. Το γεγονός όμως είναι ότι η ακραία ρητορική, τόσο στην Ολλανδία, όσο και στην Ευρώπη, δεν είναι πλέον τόσο ακραία.

Μια προεκλογική είδηση που δε μας εξέπληξε, είναι η αποκάλυψη του Reuters ότι το κόμμα του Βίλντερς και ο ίδιος προσωπικά, χρηματοδοτήθηκε από δεξιές αμερικάνικες οργανώσεις, που μοιράζονται την αντι-ισλαμική και ξενοφοβική του ατζέντα. Δεν πρόκειται φυσικά για παράνομη δραστηριότητα. Μάλιστα, το κόμμα του Βίλντερς περηφανεύεται ότι είναι αυτοχρηματοδοτούμενο και δεν επιβαρύνει, όπως τα υπόλοιπα κόμματα, τον εθνικό προϋπολογισμό. Αυτό που είναι ενδιαφέρον να ρωτήσει κανείς, είναι, τι ελκύει τους αμερικανούς ομοϊδεάτες του Βίλντερς, σε βαθμό που να τους ωθεί να του στείλουν μερικά δολάρια.

Πρόκειται για την απαίτησή του να σταματήσουν οι «μη δυτικές» μεταναστευτικές ροές – βλέπε Μουσουλμάνων – προκειμένου να προστατευτεί ο πολιτισμός της Ευρώπης (που είναι χριστιανικός). Η απαίτηση αυτή δεν είναι μοναδική στην Ευρώπη. Η Γαλλία, απαγόρευσε την ευκρινώς ισλαμική ενδυμασία σε δημόσιους χώρους το 2011 και το Βέλγιο ακολούθησε. Το 2009, η Ελβετία απαγόρευσε την ανέγερση μιναρέδων. Και σε κάθε περίπτωση, ο Βίλντερς έχει περάσει από πολλά δικαστήρια υπερασπιζόμενος τον εαυτό του έναντι Τούρκων, Μαροκινών και άλλων, μουσουλμανικής καταγωγής, πολιτών. Κάποιος έπρεπε να πληρώνει τους λογαριασμούς των νομικών υπηρεσιών που είχε συχνά ανάγκη. Εάν αυτοί που πληρώνουν το λογαριασμό είναι Αμερικανοί και όχι Ολλανδοί, τόσο το καλύτερο. Άλλωστε, η Ολλανδία δεν διακατέχεται από τα ίδια ιστορικά αντιαμερικανικά ανακλαστικά της Ελλάδας. Υπάρχει, με άλλα λόγια, ένα ακροδεξιό mainstream, μια ευρωπαϊκά αποδεκτή ξενοφοβία, που ενδύεται το μανδύα της υπεράσπισης του χριστιανικού πολιτισμού της Ευρώπης. Κάτι σαν το σύνθημα περί «ανακατάληψης των πόλεων του Σαμαρά», αλλά με τον εχθρό να είναι ο πολιτισμός και όχι απλώς η φτώχεια του ξένου.

Αυτό σημαίνει ότι ο Βίλντερς είναι λιγότερο «απαραίτητος» για το πολιτικό σύστημα, αφού αυτό έχει σε μεγάλο βαθμό ενσωματώσει τις ισλαμοφοβικές απαιτήσεις του. Ίσως αυτή η επισήμανση να έχει κάποια αξία και για τα ελληνικά δεδομένα.

Η δεύτερη ερμηνεία συνδέεται με την πρώτη. Ίσως ο Βίλντερς να είναι θύμα του γεγονότος ότι δε σέβεται το σύστημα. Το να ρίχνεις την κυβέρνηση στη μέση της κρίσης, σημαίνει ότι παραμένεις βασικά ένας αντι-ήρωας της πολιτικής. Η ακροδεξιά στη Δανία, μπόρεσε να παραμείνει πολλά χρόνια στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής, προσφέροντας, όπως και ο Βίλντερς, ψήφο ανοχής σε φιλελεύθερες κυβερνήσεις. Αυτή η στρατηγική μπορεί να μην πρόσφερε τους ίδιους ρυθμούς ανάπτυξης της εκλογικής τους επιρροής, κατάφεραν όμως οι Δανοί ακροδεξιοί να εδραιωθούν ως συστημικοί παίχτες, καθιστώντας τις απαιτήσεις τους «θεμιτές». Έτσι, λίγο πριν από τις εκλογές που έφεραν στην εξουσία τους σοσιαλδημοκράτες, το 2010, η κυβέρνηση της Δανίας καταπάτησε ουσιαστικά τη Συνθήκη του Σένγκεν, επαναφέροντας τελωνειακούς ελέγχους στα σύνορα, ανταποκρινόμενη έτσι σε μια εμβληματικά ξενοφοβική απαίτηση των ακροδεξιών.

Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τη διαφορά μεταξύ ΛΑΟΣ και Χρυσής Αυγής, αφού, με το να κερδίσει μια όψη αστικά αποδεκτής ρητορικής, ο κ. Καρατζαφέρης μετέτρεψε τους ακραίους βουλευτές του σε υπουργούς. Σήμερα, όταν η Νέα Δημοκρατία βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη, μπορεί να δει πόσο μοιάζει στον ΛΑΟΣ. Φυσικά, το να μη σέβεσαι στην παρούσα συγκυρία το σύστημα στην Ελλάδα, είναι πλεονέκτημα. Ο κ. Καρατζαφέρης έχασε έτσι ένα παιχνίδι, επειδή ακριβώς το έπαιξε τόσο καλά: Ήταν τόσο αποδεκτός, που όταν κατέρρευσε το σύστημα, τον πήρε μαζί του στον πάτο (αν και όχι τους βουλευτές του).

Η τρίτη ερμηνεία είναι ότι ο Βίλντερς είναι διχασμένος μεταξύ στόχων. Από την μια πλευρά, θέλει να παραμείνει αντι-ήρωας, όπως όλοι οι ακροδεξιοί που προσβλέπουν στην ψήφο των φοβισμένων μικροαστών που νιώθουν να συνθλίβονται από το σύστημα και ψάχνουν διέξοδο για το φόβο τους. Από την άλλη, ονειρεύεται πραγματική εξουσία. Πρόκειται για το δίλημμα που διέλυσε τελικά τον ΛΑΟΣ. Σε συνθήκες κρίσης, η Χρυσή Αυγή ευδοκιμεί. Σε κανονικές συνθήκες, ο αστικά αποδεκτός και επιλεκτικά αντι-ήρωας Καρατζαφέρης της Ολλανδίας, μπορεί να επιβάλει την ατζέντα του. Αυτό που πρέπει να μας ανησυχεί με την ακροδεξιά στην Ελλάδα, είναι ότι δεν έχει πλέον παρόμοια διλλήματα. Η Χρυσή Αυγή δεν ενδιαφέρεται για την εξουσία. Της αρκεί η πεποίθηση τόσο του επιτελείου της, όσο και του εκλογικού σώματος, ότι κάθε ψήφος που αντλεί αποσταθεροποιεί τη δυνατότητα του συστήματος να παράγει κυβερνήσεις. Και αυτό μας φέρνει στην αρχική μας παρατήρηση: Όσο τα «κόμματα εξουσίας» διαχειρίζονται απλώς και μόνο ανοχή, η Χρυσή Αυγή θα θεριεύει.