Διαφωτισμός, φιλελευθερισμός, σοσιαλδημοκρατία: μία ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία, ως υπόσχεση

Αικατερίνη Μπέζα- Τσουρουπάκη, 02 Ιουν 2022

 Επιχειρώντας να ανιχνεύσει την απρόβλεπτη πορεία ενός εξαιρετικά ανικανοποίητου πλάσματος, ο Νίτσε περιγράφει τον άνθρωπο ως το μόνο ζώο που μπορεί να υπόσχεται, ενώ ταυτόχρονα δίνει το νιτσεϊκό τόνο στην αξία του ανθρώπινου βίου, με αναφορά σε κριτήρια, όπως ο αλτρουισμός και η μη αμφισήμαντη θυσία για κάποιο κοινό όραμα. Μία αξία που για να επανέλθει στο προσκήνιο, θα πρέπει να επανακτήσουμε την υποσχετική μας ικανότητα.

    Η σοσιαλδημοκρατία, που ιστορικά πάντα διακατεχόταν από το αθεράπευτο πάθος για την υπεροχή της στο χώρο των ιδεών, είναι αναγκαίο να θέσει σήμερα ως προτεραιότητα της – ως μία ιδέα που ζει ανάμεσα από τις προκλήσεις – μία υπόσχεση εσωτερικής κίνησης και αλλαγής, προς το σκοπό αναζήτησης της ταυτότητάς της στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Μία υπόσχεση αναζήτησης νέων αναγνώσεων, που έχει ανάγκη το σήμερα στο πλαίσιο θεσμών λαϊκής κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μία υπόσχεση επιλογής εντέλει, μπροστά στο μοιραίο δίλημμα: εκφυλιστική συρρίκνωση, κοινοτοπία που σκιαγραφείται από την αντιμετώπιση μείζονων κρίσεων, με έκδηλο περιεχόμενο τις μεγάλες απώλειες, αντί κερδών, κατά τη διάρκεια της κρίσης και μετά από αυτήν ή επαναξιολόγηση της εμμονής της στη θεολογική αντίληψη του εθνοκρατικού κοινωνικού της μοντέλου, παρότι δεν υπάρχουν πλέον οι ιστορικές συνθήκες που το διαμόρφωσαν, δηλαδή ο μεταπολεμικός συμβιβασμός μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, που εξασφάλιζε λύσεις με εργαλεία κρατικά. Η ιστορική σοσιαλδημοκρατία, ως ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα, με τις επιτυχίες της εθνοκρατικής κυριαρχίας δεν υπάρχει πια, διότι σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης οι λύσεις είναι παγκόσμιες και επιβάλλονται από τις αγορές.

«Η σοσιαλδημοκρατία ήταν μάλλον τρόπος ζωής, παρά πολιτική επιλογή»

Tony Judt

  Επομένως, αυτό που η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία καλείται να αντιληφθεί, είναι ότι για να έχει την τύχη να επιδρά στο ύφος και στη γλώσσα των νέων παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών, θα πρέπει να βρει νέες αφηγήσεις, που να μιλούν ευθέως στο σήμερα. Αφηγήσεις, με συμπεριληπτικές προτάσεις πολιτικοποίησης της παγκοσμιοποίησης, με στόχο την κατά τον Χάμπερμας υπεροχή της πολιτικής και Δημοκρατίας έναντι της αγοράς.

    Σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία ηττάται, κατά τον Γιώργο Σιακαντάρη («Το Πρωτείο της Δημοκρατίας»), επειδή, ενώ η οικονομία παγκοσμιοποιήθηκε, αυτή δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει μία κίνηση για την παγκοσμιοποίηση της δημοκρατίας και της πολιτικής και να αφηγηθεί έτσι τη συμμαχία της με τα μεσαία στρώματα, στη βάση πολιτικών που θα εστιάζουν στα κέντρα των κοινωνιών.

    Αν σταθεί κανείς στις δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα, που εγκιβωτίζουν την οντολογική ανασφάλεια της εποχής μας, λόγω της οικονομικής και ιδίως της πανδημικής κρίσης, αφήνοντας πίσω του τις ιστορικές εμπειρίες, που σημάδεψαν τον ορίζοντα του 20ού αιώνα, με την αρχή του τέλους του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους, την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης και των αγορών, τη μεγάλη υποχώρηση του μαρξισμού, την τεράστια αποτυχία των περισσότερων σοσιαλιστικών καθεστώτων, αυτό που θα παρατηρήσει είναι μία κινητικότητα γύρω από αντιλήψεις δικαιωμάτων και πολιτικής ευαισθησίας υπέρ του ″αδύνατου″, οι οποίες αναδεικνύουν την ηθική και πολιτική φιλοσοφία μιας σοσιαλδημοκρατικής εξισορρόπησης του παγκοσμιοποιημένου παρόντος. Αυτό καταδεικνύει ότι μία ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία, η οποία – αφού υπερβεί την αμηχανία και τις κλασσικές συνηγορίες υπέρ του κράτους – έθνους – και εφόσον επινοήσει νέους όρους και θεσμικές εγγυήσεις εκδημοκρατισμού της παγκοσμιοποίησης, είναι αυτό που σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερο.

    Αν ανατρέξουμε στις φιλοσοφικές και πολιτικές πηγές της σοσιαλδημοκρατίας, αυτές που καθόρισαν τη διαχρονική της συγκρότηση, η πρώτη που θα προσεγγίσουμε είναι αυτή που αφορά τον Διαφωτισμό, με τον κατεξοχήν εκπρόσωπο του Γερμανικού Διαφωτισμού, τον Καντ, να αμφισβητεί το αναπόφευκτο των ιστορικών νομοτελειών, όπως και τη χωρίς έλεγχο βουλησιαρχία. Πρόκειται για τις δύο αρνήσεις, που καθόρισαν την ιστορική εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας.

    Η σοσιαλδημοκρατία συμπυκνώνει μέσα της τη φιλοσοφική σκέψη και τις ιδέες του Διαφωτισμού, που την οδηγούν στον κόσμο των σημασιών και των αξιών, όπως ο ανθρωπισμός, η αυτονομία του ανθρώπου, η οικουμενική ανεκτικότητα, και οι οποίες κορυφώνονται κατά τον μετασχηματισμό της πραγματικής, καθημερινής ζωής. Κατά συνέπεια η διαύγαση της σοσιαλδημοκρατίας προϋποθέτει τη διαύγαση του Διαφωτισμού.

    Είναι υπέροχη η σύνδεση της ζωής των φιλοσοφικών ιδεών με την ιστορία και τους αγώνες των ιδεολογικών και πολιτικών κινημάτων, για αλλαγή του κόσμου. Αυτό, που υπερβαίνει τη φαντασία μας, είναι το πως θα ήταν ο κόσμος σε μία εποχή γενικευμένου κομφορμισμού, χωρίς τον Διαφωτισμό και την τεράστια δημιουργική πνοή της νεωτερικότητας, που εμψύχωσε τη Δύση για δύο αιώνες και καθόρισε την ιστορία της ανθρωπότητας. Η διορατική καντιανή σκέψη, που καθιστά επίκαιρο και στις μέρες μας τον Καντ, προαναγγέλλει τη θεωρητική συγκρότηση της σοσιαλδημοκρατίας του 20ου αιώνα, - αφού σοσιαλδημοκρατία, χωρίς κράτος δικαίου, δεν υπάρχει -  λέγοντας ότι οι κοινωνίες αλλάζουν δημοκρατικά μόνο με μεταρρυθμίσεις, πολιτικά ηθική είναι εκείνη η μεταρρύθμιση, στην οποία η πολιτική συγχρονίζεται με το δίκαιο.

    Ο Διαφωτισμός  και η νεωτερικότητα είναι η ρήξη με το παρελθόν των μοναρχικών αυθεντιών, η συνεχής αμφισβήτηση του κατεστημένου, τόσο στη φιλοσοφία όσο και στην πολιτική και την τέχνη,  η αναγκαιότητα του ορθολογισμού, η αξία της γνώσης κατά των προκαταλήψεων και ένα τεράστιο πλήθος εκπληκτικών δημιουργιών.

    Η δεύτερη προσέγγιση αφορά τη δύσκολη σχέση της σοσιαλδημοκρατίας με τον φιλελευθερισμό. Είναι πολλές οι θεωρητικές αμφισημίες, που εκλαμβάνουν τις δύο  ιδεολογίες ως τόσο ξένες μεταξύ τους, ώστε ως δύο παράλληλες γραμμές δεν συναντώνται ποτέ. Ωστόσο, μία πολιτική παραδοξότητα, αντιτιθέμενη στον πολιτικό δογματισμό, επιμένει ότι σοσιαλδημοκρατία και φιλελευθερισμός είναι δύο κοσμοθεωρίες, που αποτελούν στοιχεία της νεωτερικότητας και κοινό τόπο του Διαφωτισμού, του οποίου κληρονόμοι είναι αρχικά ο κλασικός φιλελευθερισμός και στη συνέχεια ο σοσιαλισμός στη σοσιαλδημοκρατική του εκδοχή.

    Αναζητώντας τις πτυχές της ταυτοτικής σχέσης των δύο ιδεολογιών, διαπιστώνουμε ότι ο φιλελευθερισμός του John Locke δεν μεταφράζεται μόνο σε σημαίνον των ελευθεριών, αλλά και της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αναδιανομής του κοινωνικού προϊόντος, αλλά επιπλέον και της εξάλειψης των κοινωνικών ανισοτήτων.

    Ότι, επίσης, ο φιλελευθερισμός του John Rawls (ίσως του μεγαλύτερου πολιτικού φιλοσόφου του 20ου αιώνα), εμπεριέχει ως πρωταρχική θέση τη ριζοσπαστική θεωρία δύο αρχών δικαιοσύνης: την ισότητα στις βασικές ελευθερίες και την αρχή της διαφοράς και της ακριβοδίκαιης ισότητας, σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες πρέπει να αποβαίνουν προς όφελος των λιγότερο ευνοημένων και να συναρτώνται με αξιώματα και θέσεις ανοικτές σε όλους («Θεωρία της Δικαιοσύνης», «Ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός» και «Η Δίκαιη Κοινωνία»).

    Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τα τραύματα από την αμφισβήτηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και εν γένει της πολιτικής στη δυτική Ευρώπη, μετά από ένα πρωτόγνωρο κοινωνικό συμβιβασμό του κόσμου της εργασίας με το κεφάλαιο, προέκυψαν θεσμοί που εξασφάλισαν την κοινωνική συνοχή και την άνοδο του επιπέδου ζωής. Επρόκειτο εκ πρώτης όψεως για θεσμούς, που προωθήθηκαν από τους σοσιαλδημοκράτες και τους χριστιανοδημοκράτες, ωστόσο κάτω από τα επιφαινόμενα, επρόκειτο για θεσμούς, που ενσωμάτωναν τη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη για την πολιτική, με την οποία συντάχθηκαν αναγκαστικά οι χριστιανοδημοκράτες. Ήταν οι θεσμοί της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης, που αποτελούν την επιτομή της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας. Το μεγάλο επίτευγμα της σοσιαλδημοκρατίας ήταν ότι στα σαράντα πέντε χρόνια της μεγάλης κυριαρχίας της, κατάφερε να μεταγγίσει σε ολόκληρο το σύστημα τις αξίες της και έτσι το κράτος παροχής κοινωνικών υπηρεσιών (κράτος πρόνοιας) δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν. Το κράτος πρόνοιας ήταν η περίοδος του θαύματος της ευρωπαϊκής ιστορίας (1945 - 1975).

    Η αμφισβήτηση του κράτους πρόνοιας, που έφερε και την κρίση της αντιπροσώπευσης, αλλά και της πολιτικής, άρχισε με την οικονομική ύφεση και την ελεύθερη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1971, πράγμα που συνεπέφερε και την αμφισβήτηση της σοσιαλδημοκρατίας, που ως κόμμα ευρισκόμενο στην εξουσία κατά την περίοδο εκείνη, ενοχοποιήθηκε για τη μεταφορά της αθλιότητας, ιδίως σε ορισμένες κατηγορίες με την περιθωριοποίησή τους να καταλήγει στην παραβατικότητα και στην αποκλίνουσα συμπεριφορά.

    Η σοσιαλδημοκρατία, ενώ γεννήθηκε ως σοσιαλιστική παράταξη, μέσα από μία πορεία αλλαγών και συγκλονιστικών επεξεργασιών, που ξεκίνησε από τους Bernstein και Jaurès, συνεχίστηκε στο γερμανικό Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, κατέληξε εντέλει – μετά τη διαπίστωση του Bernstein το 1899 ότι ο καπιταλισμός είναι ικανός να ανανεώνεται διαρκώς και να επιβιώνει – ότι ο σοσιαλισμός έπαυε να είναι μία ιστορική νομοτέλεια και η σοσιαλιστική προοπτική θα πραγματωνόταν μέσα από τον ανταγωνισμό με τον καπιταλισμό.

      Ωστόσο, αυτός που συνέβαλε αποφασιστικά στην επικράτηση των ιδεών του Bernstein – για ένα κίνημα μεταρρυθμίσεων εντός του καπιταλισμού, που είχε προτείνει το 1891 στο συνέδριο της Ερφούρτης – ήταν ο σημαντικός άνθρωπος της γαλλικής Αριστεράς, Jean Jaurès, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της συμμετοχής των σοσιαλιστών στις αστικές κυβερνήσεις (1904, Συνέδριο Σοσιαλιστικής Διεθνούς στο Άμστερνταμ).

    Το 1917 αφού ο Bernstein είχε ηττηθεί στη Γερμανία και ο Jaurès είχε δολοφονηθεί το 1914, μια μεγάλη απειλή επίσπευσε τη μετατροπή του δημοκρατικού αναθεωρητισμού σε Σοσιαλδημοκρατία. Η απειλή ήταν ο Λένιν και η σύγκρουση με το ολοκληρωτικό μοντέλο, που προτάθηκε από αυτόν, ήταν αναπόφευκτη ακόμη και για τον Κάουτσκι. Χωρίς τη σύγκρουση αυτή δε θα υπήρχε η σοσιαλδημοκρατία, αλλά ούτε και το μεταπολεμικό σοσιαλδημοκρατικό θαύμα. Το 1919 ο σοσιαλισμός είχε μετατραπεί σε αναθεωρητισμό και άρχισε να εξελίσσεται σε σοσιαλδημοκρατία.

    Αλλά εντέλει, όλα αυτά ποιο νόημα μπορούν να λάβουν στη σημερινή σχεδόν εξωφρενική εποχή, που ενώ διαθέτει τεράστιες δυνατότητες άμβλυνσης όλων των ανισοτήτων, εντούτοις αυτό που επικρατεί είναι η αγωνία της ανασφάλειας, η οποία έχει επηρεάσει την προσωπική ζωή σε ένα γενικότερο επίπεδο, εφόσον κυρίαρχη είναι η αίσθηση, ότι το επίπεδο ζωής της επόμενης γενιάς θα είναι χειρότερο από εκείνο της δικής τους. Είναι η συμπύκνωση της λεγόμενης καθοδικής ατομικής και κοινωνικής κινητικότητας, η αγωνία της οποίας απουσίαζε από άλλες φάσεις της ιστορίας. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, υπήρχε η συλλογική πίστη ότι η μοίρα της επόμενης γενιάς θα βελτιωθεί σε σχέση με εκείνη της προηγούμενης, εφόσον κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού έλαβε χώρα μία εκπληκτική οικονομική επέκταση, που συνεπέφερε και την ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Είναι προφανές ότι η καθοδική κοινωνική κινητικότητα είναι αυτή, που ευθύνεται, τόσο για την ήττα της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και της πολιτικής συνολικά.

    Υπ΄ αυτήν την οπτική, αυτό που πρέπει να αποδείξει σήμερα η σοσιαλδημοκρατία, είναι εάν η πολιτική μιας περιεκτικής σοσιαλδημοκρατικής θεώρησης θα μπορούσε να μεταφέρει την υπόσχεση της ανανέωσης της πολιτικής, εφόσον επανενταχθεί στο κέντρο ενός ευρύτερου φάσματος κοινωνικοοικονομικών επιδιώξεων, με τη δημοκρατία να υπερτερεί. Εάν η διαμόρφωση ενός εναλλακτικού, αναστοχαστικού σοσιαλδημοκρατικού σχεδίου, στην ανοικτή στα ενδεχόμενα φύση της παγκοσμιοποίησης, με βαθιές κοινωνικές – πέραν των οικονομικών – μεταρρυθμίσεις, που θα εστιάζουν στην αξία της κοινωνικής επάρκειας και σε μία κοινωνία με λιγότερες ανισότητες – εφόσον για τις ανισότητες ευθύνονται οι ιδέες, και όχι οι διαχειριστικές ανεπάρκειες – θα μπορούσε να κάνει και πάλι την κοινωνική κινητικότητα ανοδική και να εξαλείψει την αγωνία της αβεβαιότητας. Σε έναν κόσμο αναγνωρισμένης διακινδύνευσης και με ανίατες καταστροφές, μία ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία είναι ζωτικά αναγκαίο να δώσει μία υπόσχεση, όχι απλά δικαιοσύνης και δημοκρατίας, αλλά επιπλέον εγκυρότητας και αποτελεσματικότητας.