Ο Μάριο Ντράγκι, μετά το περίφημο «whatever it takes» που είχε σώσει την ευρωζώνη, ήλθε και πάλι να δώσει το έναυσμα μιας συζήτησης από την οποία θα εξαρτηθεί αυτό καθ’ εαυτό το μέλλον της ενωμένης Ευρώπης. «Η πανδημία και ο πόλεμος καλούν τα ευρωπαϊκά όργανα να αναλάβουν ευθύνες που δεν είχαν ποτέ» διακήρυξε πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και, προχωρώντας με τόλμη στην καρδιά του προβλήματος, ζήτησε «να καταργηθεί η αρχή της ομοφωνίας, που οδηγεί σε διασταυρούμενα βέτο και μπλοκάρει τη λήψη αποφάσεων στην ΕΕ». Σαν έτοιμος από καιρό, ο Εμμανουέλ Μακρόν πήρε τη σκυτάλη και υποστήριξε και αυτός την κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας, σε ορισμένους τομείς τουλάχιστον, ζητώντας επί πλέον ευθέως τη σύγκληση διακυβερνητικής διάσκεψης για αναθεώρηση των Συνθηκών της ΕΕ. Παράλληλα, ο επανεκλεγείς Γάλλος πρόεδρος διατύπωσε μια ρηξικέλευθη πρόταση για μια νέου τύπου «πολιτική ευρωπαϊκή κοινότητα» που θα επιτρέπει σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενταχθούν στις «ευρωπαϊκές βασικές αξίες», χωρίς να γίνονται πλήρη μέλη. Οι προτάσεις Μακρόν διατυπώθηκαν την ημέρα της πανηγυρικής λήξης των εργασιών της Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης, στην έκθεση της οποίας περιλαμβάνονται προτάσεις για αναθεώρηση των Συνθηκών. Τις προτάσεις αυτές χαιρέτισε και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που ζήτησε μάλιστα από την επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων του ΕΚ να εκπονήσει σχετικές προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της ΕΕ, διαδικασία η οποία θα πραγματοποιηθεί μέσω της σύγκλησης διακυβερνητικής διάσκεψης.
Ανάλογη θέση πήρε και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έστω και με λιγότερο ενθουσιασμό, όπως τουλάχιστον προκύπτει από το «εάν είναι απαραίτητο» που πρόσθεσε. Εκών άκων δε, και ο Γερμανός καγκελάριος ‘Ολαφ Σολτς δεν απέκλεισε την προσφυγή στην αναθεώρηση των Συνθηκών, αρκετά διστακτικά όμως, δηλώνοντας ότι δεν τη θεωρεί απαραίτητη, με την εξαίρεση ίσως της εξωτερικής πολιτικής, αλλά ότι θα ακολουθούσε αυτή την πρόταση αν διαμορφωνόταν μια ευρύτερη συναίνεση. Οι εξελίξεις δείχνουν πλέον να διαμορφώνονται από τον νέο άξονα Παρισιού-Ρώμης.
Έτσι ξαφνικά όλα αυτά; Όχι βέβαια. Εδώ και καιρό η ΕΕ έβλεπε τις αποφάσεις της να κινούνται στο επίπεδο του ελάχιστου κοινού παρονομαστή για να μην ασκήσει κάποιο κράτος-μέλος βέτο προκειμένου να εκβιάσει την εξαίρεσή του από την ενιαία ευρωπαϊκή στάση. Ο κύβος όμως ερρίφθη με την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, ημέρα στην οποία τερματίστηκε η εποχή της θεσμικής ευρωπαϊκής ακινησίας στην οποία είχε περιχαρακωθεί η Γερμανία μαζί με τους φειδωλούς του Βορρά. Από την ημέρα εκείνη και μετά, η πορεία για «περισσότερη Ευρώπη» πρέπει να θεωρείται χωρίς επιστροφή, υπό την προϋπόθεση όμως ότι όλα τα κράτη-μέλη εξακολουθούν να θέλουν μια Ευρώπη ενωμένη. Δεκατρία από αυτά τα κράτη συνασπίσθηκαν βεβαίως κατά της προτεινόμενης αναθεώρησης των Συνθηκών. Όχι κατά σύμπτωση, τα κράτη αυτά, πλην της Δανίας, εντάχθηκαν στην ΕΕ με τις διευρύνσεις του 1995 και του 2004. Ίσως οι ηγεσίες τους, πριν επιμείνουν στη διαφωνία τους θα έπρεπε να διαβάσουν προσεκτικά την πρόταση Μακρόν που προβλέπει μια Ένωση πολλών ταχυτήτων. Η κρισιμότητα των περιστάσεων πιθανόν να επιτρέψει - ή και να επιβάλει - στο ορατό μέλλον τη διόρθωση ενδεχομένων λαθών του παρελθόντος με μετάπτωση κάποιων από την πρώτη στη δεύτερη ή και στην τρίτη ταχύτητα. Το ταξίδι για «περισσότερη Ευρώπη» πρέπει να συνεχιστεί, έστω και αν κάποιοι από τους σημερινούς επιβάτες δεν θα μπορούν, ή δεν θα θέλουν, να βρίσκονται στην πρώτη θέση.