Όσοι ζουν την καθημερινότητα της μέσης κοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα συνεχίζουν, με κάποιον τρόπο, να εργάζονται επαγγελματικά σε επίπεδα και πεδία που συνεπάγονται καλλιεργημένη σκέψη και ειδικευμένη γνώση, είμαι βέβαιος ότι θα έχουν πολλές φορές τρομοκρατηθεί από το χάσμα που χωρίζει τον λόγο της μέσης Αγοράς, από εκείνον που αναπτύσσεται στις διάφορες «λέσχες» των διανοουμένων συναδέλφων του. Δυστυχώς είναι λίγοι εκείνοι που έχουν το προνόμιο αυτής της διπλής ζωής και γι’ αυτό δεν αποτέλεσαν ποτέ, ούτε θα αποτελέσουν, κρίσιμο μέγεθος για να ακουστούν με προσοχή. Αναγνωρίζω ότι το προνόμιο αυτό έχουν συνήθως μερικοί συνταξιούχοι των «διανοητικών» επαγγελμάτων, που για κάποιο λόγο αποφασίζουν να εγκατασταθούν στη «βάση» (ας πούμε στα grassroots), ενώ ταυτόχρονα τους τρώει το σαράκι και συνεχίζουν την παλιά τους τέχνη, όχι σπάνια από θέση «περιθωρίου» για τους δικούς τους λόγους. Όταν είμαστε σε μια τέτοια γωνία όψης των πραγμάτων, δεν είναι κακό να θυμηθούμε ότι αυτή η απόσταση ανάμεσα στη μέση πολιτική Αγορά και στην Αγορά των διανοουμένων, έχει προκαλέσει πολιτικές τερατογενέσεις. Στην Ελλάδα, περισσότερες από μία φορά. Παράδειγμα αστείας τερατογένεσης ήταν η εκ παρεξηγήσεως μετατροπή του συνθήματος στα Δεκεμβριανά, από «Κάτω ο Παρθενίου» (διαβόητος ασφαλίτης της κατοχής), σε «Κάτω η παρθενία», που βροντοφωνούσαν άντρες και γυναίκες, ο καθένας και η καθεμία, για τους δικούς τους λόγους. Τραγική τερατογένεση, όμως, υπήρξε ο εκχυδαϊσμός κάθε έννοιας σοσιαλισμού, από την λαϊκίστικη πρακτική του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ και των μιμητών του της διαχρονικής λαϊκής Αριστεράς. Και εκεί, ο λόγος των διανοουμένων δεν έπιανε χαρτωσιά μπροστά στα μικρόφωνα και τις ντουντούκες των πολιτευτών του λαϊκού «σοσιαλισμού», που κυριαρχούσαν στην πολιτική μέση αγορά.
Σε αυτές τις μελαγχολικές πρώτες σκέψεις σκοντάφτω τώρα τελευταία, όταν παιδεύω τη σκέψη μου για το πώς μπορεί κάποιος να συμβάλλει θετικά στη δημιουργία του αναγκαίου σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Για την ώρα, οι αναζητήσεις αυτού του είδους παραμένουν περιορισμένες στα διάφορα κλαμπ των διανοουμένων και δεν έχουν την παραμικρή διείσδυση στην ευρύτερη πολιτική αγορά.
Είναι άραγε τυχαία αυτή η επιμονή στο χάσμα; Τυχαία δεν είναι, βεβαίως. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να οφείλεται σε ελλιπή συνειδητοποίηση της διαφοράς δυναμικού ανάμεσα στα δύο τμήματα της πολιτικής Αγοράς. Στη χειρότερη, όμως, μπορούμε να αποδώσουμε ακόμη και ενδεχόμενο δόλο, κατά την έννοια που ο Μαχάισκι απέδιδε στους διανοουμένους, όταν τους εγκαλούσε στις αρχές της δεκαετίας του ’20, ότι παρασύρουν τις εκάστοτε κινητοποιημένες μάζες σε δράσεις που τελικά φέρνουν αυτούς και όχι το «λαό» στην εξουσία, για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα σε βάρος των οραμάτων που διέπουν ή αποδίδουν στον επαναστατημένο λαό. Περίπου για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, ο Αντόρνο εμφατικά επισήμαινε ότι η αντίληψη περί ηθικής ανωτερότητας των διανοουμένων, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Πόσο μάλλον σε εποχές όπου το φανταστικό πρότυπο του «εργάτη που διαβάζει», που παρακινούσε τον Μπρεχτ, έχει περάσει ακόμη και πέραν της φαντασίας, δηλαδή έχει εξαφανιστεί και ως ενδεχόμενο. Σήμερα, ο μέσος πολίτης, ο «εργάτης» της ταξικής φαντασίωσης, διαπλάθει την πολιτική συνείδησή του δια μέσου των ΜΜΕ, όπου προσφέρουν συνεργατικά ως χυλό τις υπηρεσίες τους συνήθως οι δημόσιοι διανοούμενοι. Εκεί, εκόντες άκοντες, γίνονται συνεργοί μιας στρεβλής «καθοδήγησης», που αντί να υπακούει στις ανάγκες του ορθού λόγου, υπηρετεί τις προτεραιότητες της εμπορικής τηλεθέασης, που διαμορφώνει δικό της, αυτοτελές πεδίο «συμφερόντων».
Ποια είναι η πρακτική έκφραση αυτού του χάσματος, τι συνεπάγεται; Υπάρχει ελπίδα υπέρβασης; Αυτά είναι ερωτήματα που αυθόρμητα προκύπτουν, όταν στρέψουμε την παρατήρησή μας από την γενίκευση, στη συγκεκριμένη περίπτωση και παρατήρηση. Στο πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι, δυστυχώς, πανεύκολη. Σήμερα, ελάχιστο ακροατήριο έχουν στη βάση της κοινωνίας οι στοχαστικοί διανοούμενοι της σοσιαλδημοκρατικής κλίσης. Όσο για τους δημόσιους, τους και λεγόμενους «προβεβλημένους», αυτοί περνούν μόνο όταν ο λόγος τους προδιαμορφωθεί κατάλληλα από την τηλεόραση ή την εφημερίδα. Άλλωστε, μόνο με μια τέτοια ολοκληρωτική παράδοση στους κανόνες της εμπορικής ακροαματικότητας, μπορεί να περάσουν την κρησάρα προς τα «πάνελ» και τις «εκπομπές λόγου» (με κάποιες, πάντα, εξαιρέσεις, που ως συνήθως επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Αν, δε, ο διανοούμενος τυχαίνει να βαρύνεται και με αυτόνομη πολιτική ταυτότητα, τότε τα αυτιά κλείνουν ερμητικά και εισπράττει την αποστομωτική απόρριψη: Μπλα, μπλα, μπλα… και, πού ήσουν μέχρι τώρα;
Το τι συνεπάγεται αυτή η ασυνέχεια επιπέδου διαλόγου, είναι κι αυτό ερώτημα που εύκολα μπορεί να απαντηθεί. Με αυτό το χάσμα, διαμορφώνονται δύο εντελώς αποκομμένες μεταξύ τους πολιτικές αγοράς: Η πολιτική αγορά των ελιτίστικων «εκδηλώσεων» πάσης φύσεως, από τη μία – και από την άλλη, η αγορά του μέσου ψηφοφόρου που βρίσκει τους ομόλογούς του στην καφετέρια, το καφενείο και τα «ψεκασμένα» δίκτυα του διαδικτύου. Για κάθε μία από τις αγορές αυτές, η έτερη μοιάζει να απαρτίζεται από κωφούς. Διάλογος μεταξύ κωφών δεν μπορεί να γίνει. Με μια τέτοια κατάσταση, τι θα αποδώσουν οι επόμενες εκλογές; Η ξύλινη γλώσσα του «σοσιαλιστικού» χώρου της δεκαετίας του ’70 και του ’80, υποκαθίσταται τώρα από τον προδιαμορφωμένο λόγο της τηλεοπτικής ατάκας, ή την ατζέντα των προτεραιοτήτων των καναλιών που λειτουργούν για την προώθηση των δικών τους (εμπορικών) αξιών.
Είναι, άραγε, απελπιστική και αδιέξοδη η κατάσταση; Ενδεχομένως. Αλλά βαθιά μέσα μου κρατάω μια σπίθα ελπίδας, όταν συνειδητοποιώ πόσο απλή θα μπορούσε να είναι η λύση. Αν υπήρχε το κουράγιο, βέβαια. Οι διανοούμενοι της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να κατεβούν αυτοπροσώπως στη βάση και να μιλήσουν με ταπεινότητα σε αυτόν τον κόσμο, που του έχουν αδειάσει το κεφάλι όλα αυτά τα χρόνια με το διπλό τους λόγο. Καιρός να βρωμίσουν λίγο τα αβρά τους χέρια. Θέλουν τόλμη οι ιδέες όταν επικαλούνται αξίες και αρχές για να νομιμοποιήσουν τη λογική τους. Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Ε, δεν μπορεί μια ιντελιγκέντσια, που στον κύκλο της υποστηρίζει ότι τα ξέρει όλα, να μη μπορεί να βρει τη σωστή τακτική. Λίγος εθελοντισμός δεν θα έβλαπτε, για παράδειγμα.