Διαμόρφωση γνώμης και πολιτικής στάσης

Χρίστος Αλεξόπουλος 29 Ιαν 2017

Σε σχέση με την διαμόρφωση της ατομικής ή της κοινής γνώμης και ειδικότερα πολιτικών στάσεων στους πολίτες σημαντικό ρόλο, εκτός από την κοινωνική διαστρωμάτωση, παίζουν τρεις παράγοντες.

Κατ’ αρχήν είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος με τα συστήματα επεξεργασίας των πληροφοριών, που δέχεται και ακολουθούν η πραγματικότητα, η πολυπλοκότητα της οποίας επηρεάζει την κατανόηση της και τέλος τα κοινωνικά συστήματα, τα οποία επιτελούν το έργο της ενημέρωσης και τροφοδότησης των πολιτών με πληροφορίες, δηλαδή το πολιτικό σύστημα και το επικοινωνιακό (Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης).

Μπορεί στις ανεπτυγμένες κοινωνίες της γνώσης να παίζει σημαντικό ρόλο ο ορθολογισμός σε σχέση με την διαχείριση της πραγματικότητας από τα διάφορα κοινωνικά συστήματα (οικονομικό, ασφαλιστικό, υγείας κ.λ.π.) και η μεθοδολογική του εξειδίκευση ανάλογα με τους τομείς εφαρμογής του, αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι ο άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή παίρνει αποφάσεις με εργαλείο την λογική.

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιδρά με δύο συστήματα. Το πρώτο λειτουργεί με βάση την διαίσθηση και το συναίσθημα από την γέννηση του ατόμου και ακολουθεί την εξελικτική του πορεία. Το δεύτερο στηρίζεται στη νόηση και στη γνώση και μορφοποιείται με την επίδραση της αγωγής και της παιδείας (Daniel Kahnemann, «Thinking, Fast and Slow», 2011 και άλλα συγγράμματα του Αμερικανοισραηλινού καθηγητή).

Η επεξεργασία πληροφοριών με το συναίσθημα και την διαίσθηση γίνεται πολύ πιο γρήγορα από την επεξεργασία τους με την νόηση και την γνώση. Η δε μεγάλη πληροφοριακή επιβάρυνση δεν διευκολύνει την ορθολογική επεξεργασία τους και δρομολογεί την αντίδραση με το συναίσθημα.

Επίσης ο εγκέφαλος είναι επιλεκτικός σε σχέση με τις πληροφορίες, που καλείται να επεξεργασθεί. Στην καθημερινότητα τους μάλιστα οι άνθρωποι δεν αποφασίζουν με βάση τις πολύπλοκες γνώσεις της επιστήμης. Όποιος είναι δε υπερβολικά επιβαρυμένος, σκέπτεται με στερεότυπα.

Γι’ αυτό κερδίζει συνήθως αυτός, που βασίζει την τεκμηρίωση των θέσεων του στη συναισθηματική τους διάσταση. Επίσης εκείνος, που ερεθίζει τις φοβίες και τον θυμό των ανθρώπων, μπορεί να τους επηρεάζει πιο εύκολα.

Για να γίνει εμφανές, πως επηρεάζει την διαμόρφωση γνώμης και κοινωνικής και πολιτικής στάσης η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας, αρκεί να αναφερθούν επιλεκτικά μερικά παραδείγματα από τις διεθνείς εξελίξεις, οι οποίες έχουν επιπτώσεις όχι μόνο σε υπερεθνικό αλλά και σε εθνικό επίπεδο.

Κατ’ αρχήν το εκλογικό αποτέλεσμα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και η εκλογή του Donald Trump σε σχέση με τις νέες διεθνείς ισορροπίες, που διαμορφώνονται στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας και οι επιπτώσεις στην Ευρώπη προκαλούν μεγάλη ρευστότητα και αβεβαιότητα ως προς τον νέο ρόλο, που καλείται να παίξει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Επίσης σημαντικός παράγων σε σχέση με την διαμόρφωση γνώμης και πολιτικής στάσης στους πολίτες είναι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το Brexit και την άνοδο του εθνικισμού και του λαϊκισμού με αποτέλεσμα την έξαρση του ευρωσκεπτικισμού.

Η αβεβαιότητα στους πολίτες ενισχύεται και με την οικονομική κρίση, η οποία εκτός από την διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την φτωχοποίηση των κοινωνιών έχει οδηγήσει και στην σταδιακή μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και στις δυνατότητες του να σχεδιάσει με επιτυχία την πορεία των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς το μέλλον.

Συνεχώς μειώνεται ο αριθμός των πολιτών, οι οποίοι εμπιστεύονται τις δυνατότητες του πολιτικού συστήματος να ολοκληρώσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα με την πολιτική και οικονομική ενοποίηση.

Ακόμη πιο κοντά στην Ελλάδα είναι το πρόβλημα, που προκαλείται από τον τρόπο, που κινείται η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή με την ανάμειξη της μαζί με την Ρωσία και το Ιράν στην αντιμετώπιση των Ισλαμιστών στη Συρία. Η κορύφωση της τουρκικής πολιτικής είναι η τακτική, που ακολουθεί στο Αιγαίο.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και δύο άλλα παραδείγματα, οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και η κλιματική αλλαγή. Ενώ η αντιμετώπιση αυτών των δύο προβλημάτων μπορεί να γίνει μόνο σε υπερεθνικό επίπεδο από την παγκόσμια κοινότητα, οι επιπτώσεις τους βιώνονται από τους πολίτες στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την διαμόρφωση γνώμης και κοινωνικών, πολιτικών στάσεων.

Η διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο δείχνει το μέγεθος του, όχι μόνο στο πολιτικό πεδίο αλλά και στις τοπικές κοινωνίες με την πρόκληση φοβικών και ρατσιστικών φαινομένων. Ενεργοποιείται το συναίσθημα και όχι ο ορθολογισμός για την διαχείριση του από τους πολίτες.

Σε σχέση με την κλιματική αλλαγή ισχύει το ίδιο. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος δεν μπορεί παρά να γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ η βίωση των επιπτώσεων δεν αφήνει καμμία χώρα ανέγγιχτη. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα πληθαίνουν και απλώνονται σε πλανητικό επίπεδο. Οι επιπτώσεις είναι οδυνηρές για τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν μπορούν να το προσεγγίσουν με επιστημονικά δεδομένα. Το διαχειρίζονται με το συναίσθημα και την διαίσθηση.

Το ίδιο ισχύει και με τις συνθήκες, οι οποίες διαμορφώνονται στο γεωπολιτικό πεδίο με τα νέα δεδομένα στο πλαίσιο του παγκοσμίου συστήματος ασφαλείας. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση προστίθεται και ο φόβος λόγω της αίσθησης της διακινδύνευσης, που προκαλείται, επειδή δημιουργούνται καταστάσεις έντονης ρευστότητας.

Τίποτα δεν είναι σταθερό, ενώ ο χρόνος εξελίσσεται με μεγάλη ταχύτητα και εμποδίζει ακόμη περισσότερο την ορθολογική και με βάση την γνώση προσέγγιση της πραγματικότητας. Οπότε ο μεμονομένος πολίτης πρέπει να αντιδρά επίσης με μεγάλη ταχύτητα. Σε αυτή την περίπτωση το πιο πιθανό είναι να επικρατεί στην στάση του η «πρώτη αίσθηση», που αποκομίζει από τις εξελίξεις. Αυτό βέβαια σημαίνει, ότι γίνεται πολύ ευάλωτος σε στοχευμένες επικοινωνιακές παρεμβάσεις είτε από τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό είτε από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, συστημικά ή κοινωνικής δικτύωσης.

Τέλος ο φόβος, που προκαλείται από την μεγάλη ρευστότητα και «αταξία», που επικρατούν στο γεωπολιτικό πεδίο και στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας, συμπληρώνεται με την ανασφάλεια, που προκαλεί η αξιοποίηση της τεχνολογίας στην οικονομική και εργασιακή δραστηριότητα ιδιαιτέρως στις ανεπτυγμένες κοινωνίες.

Έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τα στοιχεία, που προκύπτουν από μια έρευνα του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σύμφωνα με τα οποία τα επόμενα 15 χρόνια το 47% των θέσεων εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής απειλούνται από την αυτοματοποίηση.

Στην Γερμανία το ποσοστό των ανθρώπων, που απειλούνται από την ανεργία λόγω της αξιοποίησης της τεχνολογίας, προσεγγίζει το 59%. Αυτή η εργασιακή προοπτική βέβαια δεν εξαντλείται μόνο σε αυτές τις δύο χώρες.

Μπορεί κάποιος να φαντασθεί τα συναισθήματα, που προκαλούνται από την εργασιακή ανασφάλεια και τις επιπτώσεις στην πολιτική στάση των πολιτών, αλλά και την αίσθηση, η οποία διαμορφώνεται σε σχέση με την κοινωνική δικαιοσύνη.

Ακόμη πιο απαισιόδοξη γίνεται η κατάσταση, αν ληφθεί υπόψη, ότι στο πλαίσιο του φετινού Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Davos η Μη Κυβερνητική Οργάνωση Oxfam σε έκθεση της αναφέρει, πως το 2016 τα 8 πιο πλούσια άτομα στον κόσμο κατέχουν τόσο πλούτο όσο το πιο φτωχό μισό του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή 3,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι. Πιο συγκεκριμένα τα 8 πιο πλούσια άτομα κατέχουν 426 δισεκ. δολάρια, ενώ τα 3,6 δισεκατομμύρια πιο φτωχά άτομα 409 δισεκ. δολάρια.

Η δε Oxfam Γερμανίας καταγγέλει, ότι «οι κυβερνήσεις παίζουν το παιχνίδι των πολυεθνικών και των πλούσιων ελίτ, ενώ ο πληθυσμός πληρώνει το μάρμαρο». Το αποτέλεσμα βέβαια είναι να αποδυναμώνεται η κοινωνική συνοχή και να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την ευδοκίμηση του λαϊκισμού σε βάρος της δημοκρατίας.

Μέχρι τώρα τουλάχιστον το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί τις ευθύνες του, ούτε και ενεργοποιείται για την διαμόρφωση των δομικών προϋποθέσεων στο εσωτερικό του, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών και των κοινωνιών με την πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος και όχι με την συμβολή στη συσσώρευση πλούτου από την ολιγομελή οικονομική ελίτ.

Εκείνο, που κάνει, είναι η αξιοποίηση του συναισθήματος των πολιτών για την απόκτηση πολιτικής επιρροής, ώστε να διαχειρίζεται την εξουσία. Σε αυτό το πλαίσιο δεν βασίζει την επικοινωνιακή του πολιτική στον ορθολογισμό αλλά στις φαντασιώσεις, που μπορεί να ενεργοποιεί σε σχέση με το μέλλον. Μόνο που η δυναμική της εξέλιξης (π.χ. αξιοποίηση της τεχνολογίας στον εργασιακό τομέα με επιπτώσεις στην απασχόληση και την διόγκωση των ανισοτήτων) διαμορφώνει ένα εκρηκτικό υπόστρωμα, το οποίο διαρκώς θα οξύνεται.

Δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό κινείται στο ίδιο μήκος κύματος και ο τομέας της επικοινωνίας. Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας πλειοδοτούν στη δημιουργία κλίματος και όχι στην αντικειμενική ενημέρωση. Ουσιαστικά εμμέσως επηρεάζουν την διαμόρφωση και έκφραση της ελεύθερης βούλησης του πολίτη. Η επιλογή των πληροφοριών και ο τρόπος, που μεταδίδονται, υπηρετούν σκοπιμότητες.

Στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης η κατάσταση είναι μη ελεγχόμενη σε σχέση με την αποτύπωση της πραγματικότητας, ενώ κυριαρχεί το συναίσθημα και η απουσία αξιοπιστίας ως προς τις πληροφορίες, που διαχέονται.

Με αυτά τα δεδομένα (ανασφάλεια, αβεβαιότητα, ρευστότητα και προσέγγιση της πραγματικότητας κυρίως με το συναίσθημα και την διαίσθηση κάτω από πίεση χρόνου) οι πολίτες δεν αντιλαμβάνονται τον κόσμο, όπως είναι, αλλά όπως επιλέγεται να αποτυπωθεί εικονικά, με στόχο τον έλεγχο των εξελίξεων.

Όταν όμως διαταράσσονται οι αναγκαίες συνθήκες για την αξιοπρεπή και ασφαλή επιβίωση των πολιτών και γενικότερα των κοινωνιών, τότε ο έλεγχος χάνεται και η δυναμική, που αναπτύσσεται, δεν είναι λειτουργική για καμμία πλευρά.