Η εκλογική επιτυχία της Χρυσής Αυγής στις εκλογές του 2012 και η δημοσκοπική της άνοδος στη συνέχεια, απασχόλησε συστηματικά τον δημόσιο διάλογο. Αρχικά ήταν σύνηθες να ερμηνεύεται η άνοδος αυτή ως αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών διαβίωσης των ψηφοφόρων (εγκληματικότητα, ανασφάλεια και υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος λόγω της παρουσίας μεγάλου όγκου μεταναστών) στην Αθήνα και τα υπόλοιπα μεγάλα αστικά κέντρα. Έτσι, κάπως απλοϊκά και απαλλάσσοντας από κάθε ευθύνη, έστω και χωρίς πρόθεση, τους ψηφοφόρους της Χ.Α. θεωρήθηκε πως αν περιοριζόταν η μετανάστευση και η ανασφάλεια στο κέντρο της Αθήνας, θα συρρικνωνόταν αυτόματα και η δυναμική της οργάνωσης. Οι σκέψεις αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν, δυστυχώς. Αντίθετα, η επιρροή της Χ.Α. εκτείνεται και εκεί που δεν υπάρχει σημαντική παρουσία μεταναστών ή σοβαρή εγκληματικότητα. Μάλιστα, τα εκλογικά προπύργια της Χ.Α. εκτός Αθηνών δεν συνδέονται διόλου με τους παραπάνω παράγοντες.
Σύντομα φάνηκε πως η Χ.Α. είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια αντιμεταναστευτική οργάνωση. Εξελίχθηκε σε πόλο συσπείρωσης πολλών και διαφορετικών θυμών. Η αντισυστημική της φυσιογνωμία προσέλκυσε τους κάθε λογής αγανακτισμένους αλλά και τους κρυμμένους όλα αυτά τα χρόνια οπαδούς της χούντας του 1967, που όλοι μαζί παρέα μούντζωναν το κοινοβούλιο και έστηναν κρεμάλες στην πλατεία Συντάγματος το 2011. Βεβαίως, θυμάμαι καλά πως τότε κάποιοι έκαναν τα «στραβά μάτια» και δεν έβλεπαν τη δυναμική του ακροδεξιού φαινομένου μέσα στο αντιμνημονιακό παραλήρημα του πλήθους των αγανακτισμένων. Γνωστοί διανοούμενοι της Αριστεράς έφτασαν να υποστηρίζουν, πως η Χ.Α. ήταν απούσα από τους Αγανακτισμένους. Τι να πει κανείς; Δεν είναι η πρώτη φορά που η αριστερή ιντελιγκέντσια δείχνει να παίρνει διαζύγιο από την κοινή λογική. Αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτό τώρα.
Το ξεκάθαρο μεταναζιστικό ιδεολογικό στίγμα της Χ.Α. δεν φόβισε σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων. Ο λαϊκισμός, ο εθνικισμός του ανάδελφου έθνους και ο αντιδυτικισμός που συγκρότησαν την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα της μεταπολίτευσης λειτούργησαν ως ο αγωγός μέσω του οποίου μεταφέρθηκαν ψηφοφόροι από άλλους πολιτικούς χώρους στις κάλπες της εξτρεμιστικής άκρας δεξιάς. Ας μην ξεχνάμε, δυστυχώς, πως σε κάποια θέματα, η Χ.Α. δεν απέχει πολύ -αν απέχει- από τις αντιλήψεις της πλειονότητας των Ελλήνων.
Η Χ.Α. επένδυσε στον θυμό και την οργή όχι τόσο αναδεικνύοντας το πρόγραμμά της ή την πολιτική της ιδεολογία αλλά περιφέροντας και επιδεικνύοντας την εξτρεμιστική, βίαιη και χυδαία συμπεριφορά των στελεχών και της ηγεσίας της έναντι ανθρώπων και θεσμών. Η συμπεριφορά αυτή, εκτός από δηλωτική μιας απερίγραπτης ψυχοδιανοητικής κατάστασης, αποτέλεσε συνειδητή επιλογή της οργάνωσης με στόχο την πρόκληση ή την ενίσχυση της έντασης. Η επιλογή αυτή αποδείχτηκε πως είχε εκλογικά οφέλη, καθώς η κουλτούρα της βίας και της χυδαιότητας φαίνεται πως είναι αρεστή σε μεγάλα ακροατήρια ειδικά σε στιγμές κρίσης σαν και τις σημερινές. Αυτή η ανοχή ή και αποδοχή της χυδαιότητας, ακόμη και από θεσμικούς φορείς όπως η εκκλησία για παράδειγμα, ενθάρρυνε τη Χ.Α. στην παραγωγή ακόμη περισσότερης χυδαιότητας και βίας.
Τελικά, πόσο ζημιώνει τη Δημοκρατία η Χ.Α.; Αποτελεί πραγματική απειλή για τους δημοκρατικούς θεσμούς ή είναι απλώς ένα υποπροϊόν, ένα πολιτικό σκουπίδι της κρίσης που της αξίζει η περιφρόνηση και η απομόνωση;
Ας υπογραμμίσουμε τα βασικά: το ουσιώδες πρόβλημα με τη Χ.Α. δεν είναι οι ιδέες της, που, βεβαίως, είναι πρωτόγονες και άθλιες. Αναμφίβολα η Χ.Α. είναι ο ιδεολογικός κληρονόμος του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, αλλά η Δημοκρατία έμαθε να ζει υπό την απειλή των ολοκληρωτισμών. Η φιλελεύθερη Δημοκρατία οφείλει να ανέχεται, ακόμη και να προστατεύει όσο κι αν αυτό σοκάρει, την εκφορά ιδεολογικών λόγων που απειλούν την ίδια και προάγουν την πολιτική αλλαγή προς κατευθύνσεις αντιδημοκρατικές. Αυτή είναι η μαγεία του φιλελευθερισμού, η ανεκτικότητα στο διαφορετικό, το άλλο, το αντίθετο. Το ζήτημα, όμως, αλλάζει όταν τα ολοκληρωτικά κόμματα ή κινήματα συμπεριφέρονται ανεξέλεγκτα ενώ βρίσκονται μέσα σε ένα άλλο νομικό πλαίσιο που οφείλουν να σέβονται.
Η Χ.Α., συγκεκριμένα, επιδεικνύει μια απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά. Με άλλα λόγια, η δημόσια συμπεριφορά των στελεχών της Χ.Α. όχι απλώς παραβιάζει ή παίζει στα όρια με τον νόμο και τους κανόνες της δημοκρατικά οργανωμένης πολιτείας αλλά συνειδητά επιδιώκει να γελοιοποιήσει αυτούς τους κανόνες προκειμένου να νομιμοποιήσει και να προάγει την εκτροπή. Είναι σαφές, πως η Χ.Α. προσπαθεί να κοινωνικοποιήσει τους πολίτες, ειδικά τους νεότερους, στις πρακτικές μιας πιθανής πολιτικής ανωμαλίας. Επειδή, μάλιστα, η στάση της αυτή επιβραβεύτηκε ως τώρα από εκλογικά οφέλη, η ηγεσία της Χ.Α. φαίνεται να πιστεύει, με αρκετή δόση αλαζονείας, πως αυτή η συμπεριφορά θα την οδηγήσει στο κατώφλι της εξουσίας.
Μέχρι σήμερα η Δημοκρατία δείχνει να βρίσκεται σε αμηχανία. Για ιστορικούς και συνταγματικούς λόγους, το Κράτος δυσκολεύεται να διαχειριστεί το θέμα και έχει επιλέξει αμυντική συμπεριφορά. Η απαγόρευση λειτουργίας ενός πολιτικού κόμματος, στη χώρα μας παραπέμπει σε τραυματικές και αυταρχικές περιόδους της πρόσφατης ιστορίας μας, γεγονός που έχει παραλύσει τις άμυνες της Πολιτείας. Η ιδέα μιας ποινικά αυστηρότερης αντιμετώπισης όσων στελεχών κομμάτων βρίζουν χυδαία, προπηλακίζουν ή δέρνουν είναι, προς το παρόν, πέραν και της φαντασίας ακόμη των πολιτικών μας θεσμών. Η μεταπολιτευτική δημοκρατία φαίνεται να έχει συνθηκολογήσει με την ανομική συλλογική δράση όταν αυτή ασκείται από κόμματα του κοινοβουλίου. Όλα αυτά τα χρόνια, πολλές φορές ο τραμπουκισμός και η αλητεία ονομάστηκαν πολιτική ή συνδικαλιστική δράση, ακόμη και όταν επρόκειτο για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου (π.χ. καταστροφές περιουσιών, απειλή κατά της ζωής, ομηρία καθηγητών, ξυλοδαρμοί, κ.α). Ε, αυτό ακριβώς εκμεταλλεύεται τώρα με θράσος η Χ.Α. και με αυτήν την κουλτούρα πρέπει να τελειώνουμε.
Δεν πάει άλλο. Αφού η Χ.Α. αποφάσισε να επιβάλει τη χέβι μέταλ στην πολιτική ζωή, ήρθε η ώρα και η Δημοκρατία να απαντήσει με σκληρό ροκ. Let’s Dance λοιπόν αλλά στους ρυθμούς της Δημοκρατίας που ήρθε η ώρα να περάσει από την άμυνα στην επίθεση. Η πρόταση είναι απλή. Αν η Χ.Α. δεν συμμορφωθεί άμεσα και δεν αποδεχτεί τους κανόνες συμπεριφοράς της φιλελεύθερης Δημοκρατίας και της οργανωμένης κοινωνίας πρέπει να αντιμετωπίσει την απειλή να τεθεί εκτός νόμου και τα στελέχη της να υποστούν συνέπειες. Η συμμετοχή στη Χ.Α. πρέπει να αρχίσει να έχει κόστος.
Είναι προφανές πως αυτό σημαίνει αλλαγές στο σύνταγμα και τη νομοθεσία. Υπάρχουν όμως οι δυνατότητες και με το υπάρχον πλαίσιο. Δεν χρειάζεται εδώ, προς το παρόν, να μπω σε λεπτομέρειες. Εξάλλου, κανένας σε αυτόν τον τόπο δεν έχει μεγαλύτερη φαντασία από το ίδιο το Κράτος σε τέτοια θέματα. Βούληση και αυτοπεποίθηση χρειάζεται.
Οι ψηφοφόροι της Χ.Α., είτε αυτοί αποτελούν το 7% είτε το 17% του εκλογικού σώματος, οφείλουν να αντιληφθούν πως η συστηματική υπονόμευση των θεσμών δεν μπορεί να είναι δίχως κόστος για κανέναν. Η δημοκρατία δεν εκδικείται αλλά δεν μπορεί να καταντήσει ο χρήσιμος ηλίθιος της κάθε αυταρχικής μειοψηφίας εξαιτίας ενός «φιλελεύθερου ενοχικού συνδρόμου». Όποιος παίζει με τη φωτιά γιατί θέλει να ανάψει πυρκαγιά θα πρέπει να ξέρει πως μπορεί και να κάψει τα δάκτυλά του.
Η ιδέα πως δεν μπορούμε να «αγγίξουμε» τη Χ.Α. επειδή έχει μεγάλη επιρροή δεν είναι πειστική. Το αντίθετο θα έλεγα. Επειδή δεν μιλάμε για κανένα περιθωριακό γκρουπούσκουλο επιβάλλεται η άμεση συμμόρφωσή της, με κάθε τρόπο. Αλίμονο αν μια οργανωμένη πολιτεία παραλύει επειδή ένα αντιδημοκρατικό μόρφωμα λαμβάνει το 5% ή 10% των ψήφων. Στο κάτω-κάτω της γραφής, το 1946 το ΚΚΕ επηρέαζε πολύ μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος αλλά η εξέγερσή του αντιμετωπίστηκε αποφασιστικά, ευτυχώς. Πρέπει να χρειαστεί να φτάσουμε ως εκεί;
Η διάλυση της Χ.Α., ας μπει λοιπόν, στην ημερήσια διάταξη από τις δυνάμεις του συνταγματικού τόξου. Θα ενισχύσει την αυτοπεποίθηση της Δημοκρατίας και θα αποτελέσει ένα μάθημα για το μέλλον που θα το λάβουν όλοι. Επιπλέον, θα επιτρέψει στην Κεντροδεξιά που αντιμετωπίζει και τη σοβαρότερη εκλογική απειλή από τη Χ.Α., να ανασάνει.
Η απαγόρευση της λειτουργίας της Χ.Α. αποτελεί ένα βήμα τομή προς μια νέα μεταπολίτευση, όπου ο νόμος και κυρίως η εφαρμογή του δεν θα εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της κάθε οργανωμένης ομάδας ή κόμματος. Ένα τέτοιο βήμα ασφαλώς δεν θα πρέπει να είναι το μόνο αλλά αναμφίβολα θα αποδειχτεί σημαντικό για την αναβάθμιση της ποιότητας της δημοκρατίας μας.