Τρεις ώρες και τέσσερα λεπτά κράτησε η τηλεοπτική συζήτηση ανάμεσα στους αντιπάλους του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία. Μηδέν ώρες, μηδέν λεπτά και μηδέν δευτερόλεπτα ήταν η αντίστοιχη ελληνική. Και οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις διεξάγονται την προσεχή Κυριακή. Στη μία ο λαός αποφασίζει γνωρίζοντας, στην άλλη κλείνοντας μάτια και αυτιά.
Η μονομαχία Σαρκοζί – Ολάντ κράτησε την παράδοση που ισχύει από το 1974 (όταν ο Ζισκάρ κέρδισε το Μιτεράν και την εκλογή με τη φράση «δεν έχετε το μονοπώλιο της καρδιάς») και της προσέδωσε ακόμα πιο έντονα γαλατικά χαρακτηριστικά: προσήλωση, σε βαθμό επίδειξης, στη λεπτομέρεια και στα νούμερα (των οποίων την ακρίβεια και οι δύο αμφισβητούσαν), συγκροτημένος και δομημένος σε «σημεία» λόγος (το πλάνο, το πλάνο), αναφορές στη γαλλική ιδιαιτερότητα και στο προεδρικό αξίωμα, με το γάντι αλλά ευθεία και σκληρή επίθεση στις προτάσεις και στην προσωπικότητα του αντιπάλου. Με τη βοήθεια των κανόνων του τηλεοπτικού παιχνιδιού, που επέτρεπαν τον απευθείας διάλογο μεταξύ των υποψηφίων, φωτίστηκαν, σε κάποιο βαθμό, και οι αντιλήψεις και οι προσωπικότητες. Έτσι οι τηλεθεατές, κάνοντας, φαντάζομαι, τα απαραίτητα διαλείμματα από ένα πινγκ-πονγκ που ορισμένες φορές έμοιαζε να προορίζεται μόνο για κινέζους, μπόρεσαν να νιώσουν αυτό που κάνει την ουσία της Δημοκρατίας: τη διαφορά. Διαφορά, πάνω απ’ όλα, πολιτικού σχεδίου, με το Σαρκοζί να επιμένει στην υπερ-προσωποποίηση, τον τεμαχισμό και την επικοινωνιακή διαχείριση των ζητημάτων (το πέρασμα, καμιά φορά μέσα στην ίδια φράση, από τη σκληρότητα στο φιλελευθερισμό και από τον εθνικισμό στον ευρωπαϊσμό ήταν εντυπωσιακό όσο και επίφοβο) και τον Ολάντ να προκρίνει μια συναινετικότερη, κοινωνικότερη και συλλογικότερη αντιμετώπιση της κρίσης, με την πεποίθηση πως δεν είναι μονάχα, ούτε καν κυρίως, οικονομική. Λόγια, θα πει κανείς. Ναι, αλλά αποκαλυπτικά, ιδίως ανάμεσα στις γραμμές, αναγκαία, αφού από την τήρησή τους θα κριθεί ο αυριανός Πρόεδρος, και καθαρτήρια, αφού δημιουργούν την αίσθηση, ή έστω την ψευδαίσθηση, μιας κάποιας συνεκτικότητας.
Η απουσία ενός τέτοιου, ή οποιουδήποτε οργανωμένου διαλόγου στην ελληνική προεκλογική εκστρατεία αποτελεί, για να το πούμε απλά, ασυγχώρητη οπισθοχώρηση. Αντί να μετασχηματιστεί το περίφημο «ντιμπέιτ» άλλων αναμετρήσεων σε πραγματική συζήτηση – αντιπαράθεση, παραλείφθηκε τελείως, υπό το πρόσχημα του υπερβολικά μεγάλου αριθμού και των διαφορετικών επιπέδων «κοινοβουλευτικότητας» των πολιτικών αρχηγών. Παραδοχή ήττας ενός ολόκληρου συστήματος, ακριβώς τη στιγμή που η χώρα και οι πολίτες είχαν ανάγκη όχι μόνο ανταλλαγής επιχειρημάτων αλλά και της αίσθησης ότι οι πολιτικοί επικοινωνούν –μεταξύ τους, αλλά κυρίως με τον κοινό νου. Ας όψονται αυτοί που φοβούνται το διάλογο. Μια πολιτική τάξη που δεν μπορεί να τον επιβάλλει ως αυτονόητο. Και ένα κοινωνικό σώμα που, ακολουθώντας αντί να καθοδηγεί αυτούς που το οδήγησαν ως εδώ, βαδίζει στο άγνωστο με βάρκα την απελπισία.