Μπορεί να χάσει η Ελλάδα την ευκαιρία που της προσφέρει μια τόσο μεγάλη κρίση, να αλλάξει προς το καλύτερο;
Γεγονός είναι ότι η συντήρηση και ο παρασιτισμός κυριαρχούσαν καταθλιπτικά έως και την τελευταία στιγμή πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Μπορεί, βεβαίως, η «συνιστώσα Ραφήνας» της Ν.Δ. να πασχίζει να διαγράψει τις ευθύνες της και να τις χρεώσει στη… διοίκηση της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά η αλήθεια είναι ότι: Την 6ετία 2004-09, οι πρωτογενείς (χωρίς τους τόκους) κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν 50%, ενώ η μέση αύξηση στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ήταν μόνο 22%. Ειδικά οι καταναλωτικές δαπάνες του κράτους αυξήθηκαν 41%, ενώ στις 27 χώρες της Ε.Ε. μόνο 20%. Τα έσοδα του ελληνικού κράτους αυξήθηκαν 25%, ενώ στις 27, μόνο 11%. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στο ελληνικό δημόσιο χρέος προστέθηκαν 116 δισ. και εκτινάχθηκε από τα 183 στα 300 δισ. ευρώ, δηλαδή αυξήθηκε 63% ενώ στις 27 χώρες της Ε.Ε. μόνο 33%. Η αλήθεια είναι ότι η δημοσιονομική κραιπάλη συνεχιζόταν μέχρι τελευταία στιγμή, όταν ξέσπασε η διεθνής κρίση.
Αλλά κι αφότου ξέσπασε αυτό το τσουνάμι, η κυριαρχία τους συνεχίστηκε.
Με το σπάσιμο της ελληνικής «φούσκας», αντί να ειπωθεί καθαρά και με ειλικρίνεια προς κάθε κατεύθυνση ότι είναι αναπόφευκτο να φτωχύνουμε, και να τεθεί προς συζήτηση το (μοναδικό…) θέμα της κατανομής αυτού του κόστους με κριτήρια δικαιοσύνης και ανάπτυξης, αντιθέτως, διακηρύχθηκε ότι «λεφτά υπάρχουν». Αντί για τους άξιους ήρθαν οι «κολλητοί» και μετά οι «συντοπίτες». Αντί για επίπονη αυτογνωσία, καλλιεργήθηκε η επανάπαυση – «μπόρα είναι, θα περάσει». Αντί για ριζική αναδιάρθρωση, περιορισμό και εκσυγχρονισμό του κράτους, διατηρήθηκε ανέπαφο, και αντί να εισαχθεί η αξιοκρατία στις δομές του, βίαια ισοπεδώθηκαν όλοι προς τα κάτω – με συνέπεια να έχουν διαλυθεί κρίσιμοι μηχανισμοί του. Αντί να οργανωθεί η φορολογική διοίκηση, αποδιοργανώθηκε. Και τα φορολογικά βάρη τσακίζουν τη μεσαία τάξη, ενώ αφέθηκε ασύδοτη η φοροδιαφυγή, η διαφθορά και η συναλλαγή. Το βάρος έπεσε στη μισθωτή εργασία και στους πιο αδύνατους: Στην πράξη, αποδιαρθρώθηκε πλήρως η αγορά εργασίας με παράλληλη διεύρυνση της μαζικής ανεργίας και μαζική καταστροφή των μικρομάγαζων, χωρίς ένα, κάποιο, σχέδιο για την επόμενη μέρα.
Σήμερα, πια, η συνεχιζόμενη κυριαρχία αυτών των δυνάμεων ίσως οδηγεί τα πράγματα στο πιο επικίνδυνο σημείο. Για τρεις λόγους:
Πρώτον, η ύφεση συνεχίζεται για έκτο χρόνο. Στα τέλη του 2013 θα έχει μειωθεί το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν κατά 25%. Στα τέλη του 2014, εκτιμά μελέτη της Eurobank, το επίπεδο διαβίωσης θα έχει υποχωρήσει στο 65% του μέσου επιπέδου των χωρών–μελών της Ευρωζώνης – σημείο που παραπέμπει στις αρχές της 10ετίας του 1980. Και παρά ορισμένα θετικά σημάδια σε επίπεδο αγορών, η αναστροφή του ποσοστού του καπιταλιστικού κέρδους δεν φαίνεται ισχυρή σε έναν ορίζοντα των αμέσως επόμενων ετών, η καταστροφή κεφαλαίου έχει ακόμη δρόμο να διανύσει. Η μαζική ανεργία θα είναι εδώ για αρκετά χρόνια να καταστρέφει ό,τι πολυτιμότερο έχει η Ελλάδα: Ζωές και ικανότητες ανθρώπων.
Δεύτερον, ύστερα από τρία χρόνια συντηρητικής διαχείρισης, κάθε βήμα στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, αντί να ανοίγει τον δρόμο και να διευκολύνει το επόμενο, το καθιστά δυσχερέστερο. Η άτσαλη περικοπή δαπανών χωρίς μείωση του κράτους καθιστά αδύνατο τον περαιτέρω περιορισμό τους. Και το αυθαίρετο κυνήγι όσων δεν φοροδιαφεύγουν (με σχεδόν άθικτη τη φοροδιαφυγή…) καθιστά απολύτως αμφίβολη την είσπραξη των εσόδων που έχουν προϋπολογισθεί. Στην ημερήσια διάταξη, έχει τεθεί η επιβολή νέων μέτρων. Την ώρα που μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας είναι εξουθενωμένα οικονομικά και ηθικά. Και οι κοινωνικές δυνάμεις της μεταρρύθμισης έχουν αποδιοργανωθεί.
Τρίτον, στο ολισθηρό πεδίο που ορίζεται από αυτούς τους δύο παράγοντες, οι εντάσεις δυναμώνουν και δύο τάσεις φαίνεται ότι οδηγούνται σε ανελέητη σύγκρουση. Η τάση «της διαμαρτυρίας» με όποιο κόστος και μέχρι τέλος. Και η τάση «του νόμου και της τάξης», επίσης με όποιο κόστος και μέχρι τέλος. Η κρίση, αφού έχει πολυδιασπάσει την κοινωνία και το ίδιο το πολιτικό σύστημα, τείνει να εισβάλει βίαια στη σφαίρα των δημοκρατικών θεσμών, με τυφλές συγκρούσεις και αυταρχικές απειλές που διαθέτουν (και τα δύο…) ισχυρά κοινωνικά ερείσματα, με απόγνωση και με φόβο. Το μεγάλο διακύβευμα γίνεται η ποιότητα και η ισχύς της Ελληνικής Δημοκρατίας. Από τα οποία θα κριθεί και η νέα αρχιτεκτονική της κοινωνίας και της οικονομίας μας. Αυτά, δηλαδή, με τα οποία δεν έχουμε ασχοληθεί μέχρι σήμερα.