Διακυβέρνηση ή διαχείριση εξουσίας

Χρίστος Αλεξόπουλος 08 Ιαν 2017

Η διαζευκτική διατύπωση του τίτλου του κειμένου σχετίζεται με την ακολουθούμενη πρακτική τουλάχιστον από τα κόμματα, τα οποία ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας μέχρι τώρα και όχι με την αλληλεξάρτηση, που θα έπρεπε να έχουν αυτές οι δύο παράμετροι, ώστε να διασφαλίζεται η προοπτική της χώρας.

Τόσο η διακυβέρνηση όσο και η διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας αποτελούν για το πολιτικό προσωπικό δύο διαφορετικά χωρίς αλληλεξάρτηση πεδία , τα οποία όμως αντίθετα με την ακολουθούμενη πρακτική είναι αποτελεσματικά μόνο, εάν η λειτουργία τους είναι αμφίδρομη και στοχεύει στο σχεδιασμό και στην οικοδόμηση ενός βιώσιμου μέλλοντος, κάτω από την προϋπόθεση βεβαίως, ότι διαθέτουν την δημοκρατική νομιμοποίηση.

Αυτό σημαίνει, ότι οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν τόσο τις προτάσεις των κομμάτων για το μέλλον όσο και τις επιπτώσεις της εφαρμογής τους σε βάθος χρόνου, ώστε να κάνουν τις επιλογές τους και με δημοκρατικό τρόπο να αναθέτουν την ευθύνη διακυβέρνησης και διαχείρισης της εξουσίας στα κόμματα.

Για να είναι αυτό εφικτό, πρέπει το κάθε κόμμα να έχει στρατηγική σε σχέση με την πορεία της χώρας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την προοπτική ολοκλήρωσης του εγχειρήματος, αλλά και σε σχέση με την διαχείριση αυτού του υπερεθνικού μορφώματος σε μια παγκοσμιοποιημένη και ταχύτατα εξελισσόμενη πραγματικότητα.

Παράλληλα είναι απαραίτητη η εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίηση πολυδιάστατων και μακροπρόθεσμων πολιτικών ανά τομέα σε εθνικό επίπεδο, οι οποίες θα κοινοποιούνται προεκλογικά στους πολίτες και θα κρίνονται από αυτούς, ενώ θα γίνονται αντικείμενο πολιτικού διαλόγου μεταξύ των κομμάτων για την αναζήτηση συναινέσεων, ώστε ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα να εκφράζεται η κοινωνική πλειοψηφία στο επίπεδο της διακυβέρνησης.

Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, πρέπει να πληρούνται ορισμένες βασικές προϋποθέσεις τόσο στο επίπεδο της κοινωνίας όσο και σε αυτό του πολιτικού συστήματος.

Κατ’ αρχήν το πολιτικό σύστημα με τις αποφάσεις του και την σχέση, που οικοδομεί, με τα άλλα κοινωνικά συστήματα οριοθετεί σε μεγάλο βαθμό την δυναμική, που αναπτύσσεται στην κοινωνία και συμβάλλει στην δημιουργία του πλαισίου διαμόρφωσης ατομικών και συλλογικών υποκειμένων. Το θέμα είναι, ότι αυτές οι εξελίξεις δεν αποτελούν συνειδητές σε σχέση με το αποτέλεσμα τους πολιτικές αποφάσεις.

Αυτό οφείλεται στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος να παρακολουθήσει την δυναμική της εξέλιξης σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης της κοινωνίας, ώστε να είναι εφικτός ο σχεδιασμός του μέλλοντος. Δεν διαθέτει τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία, ούτε και η δομή των κομμάτων επιτρέπει την οικοδόμηση τους στο εσωτερικό τους.

Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και την αναντιστοιχία της ταχύτητας της ροής του χρόνου και της αργής εσωτερικής εξέλιξης των κομμάτων σε σχέση με την προσαρμογή της δομής τους στη σύγχρονη πραγματικότητα και τις απαιτήσεις της, τότε το πρόβλημα εμφανίζεται ανάγλυφα στις σωστές του διαστάσεις.

Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα η στατικότητα των κομμάτων σε σχέση με την επιτακτική ανάγκη εκσυγχρονισμού τους, ώστε να είναι σε θέση να κυβερνούν και όχι απλά να διαχειρίζονται εξουσία, είναι πολύ εμφανής. Και αυτό δεν αφορά μόνο στα ήδη λειτουργούντα κόμματα.

Ακόμη και οι προσπάθειες για την πολιτική έκφραση και άλλων χώρων αναπαράγουν το ίδιο μοντέλο οργάνωσης. Θεωρούν, ότι το πρόβλημα εξαντλείται στην αναζήτηση πολιτικών προτάσεων, οι οποίες σε γενικευμένο και θεωρητικό επίπεδο μπορεί να θεωρηθεί, πως εκφράζουν το «κοινωνικό συμφέρον», χωρίς όμως να τεκμηριώνεται κάτι τέτοιο και εμπειρικά ή στο πλαίσιο του αναγκαίου πολυδιάστατου σχεδιασμού του μέλλοντος.

Για παράδειγμα ο τομέας της παιδείας, στον οποίο βασίζεται η ανάπτυξη δυναμικής σε πολλά κοινωνικά συστήματα. Η επεξεργασία εκπαιδευτικών προγραμμάτων και ο γενικότερος σχεδιασμός πρέπει να έχουν προοπτική σε μακροπρόθεσμη βάση και ταυτοχρόνως λειτουργικότητα σε σχέση με άλλα κοινωνικά συστήματα και τομείς πολιτικού σχεδιασμού στο πλαίσιο της διακυβέρνησης.

Από την εκπαίδευση επηρεάζεται ο σχεδιασμός της οικονομικής ανάπτυξης και ο βαθμός αξιοποίησης της τεχνολογίας και ιδιαιτέρως της ψηφιακής στο σύνολο των κοινωνικών συστημάτων, από την δημόσια διοίκηση και την κοινωνική ασφάλιση μέχρι την οικονομία.

Ακόμη και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σημερινού ανθρώπου και η πολιτική του λειτουργία εξαρτώνται από την παρεχόμενη εκπαίδευση. Ιδιαιτέρως στη σύγχρονη πολύπλοκη πραγματικότητα η δημοκρατική λειτουργία έχει άμεση σχέση με το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά την διαμόρφωση σκεπτόμενων πολιτών, οι οποίοι είναι σε θέση να κάνουν επιλογές βασιζόμενοι στον ορθολογισμό και όχι στο θυμικό ή στην φαντασιακή λογική της διαφήμισης, πολιτικής ή μη.

Το εκπαιδευτικό σύστημα συμβάλλει επίσης στην οικοδόμηση της πολιτισμικής ταυτότητας των πολιτών μιας χώρας. Ιδιαιτέρως στην περίοδο, που διανύει η ανθρωπότητα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, αυτή η λειτουργία είναι πολύ σημαντική. Συγκεκριμένα από το ένα μέρος διασφαλίζει την πολυπολιτισμικότητα στην παγκόσμια κοινότητα ή στην Ευρώπη και από το άλλο οφείλει να προφυλάσσει από τον εθνικισμό.

Το παράδειγμα της παρεχόμενης εκπαίδευσης αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της σύγχρονης κυβερνητικής λειτουργίας και ταυτοχρόνως δείχνει τις προϋποθέσεις, που πρέπει να πληρούν τα κόμματα, ώστε να είναι ικανά να αναλάβουν την διακυβέρνηση μιας χώρας, η οποία μάλιστα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η συμμετοχή σε ένα υπερεθνικό μόρφωμα, όπως είναι η Ε.Ε., δεν ολοκληρώνεται με την ιδιότητα του μέλους. Αυτό αποτελεί την αρχή για μια ιστορική διαδρομή προς το μέλλον, η οποία προϋποθέτει κόμματα, που κυβερνούν και κοινωνίες, που μπορούν να κατανοούν την πραγματικότητα και τις επιπτώσεις των επιλογών τους σε βάθος χρόνου.

Προϋπόθεση και για τα δύο είναι η ικανότητα τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και των πολιτών να διαλέγονται στο πλαίσιο δημοκρατικών διαδικασιών για το περιεχόμενο και την προοπτική της πορείας τους στην προσπάθεια πραγμάτωσης του κοινωνικού συμφέροντος.

Και αυτό δεν είναι εύκολο, εάν δεν διασφαλίζεται από το ένα μέρος η συγκεκριμενοποίηση και έκφραση του κοινωνικού συμφέροντος από την κοινωνία πολιτών με τις δομές, που διαθέτει και από το άλλο η δρομολόγηση της πραγμάτωσης του από το πολιτικό σύστημα στο επίπεδο της διακυβέρνησης.

Η δυσκολία πολλαπλασιάζεται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι τα κράτη-μέλη ακόμη δεν έχουν απαλλαγεί από την λογική του «εθνικού συμφέροντος», το οποίο δεν ταυτίζεται με το κοινωνικό, αλλά υπηρετεί την αναπαραγωγή ενός μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, που διογκώνει τις κοινωνικές ανισότητες.

Αυτό το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στον τομέα της οικονομίας, αλλά επεκτείνεται και στις ευκαιρίες εξέλιξης των πολιτών, στην κοινωνική κινητικότητα, στα έσοδα, στην περιουσία.

Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο και αποδυναμώνει την κοινωνική συνοχή.

Δημιουργείται η εντύπωση, ότι το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να κυβερνήσει και να πραγματώσει τον ρυθμιστικό ρόλο της πολιτικής στο πλαίσιο της εντολής, που του μεταβιβάζει η κοινωνική πλειοψηφία, για κοινωνική δικαιοσύνη και διασφάλιση του μέλλοντος.

Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τα μεγάλα πλανητικών διαστάσεων σύγχρονα προβλήματα, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και οι ασύμμετρες απειλές, τότε γίνονται ακόμη πιο ορατές οι ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος και ο βαθμός διακινδύνευσης ακόμη και για την προοπτική του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Αρκεί να αναφερθεί, ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν γίνεται πλέον αναφορά στην απόφαση κατανομής στα κράτη-μέλη των 160.000 προσφύγων, που περιμένουν στα υπερφορτωμένα κέντρα υποδοχής της Ελλάδας και της Ιταλίας. Ούτε ολοκληρωμένος σχεδιασμός για την κοινωνική τους ένταξη υπάρχει.

Ενδεικτικά μόνο σε σχέση με τις ασύμμετρες απειλές στην Ευρώπη επισημαίνεται, ότι η Δανία απαγόρευσε την ενεργοποίηση της αστυνομίας της στο πλαίσιο της Europol.

Σε σχέση με την κλιματική αλλαγή και την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ενεργειακής πολιτικής η πρόοδος έχει πολύ κοντά πόδια.

Τέλος πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυσκολιών του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος είναι η αδυναμία του να λαμβάνει αποφάσεις, οι οποίες προλαμβάνουν αρνητικές εξελίξεις και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα στο «σωστό χρόνο». Παρατηρείται μια συνεχής μετατόπιση της λήψης αποφάσεων στο μέλλον, όταν, υποτίθεται, οι συνθήκες θα είναι πιο ώριμες.

Με αυτές τις πρακτικές όμως οι ευρωπαϊκές κοινωνίες απομακρύνονται από την προοπτική της σύγκλισης και ολοκλήρωσης του εγχειρήματος με την πολιτική και οικονομική ενοποίηση. Η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση παραμένει μακρινός στόχος. Όσο δε περνάει ο χρόνος, θα αυξάνεται και η φθορά του ευρωπαϊκού οράματος.

Είναι πλέον εμφανές, ότι το πολιτικό σύστημα όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε ευρωπαϊκό και όχι μόνο, πρέπει να κάνει βαθιές τομές στο εσωτερικό του, ώστε να είναι σε θέση να διεκπεραιώνει την λειτουργία της διακυβέρνησης στο κάθε φορά πλαίσιο αναφοράς της εφαρμοζόμενης πολιτικής (εθνικό, ευρωπαϊκό, πλανητικό). Όπως είναι οργανωμένο τώρα, αυτό είναι σχεδόν ανέφικτο.

Ουσιαστικά τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό αγνοούν την «ταυτότητα» του σύγχρονου πολίτη και τον αντιμετωπίζουν με μηχανιστική λογική. Γι’ αυτό και στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας τον μεταχειρίζονται ως καταναλωτή διαφημιστικού τύπου φαντασιώσεων σε σχέση με το μέλλον.

Μόνο που με αυτό τον τρόπο δεν απευθύνονται σε «υποκείμενα», ατομικά ή συλλογικά και η πολιτική και το πολιτικό σύστημα χάνουν την συνειδητή κοινωνική νομιμοποίηση, ενώ η διακυβέρνηση εκφυλίζεται σε απλή διαχείριση εξουσίας.