Διακρίσεις της βίας

Γιώργος Σιακαντάρης 17 Ιαν 2013

Τι γίνεται σε αυτόν εδώ τον τόπο και πάνω που τα πράγματα φαίνονται κάπου να σταθεροποιούνται, με μεγάλο είναι αλήθεια κοινωνικό κόστος, ξεσπά μια εντελώς παράλογη βία; Μέσα σε μερικές ημέρες κατεγράφησαν 17 επιθέσεις σε γραφεία κομμάτων, σε σπίτια δημοσιογράφων, σε τράπεζες. Σχέδιο αποσταθεροποίησης του πολιτικού μας συστήματος και της δημοκρατίας; Αν είναι σχέδιο, τότε το πρόβλημα είναι μεγάλο αλλά αντιμετωπίσιμο.

Το πρόβλημα έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη αφορά την αποδοχή της βίας, από πολλούς που δεν την ασκούν οι ίδιοι προσωπικά, ως πολιτικής πρότασης και ως μέσου για την επαναστατική αλλαγή. Η νομιμοποίηση αυτής της βίας συνδέεται με την αναφορά και την επίκληση του ισχυρού σοκ που έχουν υποστεί οι έλληνες πολίτες από το Μνημόνιο και την κρίση. Καλώς. Μα τότε πώς ερμηνεύονται τα πριν από το 2009 τρομοκρατικά κτυπήματα; Η απάντηση είναι και εδώ εύκολη. Φταίει η βία του κράτους. Η βία γεννάει βία.

Ποιοι όμως υποστηρίζουν ότι η βία γεννά βία; Οσοι ασκούν τρομοκρατική βία δεν ενδιαφέρονται για τη νομιμοποίησή της, γιατί αυτοί περιφρονούν την ίδια τη δημοκρατία αλλά και τις μάζες τις οποίες επικαλούνται. Οι τρομοκράτες αδιαφορούν για τη γνώμη των μαζών, γιατί αυτές είναι είτε χειραγωγούμενες από τους μηχανισμούς των κυρίαρχων είτε παθητικοί δέκτες της φτώχειας. Οι μάζες χρειάζονται μια εξωτερική δύναμη όχι για να τους κινητοποιήσει αλλά για να τους επιβάλλει το καλό. Χωρίς τη συμμετοχή τους. Στους τρομοκράτες δεν χρειάζoνται η δημοκρατία και η συμμετοχή.

Το πρόβλημα αφορά όσους δικαιολογούν πολιτικά την απλή διαπροσωπική ή ακόμη και την τρομοκρατική βία με το απλό επιχείρημα πως αυτές οι δύο διαφορετικές μορφές βίας αποτελούν την απάντηση στη φτώχεια. Αν όμως η βία είναι η απάντηση στο κοινωνικό ζήτημα, τότε η δημοκρατία, οι εκλογές, οι κυβερνητικές εναλλαγές, ο πολυκομματικός κοινοβουλευτικός και ο κοινωνικός έλεγχος δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας. Αποδέχονται έτσι όχι την ασκούμενη βία, όπως τους κατηγορούν, αλλά κάτι ακόμα χειρότερο: το ίδιο το μήνυμά της. Και αυτό το μήνυμα είναι πως ο κόσμος αλλάζει μόνο με τη χρήση της βίας, ενώ συνάμα η δημοκρατία, αν δεν είναι και αυτή βία, είναι τουλάχιστον το προκάλυμμά της.

Οδηγούνται δηλαδή στο να δεχθούν: α) ότι στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν περιθώρια για ειρηνική επιβολή του δημόσιου αγαθού και β) ότι εξαιτίας αυτής της αδυναμίας οι δημοκρατίες δεν είναι αγαθά πολιτεύματα. Οταν κανείς δικαιολογεί τη βία, όπως την περιγράψαμε, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να απαξιώνει τη δημοκρατία. Ευελπιστώ πως παρά τις ακρότητες που έχουν γραφεί για τον ΣΥΡΙΖΑ – σε εποχή «πολεμικών» αντιπαραθέσεων έγινε και ο γράφων πομπός τέτοιων ακροτήτων -, αυτό το κόμμα ως σύνολο και όχι ως άθροισμα Διαμαντόπουλων (ο βουλευτής που δήλωσε το εξωφρενικά αντιφατικό, πως είναι δηλαδή κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος και συνάμα αναρχικός και άμεσος δημοκράτης) αντιλαμβάνεται ότι η όποια προσπάθεια συμψηφιστικής αιτιολόγησης της διαπροσωπικής βίας και της τρομοκρατίας οδηγεί στην άρνηση της δημοκρατίας.

Εκτός όμως από αυτήν τη διάσταση, το φαινόμενο της βίας έχει και μια άλλη. Αυτή αναπτύσσεται από την πλευρά εκείνων οι οποίοι εξομοιώνουν όλες τις μορφές βίας. Αν όμως όλες οι μορφές βίας είναι ίδιου χαρακτήρα και ποιότητας, τότε όποιος δηλώνει φιλελεύθερος και δημοκράτης οφείλει να οδηγήσει τον συλλογισμό του ώς το τέλος. Και αυτό το τέλος είναι πως ούτε το δημοκρατικό κράτος μπορεί να είναι ο νόμιμος φορέας της οργανωμένης βίας αλλά ούτε η δημοκρατία και οι πολίτες νομιμοποιούνται να αντιδρούν στη βία που τους ασκείται.

Σε αυτή την περίπτωση η εξομοίωση του κακού και της βίας όχι μόνο δεν προστατεύει τη δημοκρατία έναντι των εχθρών της, αλλά κυριολεκτικά την αφοπλίζει. Αυτό το ήξεραν πάρα πολύ καλά ο Τσόρτσιλ και ο Ντε Γκολ, ενώ δεν το ήξεραν ο Κερένσκι το 1917 και οι ηγέτες της Ισπανικής Δημοκρατίας πριν το 1936. Οπως και να το κάνουμε όμως, όσο τραγελαφικός και να είναι ο Διαμαντόπουλος, δεν είναι Κασιδιάρης. Επιτέλους, το φαινόμενο της βίας δεν είναι τόσο απλοϊκό για να το αντιμετωπίσουμε με εξορκισμούς.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, επιστηµονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ