Παλαιότερα το ταξίδι, η περιήγηση και οι διακοπές ήταν μέρος της κουλτούρας και των συνηθειών των αριστοκρατικών τάξεων. Με την πάροδο του χρόνου όμως και την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, οι πρακτικές αυτές μαζικοποιήθηκαν. Ειδικά οι διακοπές αρχικά καθιερώθηκαν για ανάπαυση κυρίως των μαθητών και των μισθωτών, αλλά σταδιακά συμπεριέλαβαν το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. Οι καλοκαιρινές δε διακοπές κλείνουν, ουσιαστικά, την εργασιακή περίοδο του έτους και προετοιμάζουν τη νέα και είναι ο χρόνος αποφόρτισης όλης της έντασης, της κούρασης και της μιζέριας της καθημερινότητας που προηγήθηκε. Για να πραγματωθεί όμως αυτό, για να θεωρηθεί ότι πάει κάποιος διακοπές, πρέπει να αλλάξει παραστάσεις, να φύγει από το εργασιακό και το αστικό του περιβάλλον που καθημερινά τον καταπιέζει, υλικά και συμβολικά, και να βρεθεί σ? ένα άλλο, όπου θα μπορέσει, έστω και για λίγο, να ζήσει όπως θα ήθελε, ελεύθερος, άεργος, έξω από συμβάσεις. Οπως επισημαίνει ο Γερμανός διανοητής και συγγραφέας Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, εκείνος που βρίσκεται σε διακοπές είναι ένα είδος αντεστραμμένου επαναστάτη, ο οποίος επειδή δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αλλάζει κόσμο. Ομως και αυτός ο κόσμος, της προσωρινής έστω διαφυγής, είναι προκατασκευασμένος.
Το μεγάλο κεφάλαιο ή το μικρομεσαίο, ακόμα και αυτό της μικροϊδιοκτησίας, σαν ακρίδα απλώθηκε παντού και καταβρόχθισε κάθε σπιθαμή γης, έχτισε υπερπολυτελή και χλιδάτα ξενοδοχεία ή συχνά τρισάθλια δωμάτια, δημιούργησε εγκαταστάσεις σχεδόν στρατοπεδικού μαζικού τουρισμού (τα περιβόητα all inclusive ξενοδοχεία), «έστησε» απέραντα χορευτικά μαγαζιά, επέβαλε τόπους, τύπους διασκέδασης, πρότυπα και συμπεριφορές. Αυτός ο κόσμος της διαφυγής και των διακοπών ήταν κυρίαρχος την εποχή της ευμάρειας. Αυτός διαφημιζόταν και προωθούνταν με κάθε μέσο, χρηματοδοτούνταν μάλιστα ακόμα και με εκείνα τα απίθανα διακοποδάνεια, τα οποία λάμβαναν αφειδώς όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα αλλά επιθυμούσαν να ζήσουν κυριολεκτικά φανταστικά.
Κάποτε όμως ξέσπασε η κρίση, η φούσκα έσπασε και η ευμάρεια τελείωσε. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού δεν έχουν απασχόληση για να διακόψουν και η οικονομική στενότητα πιέζει ασφυκτικά τα υπόλοιπα. Ο κόσμος των διακοπών, έτσι όπως ήταν κατασκευασμένος μέχρι τώρα, δεν μπορεί να καταναλωθεί και επιπλέον φαντάζει εξοργιστικά κενός. Ισως λοιπόν η παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική κατάρρευση του παλιού κόσμου, παρά τις οδυνηρές ατομικές και συλλογικές συνέπειες, να προσδώσει ένα άλλο νόημα στις διακοπές και να οδηγήσει στην εκ νέου ανακάλυψη του λιτού ταξιδιού, της πραγματικής περιήγησης, της επανακατάκτησης του ελεύθερου χρόνου. Ισως κι αυτό να είναι ένα ακόμη βήμα προς την προσωπική και εθνική αυτοσυνειδησία.