Η προεκλογική περίοδος στο πλαίσιο των εκλογών της 21ης Μαϊου 2023 σε συνδυασμό με τα σύγχρονα προβλήματα, που παράγει η κοινωνία στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης της (π.χ. οικονομία, σύστημα υγείας, εργασιακή απασχόληση, εκπαίδευση κ.λ.π.) και τις απαντήσεις, που πρέπει να δοθούν στο πολιτικό πεδίο με τον σχεδιασμό του μέλλοντος, δείχνουν με μεγάλη σαφήνεια από το ένα μέρος τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες του πολιτικού συστήματος και από το άλλο μέρος σε τι βαθμό η διακυβέρνηση της χώρας αποτελεί εργαλείο για την πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος ή εξαντλείται στην διαχείριση εξουσίας.
Η πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος προϋποθέτει πολιτικό σχεδιασμό και διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, που αντιμετωπίζουν αποφασιστικά και με μακροπρόθεσμη προοπτική τις ανισορροπίες και τις επιπτώσεις τους στους πολίτες όχι μόνο στο παρόν αλλά και σε βάθος χρόνου με στόχο την ευημερία χωρίς αποσταθεροποιητικές κοινωνικές ανισότητες.
Η διαχείριση της εξουσίας, όταν δεν στηρίζεται σε οπτική αντιμετώπισης και άρσης των προβλημάτων καθώς και σε σχεδιασμό της κοινωνικής πορείας με ολιστικού προσανατολισμού πολιτικές, τότε καταφεύγει σε εξιδανικεύσεις και υποσχεσιολογία σε σχέση με το μέλλον, ενώ παράλληλα ηθικολογεί με επικοινωνιακή λογική και στόχο την πρόκληση φθοράς στους αντιπάλους σε κλίμα τοξικής αντιπαράθεσης.
Βέβαια, εάν επιθυμούν τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό να πραγματώσουν το κοινωνικό συμφέρον, τότε αντί να «τσακώνονται» για το αν θα γίνει τηλεοπτικός διάλογος μεταξύ των προέδρων των δυο μεγαλύτερων κομμάτων και με αυτό τον τρόπο να συμβάλλουν στην συρρίκνωση της αξιοπιστίας τους, θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο και λειτουργικό να δίνουν απαντήσεις για τα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα, οι οποίες είναι ρεαλιστικές, αξιόπιστες, τεκμηριωμένες και με βιώσιμο φορτίο στην προοπτική του χρόνου.
Για παράδειγμα η απογραφή του 2021 καταγράφει, ότι οι μόνιμοι κάτοικοι στην Ελλάδα είναι 10.482.487, δηλαδή ο πληθυσμός μειώθηκε 3,1% σε σύγκριση με το 2011. Οι γυναίκες είναι 5.356.510 (51,1%) και οι άνδρες 5.125.977 (48,9%).
Σύμφωνα με το ψηφιακό δελτίο του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας το 2050 ο ευρωπαϊκός πληθυσμός θα περιορισθεί στο 7,3% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ το 1950 ήταν το 22% και σήμερα το 9,5%.
Το 2050 και ο πληθυσμός της Ελλάδας θα έχει μειωθεί κατά 1,3 εκατομμύρια, δηλαδή κατά 12% σε σύγκριση με σήμερα (2023), ενώ η μόνη ηλικιακή ομάδα, που θα αυξάνεται, είναι οι άνω των 65 ετών (από 2,4 εκατομμύρια σήμερα σε 3,15 το 2050, δηλαδή 800.000 άτομα περισσότερα).
Το πολιτικό σύστημα δεν ασχολείται με αυτή την ζωτικής σημασίας ανισορροπία, η οποία έχει πολλές διαστάσεις. Πως θα διασφαλισθούν οι συντάξεις και η κάλυψη των αναγκών στον τομέα της υγείας; Το σύστημα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης θα καταρρεύσουν, εάν δεν κατατεθεί άμεσα μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την διασφάλιση της αναγκαίας επάρκειας πόρων, ο οποίος λαμβάνει υπόψη και τον κίνδυνο μείωσης των θέσεων εργασίας λόγω της αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης με παρενέργεια την μείωση των εισφορών των εργαζομένων.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο και πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμο πολιτικά, αν συνυπολογισθεί, ότι η υπερβολική χρησιμοποίηση αντιβιοτικών στον αγροτοδιατροφικό τομέα έχει οδηγήσει στην εμφάνιση βακτηρίων, ανθεκτικών στο ανοσοποιητικό σύστημα των ανθρώπων, τα οποία μπορούν να περάσουν και στον άνθρωπο με το νερό ή τα τρόφιμα και να κινδυνεύσει η ζωή του.
Ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης Craig Maclean δήλωσε «Καταλήξαμε κατά λάθος να θέσουμε σε κίνδυνο το δικό μας ανοσοποιητικό σύστημα για να αποκτήσουμε πιο παχιά κοτόπουλα». Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έχει επίσης προειδοποιήσει, ότι έως το 2050 μπορεί να πεθαίνουν μέχρι και 10 εκατομμύρια άνθρωποι κάθε χρόνο λόγω της έκθεσης σε παθογόνα υπερβακτήρια.
Στην Ελλάδα η ανισορροπία στον τομέα της υγείας αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, αν ληφθεί υπόψη, ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της κατοικεί σε νησιά, χωρίς να καλύπτεται επαρκώς στον τομέα της υγείας.
Η πραγματικότητα αποκαλύπτεται ανάγλυφη από το κείμενο παραίτησης του γιατρού Θανάση Κοντάρη από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, ο οποίος επέστρεψε το 2018 από την Σουηδία για να υπηρετήσει το ΕΣΥ στην Σέριφο και παραιτήθηκε το 2023.
Οι λόγοι, που τον οδήγησαν στην παραίτηση, καταγράφονται από τον ίδιο και δείχνουν την πραγματικότητα με ρεαλισμό και χωρίς σκοπιμότητες. Συγκεκριμένα επισημαίνει, ότι 1. οι κάτοικοι των μικρών νησιών αντιμετωπίζονται ως πολίτες τρίτης κατηγορίας, 2. Οι ιατρικές υπηρεσίες, που παρέχονται, είναι επισφαλείς για τους κατοίκους και τους επισκέπτες του νησιού ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες λόγω φόρτου εργασίας, αυξημένης επισκεψιμότητας στο νησί και υποστελέχωσης, 3. Η ζήτηση υπηρεσιών υγείας ακολουθεί ανοδική πορεία, η παροχή τους όμως είναι στατική και δεν εκτείνεται σε όλους τους τομείς (π.χ. παιδίατρος, νοσηλευτικό προσωπικό κ.λ.π.) και 4. Οι μετακινήσεις από το νησί σε περιπτώσεις ανάγκης είναι πολύ δύσκολες.
Πολιτικές απαντήσεις με μακροπρόθεσμες λύσεις δεν δίδονται από το πολιτικό σύστημα. Απλά τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό ηθικολογούν ή καλλιεργούν φαντασιώσεις για το μέλλον, το οποίο είναι από τώρα αποκαλυπτικό, αν γίνει συστηματική προσέγγιση και ανάλυση των δεδομένων της πραγματικότητας στην προοπτική του χρόνου. Η ανάληψη της διαχείρισης εξουσίας μόνο δεν επιλύει τα προβλήματα ούτε συμβάλλει στην πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος. Πολύ περισσότερο διευρύνει τις ανισορροπίες και τις καθιστά πολύ δύσκολα διαχειρίσιμες, όσο προχωρούν οι κοινωνίες προς το μέλλον.
Αντί οι πολιτικοί αρχηγοί των κομμάτων να διαχειρίζονται κυρίως επικοινωνιακά την πραγματικότητα, χωρίς να ασχολούνται ουσιαστικά με τα αδιέξοδα και τα προβλήματα, που είναι πλέον ορατά και για τους απλούς πολίτες, ας αλλάξουν άμεσα «πορεία πλεύσης». Η βιωσιμότητα του ανθρώπου και της βιοποικιλότητας το απαιτούν.
Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2022 περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους λόγω των καυσώνων, που έπληξαν την γηραιά ήπειρο. Επίσης η ξηρασία έχει ήδη επιβαρύνει τους αγρότες το 2023 και ο μόνος τρόπος για τον περιορισμό αυτού του φαινομένου είναι η άμεση μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Η ζέστη και η μείωση των βροχοπτώσεων με αποτέλεσμα την ξηρασία το 2022 έπληξαν το ένα τρίτο της Ευρώπης. Στα δυο τρίτα των ποταμών η στάθμη του νερού έπεσε πολύ χαμηλά. Επίσης οι καλοκαιρινές πυρκαγιές προκάλεσαν τις υψηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα τα τελευταία 15 χρόνια, ενώ στις Άλπεις έλιωσαν τεράστιες ποσότητες πάγων. Τα τελευταία πέντε χρόνια η μέση θερμοκρασία ήταν 2,2 βαθμούς Κελσίου υψηλότερη από την προβιομηχανική εποχή.
Συγκλονιστική είναι η δήλωση του Mauro Facchini, επικεφαλή της υπηρεσίας της ΕΕ Copernicus, ότι «Έχουμε όλο και περισσότερο ακραία φαινόμενα στην Ευρώπη. Ο καθένας από εμάς μπορεί να το επιβεβαιώσει». Ανάλογο ενδιαφέρον έχει και η δήλωση της Rebecca Emerton, επικεφαλή της έκθεσης C3S, ότι «Δεν μπορούμε να σταματήσουμε αυτές τις κλιματικές επιπτώσεις, μπορούμε μόνο να τις περιορίσουμε μειώνοντας γρήγορα τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου».
Το μέγεθος της κλιματικής ανισορροπίας είναι ακόμη πιο μεγάλο, αν λάβουμε υπόψη, ότι την 10ετία 2013 έως 2022 η στάθμη των θαλασσών κατέγραψε άνοδο με διπλάσια ταχύτητα από αυτήν της 10ετίας1993 έως 2002. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό (World Meteorological Organization) το λιώσιμο των παγετώνων και η υπερθέρμανση των ωκεανών, που προκαλεί διαστολή του νερού, συνέβαλαν στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά 4,62mm ετησίως από το 2013 έως το 2022.
Και ενώ αυτά (και πολύ περισσότερα) συμβαίνουν, αντί να δρομολογεί διάλογο με τους πολίτες στο πεδίο των τοπικών κοινωνιών η σύγχρονη πολιτική επικοινωνία αξιοποιεί τις δυνατότητες των ηλεκτρονικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. YouTube, Facebook, TikTok) με διαφημιστική λογική.
Αυτό παραπέμπει σε επικοινωνιακή οπτική, η οποία στηρίζεται στην εντύπωση, που προκαλείται από την ένδυση, το ύφος μέχρι και την γλωσσική έκφραση. Το περιεχόμενο του «πολιτικού λόγου» δεν παίζει ρόλο και για αυτό υποκαθίσταται από επικοινωνιακές στοχεύσεις. Εξάλλου ο διαθέσιμος χρόνος δεν είναι επαρκής για ουσιαστική και σε βάθος προσέγγιση και ανάλυση του ως προς τις επιπτώσεις των πολιτικών προγραμμάτων στην πραγματικότητα (π.χ. μείωση του πληθυσμού με παράλληλη αύξηση των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών και επιπτώσεις στην κοινωνική ασφάλιση κ.λ.π.).
Είναι εμφανές, ότι το κοινωνικό συμφέρον δεν μπορεί να οριοθετείται από την ευημερία στα όρια του χρόνου διακυβέρνησης (4ετία) και του βιολογικού χρόνου αλλά στην προοπτική του μέλλοντος. Αυτό σημαίνει, ότι στην πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας πρέπει να συμμετέχει με την πολιτική της εκπροσώπηση η κοινωνική πλειοψηφία και όχι η μειοψηφία του πρώτου κόμματος σε ψήφους, όταν μάλιστα στο όνομα της κυβερνησιμότητας δημιουργούνται και τεχνητές πλειοψηφίες (δώρο εδρών στο πρώτο κόμμα).
Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτή την οπτική, διότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να κάνουν τα κόμματα διάλογο και να καταλήγουν σε συμβιβασμούς και συναινέσεις, ώστε να εκφράζεται η κοινωνική πλειοψηφία στο επίπεδο διακυβέρνησης.
Τα αίτια δεν έχουν σχέση μόνο με την οπτική της μονοδιάστατης έκφρασης και επιβολής συμφερόντων κοινωνικών μειοψηφιών σε συνδυασμό με την αδυναμία να κάνουν διάλογο, αλλά συνδέονται και με την ανισορροπία μεταξύ των παγκόσμιας εμβέλειας προβλημάτων, που προκάλεσε η δραστηριότητα των κοινωνιών στον πλανήτη (π.χ. κλιματική αλλαγή, επικίνδυνη συρρίκνωση των φυσικών πόρων, μαζική μετακίνηση πληθυσμών κ.λ.π.) και του πολιτικού σχεδιασμού και ελέγχου της δυναμικής της εξέλιξης σε εθνικό επίπεδο, ενώ αυτό είναι εφικτό μόνο, αν συνδέεται και με πλανητικών διαστάσεων ρυθμίσεις.
Επίσης η πραγματικότητα είναι τόσο πολύπλοκη, που το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να την ελέγχει τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που έχει. Αρκεί να ληφθούν υπόψη ο τρόπος και τα κριτήρια επιλογής των υποψηφίων βουλευτών (π.χ. αναγνωρισιμότητα, άτομα εμπιστοσύνης για την ηγεσία κ.λ.π.) καθώς και η εθνική οπτική τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο και θα αναδειχθούν οι αιτίες για την αδυναμία λειτουργικής και βιώσιμης διαχείρισης της πραγματικότητας και ανάλογου πολιτικού σχεδιασμού.
Έτσι ο πολιτικός διάλογος, δηλαδή οι παράλληλοι μονόλογοι των πολιτικών προσώπων και των κομμάτων, εξαντλείται σε χαρακτηρισμούς των αντιπάλων, οι οποίοι στοχεύουν στην υποβάθμιση τους. Για αυτό χρησιμοποιούνται «λεκτικές τσαχπινιές» (π.χ. κυβέρνηση ηττημένων) ή αρνητικοί χαρακτηρισμοί ως προς τους στόχους, που υπηρετούν οι αντίπαλοι. Εκείνο, που δεν προωθούν, είναι ο διάλογος με σημείο αναφοράς τα προγράμματα τους. Οπότε είναι πολύ φυσιολογικό, ο ρόλος τους να εξαντλείται στην διαχείριση εξουσίας και να μην ολοκληρώνεται με την πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος.