Την τελευταία δεκαετία, η μικρή μας χώρα δανείστηκε πάνω από 300 δις για την ικανοποίηση «αναγκών» της. Με ταυτόχρονη ιδιωτική κατανάλωση περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από τις άλλες χώρες. Αν προσθέσουμε και τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης από την Ευρώπη, τα μεγέθη προκαλούν ιστορικό δέος. Δύσκολα θα μπορέσεις να το συναντήσεις, από κάθε οπτική (γεωγραφική, ιστορική, μεγέθους κ.λπ.), σε άλλη οικονομία. Προφανώς, μια κριτική που θα είχε νόημα, θα ήταν αποτέλεσμα της αξιολόγησης των επιδόσεων και αποδόσεων, από τη χρήση αυτών των ποσών. Ποσά που διοχετεύθηκαν σε επενδύσεις, σε αναδιαρθρώσεις, σε άυλα περιουσιακά στοιχεία (εκπαίδευση, πολιτισμός, έρευνα κ.λπ.), σε κατανάλωση. Ανάλογα με την κατεύθυνση, κρίνεται και ο βαθμός ενοχής αυτών των δαπανών. Η διάκριση της αναλογίας στην κατανομή, όπου διοχετευόταν οι ροές για αύξηση του χρέους, πριν από τους ολυμπιακούς και μετά τους ολυμπιακούς αγώνες, δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους στην κριτική μας. Δεν θα αμφέβαλε κανείς για την ανάγκη ορθολογικής διαχείρισης και μη σπατάλης, ανεξαρτήτως περιόδου. Διαφορετικό όμως είναι το χρέος που διοχετεύεται για επενδύσεις που θα «αποσβεσθούν» στο πέρασμα του χρόνου και άλλο το χρέος προς καταναλωτικές ροές.
Η περίοδος μέχρι τους ολυμπιακούς, είναι περίοδος των έργων και των υποδομών, ανεξαρτήτως αν συμφωνεί κανείς με την προτεραιότητα για την ανάληψη των αγώνων από τη χώρα και την μετέπειτα αξιοποίηση αυτών των υποδομών. Τα ποσά της διαρροής προς σκοπούς εκτός των έργων αυτών, όπως οι «συμβουλευτικοί», διαφημιστικοί, κ.λπ. αντίστοιχοι, εντάσσονται βεβαίως στις μη αποδοτικές και τελικά αντιπαραγωγικές δαπάνες…
Η περίοδος όμως μετά τους ολυμπιακούς, μπορεί στο σύνολό της να κριθεί ως η περίοδος της αποεπένδυσης. Πολλοί υποστηρίζουν πως διαφορετική θα ήταν η παρούσα κατάσταση, αν υπήρχε μια μικρή επενδυτική προσπάθεια και σε αυτήν την περίοδο. Αναμφίβολα είναι δύσκολο να βάλει κανείς σαφές φράγμα στις δύο αυτές περιόδους. Η κεκτημένη ταχύτητα των θετικών και αρνητικών στοιχείων από τη μία περίοδο, επηρεάζει σε πολλά επίπεδα και την επόμενη.
Παθογένειες κοινές του μεταπολιτευτικού βίου, ήταν γνωστές και είχαν επισημανθεί από την αρχή της δεκαετίας. Αλλά στο σύνολο του δημόσιου λόγου (όχι μόνο των κυβερνώντων), υπήρξε απομόνωση για όσους τα έθιγαν. Τους έβγαζαν εκτός παιχνιδιού. Επιστήμονες, δημοσιογράφους, πολιτικούς (κάθε κόμματος), συνδικαλιστικές φωνές, τοπικοαυτοδιοικητικές συμβολές, μη κυβερνητικές οργανώσεις, πολίτες…
Όσα με υποκριτική έκπληξη «μαθαίνουμε» τώρα τελευταία, για το μέγεθος της άμεσης και έμμεσης διαφθοράς μεγάλης μερίδας πολιτών, δεν είναι καινούργια. Μας είχαν προειδοποιήσει. Μας είχαν χτυπήσει την καμπάνα. Λένε ψέματα όσοι σήμερα εκφράζουν την έκπληξή τους, συνοδευόμενη από τη σχετική δόση αγανάκτησης. Ιδιαιτέρως οι φίλοι εκ του μιντιακού συστήματος, το οποίο αποτέλεσε θεραπαινίδα της ηγεμονίας του ανορθολογισμού. Όχι μόνο δεν υπηρετούσαν την αλήθεια, αλλά συμμετείχαν σε ένα πάρτι που οδηγούσε τη χώρα στη σημερινή κατάσταση. Λειτουργούσαν σαν μια αδίστακτη συντεχνία, με μειωμένο ακόμη και το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Όσο και αν στο χώρο επικράτησε η ημιμάθεια, γνώριζαν εδώ και χρόνια ότι η χώρα μας έπρεπε να προχωρήσει σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, όπως είχαν κάνει τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη εδώ και καιρό. Αυτήν την προοπτική υπονόμευσαν, δείχνοντας τυφλή υπακοή στις εφήμερες σκοπιμότητες των αφεντικών και ηγέτιδων νοοτροπιών του χώρου…
Η ευρωπαϊκή κοινότητα μας χρηματοδότησε με τεράστια ποσά για να προχωρήσουμε ομαλά σ’ αυτές τις αλλαγές. Αυτές υπονομεύτηκαν από το όλον σύστημα. Και από τους εκτελεστές αποφάσεων και από αυτούς που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων και από αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις.
Ενιαίο σύστημα αλληλοϋποστήριξης. Επικρατούσα αντίληψη η κλεπτοκρατία. Στη βάση, οι κάθε είδους πελατειακές σχέσεις. Όχι μόνο οι πολιτικές, αλλά και οι απλές. Οι «τυφλοί», ή οι αδειοδοτηθέντες «ασθενείς» του όποιου νησιού, ήταν, κυριολεκτικά, πελάτες των γιατρών τους, με σχέσεις κλεπτοκρατίας και εν γένει γνωστές στις μικρές κοινωνίες μας. Διορισμοί στο δημόσιο, επιδόματα, υψηλοί μισθοί, πρόωρες συντάξεις, παχυλά εφάπαξ, προνόμια που δίνει το κράτος σε επαγγελματικές ομάδες, βιομηχανία καταπατήσεων και αυθαιρέτων, εκτεταμένη φοροδιαφυγή, είναι το αντάλλαγμα μιας κλεπτοκρατικής δομής ενός πελατειακού κράτους. Επιβίωσε γιατί πιστεύανε, οι έχοντες φωνή, πως ήταν οι «ωφελημένοι». Εξασφάλιζε, τουλάχιστον μέχρι λίγο πριν, συνενοχή. Γι’ αυτό και η ισορροπία για την επιβίωση αυτού του διεφθαρμένο συστήματος.
Βασική αιτία, αναμφίβολα ήταν ο κρατισμός, που λειτουργούσε χωρίς τα αναγκαία αμορτισέρ του. Τις ρυθμιστικές αρχές, τις ανεξάρτητες αρχές, την κοινωνία των πολιτών και τους θεσμούς τους, τις αδέσμευτες και ανεξάρτητες μη κυβερνητικές οργανώσεις. Αυτός απέτυχε, χωρίς να κρύψουμε πως βόλευε, εις βάρος των άλλων, αρκετούς από όσους προαναφέραμε. Την αποτυχία αυτή τη βιώνει ως σύνολο η κοινωνίας μας σήμερα. Ας μη βιώσουμε και τη βία της απορρύθμισης των πάντων. Γι’ αυτά, δεν μας υποχρεώνει κανένα μνημόνιο. Ας μιλήσουμε προγραμματικά.
*Ο Κωνσταντίνος Χλωμούδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά.