Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «σκάνδαλο της Novartis» πρέπει να διαλευκανθεί από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και να αποδοθούν ευθύνες εκεί που υπάρχουν. Ωστόσο, τις τελευταίες μέρες, παρακολουθούμε μια πρωτόγνωρη διαδικασία συνολικής απαξίωσης της πολιτικής: φήμες, απειλές για το «σκαμνί», οσμές από το «βρώμικο ‘89», ηθικολογίες και καταγγελίες για τους «διεφθαρμένους πολιτικούς». Όλα δείχνουν πως οδηγούμαστε σε μια γενικευμένη θεσμική κρίση, την ώρα που η χώρα θα έπρεπε να στηρίζεται σε μια ελάχιστη συναίνεση για να αντιμετωπίσει την επόμενη μέρα των Μνημονίων. Δυστυχώς, μέχρι τώρα, η κυβέρνηση δεν χρεώνεται μόνο την εξόφθαλμη και σχεδόν γελοία παραβίαση της δικονομικής διαδικασίας αλλά και την εργαλειοποίηση του πολιτικού στιγματισμού των αντιπάλων της.
Το σήμα που εκπέμπεται («είναι όλοι ύποπτοι») προδιαγράφει μια πολωτική προεκλογική αναμέτρηση, στην οποία η πρώτη παράπλευρη απώλεια θα είναι η σύγχυση των πολιτών ανάμεσα σε αυτό που είναι η υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος (εν προκειμένω, η προστασία του αγαθού της υγείας) και στις προσωπικές προθέσεις, στα ατομικά κίνητρα, στην ιδιωτική αυθαιρεσία, στις ανθρώπινες αδυναμίες. Όποιος νομίζει όμως πως η δημόσια ηθική ταυτίζεται με την ενδεχόμενη ποινική τιμωρία ορισμένων προσώπων δεν παίζει απλώς ένα παιχνίδι τακτικισμού αλλά συμβάλλει στη δημαγωγική αποκαθήλωση της ίδιας της πολιτικής. Περιττό να ειπωθεί ποιος θα είναι ο κερδισμένος από όλο αυτόν τον αντι-πολιτικό λαϊκισμό, που ιεραρχεί κατά το δοκούν τον σκοπό και τα μέσα: ενίοτε τα «καθαρά χέρια» νίβουν το πρόσωπο της ακροδεξιάς και πάντως ενισχύουν το έλλειμμα της δημοκρατικής εκπροσώπησης. Ποιος θα θελήσει στο τέλος να πάει στην κάλπη για να ξεπλύνει τη «βρωμιά της πολιτικής»;
Ένα βασικό επιχείρημα της διακυβέρνησης από την «πρώτη φορά» Αριστερά ήταν η ηθική δικαιολόγηση της εξουσίας (το «ηθικό πλεονέκτημα») καθώς και μια ιδιάζουσα εκ-νομίκευση της πολιτικής διαφωνίας. Η καταχρηστική ατάκα «είμαστε κάθε λέξη του Συντάγματος» αφορούσε μεροληπτικά μόνο τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ οι κραυγές του κ. Πολάκη για το πώς θα στείλει όλους τους αντιπάλους του στη φυλακή αφορούν κυρίως την αντιπολίτευση. Έως τώρα, η κυβέρνηση συναίρεσε αυτά τα δύο επιχειρήματα σε μια ενιαία ρητορική, προβάλλοντας στο δημόσιο λόγο τη διαιρετική γραμμή ανάμεσα σε αυτούς που είναι αγνοί και αδιάφθοροι και σε αυτούς που κυβέρνησαν επί σαράντα χρόνια και βαρύνονται με σκάνδαλα. Κάπως έτσι φιλοτεχνήθηκε ο μύθος του αριστερού «ηθικού πολιτικού» που εκπροσωπεί προνομιακά δήθεν το δημόσιο συμφέρον, σε αντίθεση με τους «πολιτικούς του κατεστημένου» που φτιάχνουν την καριέρα τους εξυπηρετώντας αδιαφανή και ιδιοτελή συμφέροντα. Το κυνήγι των σκανδάλων παγίδευσε τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια «αποκαλυπτική» διάσταση της πολιτικής. Παρ’ όλο που μέχρι τώρα δεν έχουμε δει χειροπιαστά και θεαματικά αποτελέσματα αυτής της κάθαρσης, αυτό που κυρίως πέτυχε η κυβέρνηση ήταν να καθιερώσει στο δημόσιο χώρο μια νέα αντίληψη για τη Δικαιοσύνη ως επιθετικό και συχνά ελεγχόμενο όπλο απέναντι στην αντιπολίτευση. Με προφανείς παρεμβάσεις και διακριτικές υποδείξεις που υποβαθμίζουν τη διάκριση των εξουσιών, η κυβέρνηση δημιούργησε ένα αγχώδες αίσθημα τεχνητής και άμεσης αποκατάστασης της αδικίας.
Το απλουστευτικό πρόσταγμα «αποκάλυψη τώρα», μια επικοινωνιακή καρικατούρα διαφάνειας που αγνοεί την ίδια τη νομική περιπλοκότητα των σκανδάλων, αποτελεί πλέον το βασικό κριτήριο για την απολύμανση των ηθικών πληγών του παρελθόντος. Σε αυτή τη διάφανη αρένα, η βαρβαρότητα της σπίλωσης προσώπων είναι μόνο η μία όψη του προβλήματος. Η άλλη όψη αφορά την ίδια τη Δικαιοσύνη. Το κράτος δικαίου δεν συνδέεται απλώς με τη δημοκρατία? ταυτίζεται με τη λειτουργία της καθώς αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για το τυπικό και συμβολικό κύρος της διακυβέρνησης, ακριβώς επειδή απορρέει από την πολιτειακή ηθική της ευθύνης. Καθώς εξελίσσεται το «σκάνδαλο της Novartis», αυτό που παρατηρούμε είναι πως πλήττονται καθημερινά θεσμοί, οι οποίοι συνδέονται άμεσα με την απαίτηση των πολιτών να δώσουν νόημα στην πολιτική τους εκπροσώπηση και προστασία. Η Δικαιοσύνη, όπως άλλωστε και η Υγεία, δεν είναι συμβατές με περιστασιακές ιδεολογικές χρήσεις και ευκαιριακές συγκρούσεις. Η σκανδαλολογία δεν είναι πάντα το προνομιακό πεδίο μιας ηθικής μάχης. Μπορεί και να γίνει το τελευταίο καταφύγιο της πολιτικής απελπισίας μιας κοινωνίας, που σε λίγο θα νομίζει πως ο «Μάξιμος Σαράφης», η «Αικατερίνη Κελέση» και ο «Γιάννης Αναστασίου» είναι ήρωες σε καθημερινό τηλεοπτικό σίριαλ.