Κοντά δύο χρόνια τώρα το Μνημόνιο είναι η μεγάλη τάφρος που χωρίζει τη χώρα στα δύο, ξεχωρίζει τους «καλούς» από τους «κακούς» και προσδιορίζει το πεδίο κάθε πολιτικής μάχης.
«Οι επόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν, θα είναι μια αντιπαράθεση μνημονιακών – αντιμνημονιακών», επαναλαμβάνουν από το 2010 πολλοί αναλυτές, υπολογίζοντας ότι ο κ. Σαμαράς, χάρη στην αρνητική του ψήφο στο πρώτο Μνημόνιο, θα ηγεμόνευε στο συντριπτικά πλειοψηφικό «αντιμνημονιακό» μπλοκ. Υποθέτω ότι μετά την επεισοδιακή ψηφοφορία της περασμένης Κυριακής όλοι αντιλαμβάνονται πια πως η πρόγνωση διαψεύδεται. Οι εκλογές που έρχονται – στις 29 Απριλίου; – δεν θα είναι, στο κέντρο τουλάχιστον της σκηνής, μια τιτανομαχία μνημονιακών – αντιμνημονιακών, με τη ΝΔ σταυροφόρο του αντιμνημονιακού αγώνα. Η αφήγηση – όπως θα έπρεπε εξαρχής να το περιμένουμε – αλλάζει…
Αυτό δεν σημαίνει ότι αναγνωρίζεται η σοφία του Μνημονίου ούτε προκύπτει ως αποτέλεσμα της επιτυχίας της συνταγής του. Κάθε άλλο. Οι αριθμοί παραμένουν αμείλικτοι: Στη διετία αυτή η Ελλάδα με αιματηρές και εν πολλοίς άδικες περικοπές κατόρθωσε να μειώσει το πρωτογενές της έλλειμμα (δηλαδή το δημοσιονομικό έλλειμμα χωρίς να υπολογίζονται οι τόκοι που πληρώνουμε) από περίπου 25 δισ. το 2009 σε μόλις 5 δισ. εφέτος. Αυτή η μείωση, κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, είναι τεράστια, ίσως η μεγαλύτερη που έχει πετύχει οποιαδήποτε χώρα στην ιστορία σε τόσο σύντομο χρόνο και σε συνθήκες τόσο υφεσιακού οικονομικού περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα όμως το εθνικό εισόδημα μειώθηκε κατά 15%, η ανεργία έφθασε στο 20% και το χρέος – το αφετηριακό πρόβλημα δηλαδή -, αντί να μειωθεί, εκτοξεύθηκε από 126% του ΑΕΠ το 2009 σε 160% το 2011 και θα χρειαστεί μια περίπλοκη και μεγάλη επιχείρηση διαγραφής του χρέους, για να επιστρέψει το 2020 στα ποσοστά του μοιραίου 2009. Γκραν σουξέ!
Οχι, λοιπόν. Η συνταγή του Μνημονίου – όπως θα έπρεπε εξαρχής να περιμένουμε – δεν τηρεί τις υποσχέσεις της, δεν αποδίδει τα αποτελέσματα που διαφήμιζαν οι συντάκτες της, κλονίζει ακόμη περισσότερο, αντί να αποκαθιστά, την περιλάλητη «εμπιστοσύνη των αγορών». Ούτε στην τζαναμπέτισσα και «χύμα» Ελλάδα ούτε, για παράδειγμα, και στην καλύτερα οργανωμένη και υπάκουη Πορτογαλία.
Αλλά την ώρα που η προβληματική συνταγή του Μνημονίου αποδεικνύει στην πράξη την αποτυχία της και αποκηρύσσεται από όλο και περισσότερους στο ευρωπαϊκό και διεθνές πεδίο, η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα – μαζί και η ατζέντα των εκλογών που έρχονται – τείνει να μετατοπιστεί από το αρχικό, κυρίαρχο αλλά απλουστευτικό δίλημμα «ναι ή όχι στο Μνημόνιο» προς άλλα πιο σύνθετα και πιο πραγματικά ερωτήματα.
Το πρώτο ήδη τέθηκε με σαφήνεια την περασμένη Κυριακή στη Βουλή: «Αντιμετωπίζουμε την κρίση και διαχειριζόμαστε τον κίνδυνο μιας ελληνικής κατάρρευσης εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, αποδεχόμενοι το πλαίσιο των εταίρων-δανειστών, διαπραγματευόμενοι μαζί τους, ακόμη και αν οι σημερινοί πολιτικοί συσχετισμοί στην Ευρώπη κάνουν το πλαίσιο αυτό επώδυνο, άδικο και αναποτελεσματικό, ή διακινδυνεύουμε να αναζητήσουμε τη μοίρα μας μόνοι, εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου;». Μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα δόθηκε με τη δύσκολη ψήφο των βουλευτών. Αλλά το ερώτημα θα ξανατεθεί με ένταση στις εκλογές.
Είναι και ένα δεύτερο ερώτημα, το οποίο ακόμη δεν έχει τεθεί στη δημόσια συζήτηση: «Ανεξάρτητα από τις υποδείξεις των εταίρων-δανειστών, είτε αυτές υπακούουν στα συμφέροντά τους είτε στον οικονομικό τους δογματισμό, ποιο σχέδιο έχουμε εμείς να προτείνουμε και ποιες μεταρρυθμίσεις να υποστηρίξουμε, ώστε μέσα από την κρίση η Ελλάδα να αλλάξει θεσμικό και παραγωγικό πρότυπο και να βρει μια καλύτερη θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας;».
Πείτε με αθεράπευτα αισιόδοξο, αλλά ελπίζω ότι στην παράξενη εκλογική μάχη που έρχεται το ερώτημα θα τεθεί. Και ότι η συζήτησή του θα διεξαχθεί με πραγματικούς όρους αντιπαράθεσης Δεξιάς – Αριστεράς, αντί για αυτή τη φαντασιακή και παραπλανητική αντιπαράθεση «παιδί-φάντασμα εναντίον τροϊκανού κατακτητή», με την οποία ζούμε δύο χρόνια τώρα, σβήνοντας τις πραγματικές διαχωριστικές γραμμές και συσκοτίζοντας τα πραγματικά διλήμματα.