Διαβάζοντας το «ματωμένο βιβλίο»

Κώστας Κούρκουλος 17 Μαρ 2014

Το διάβασα. Ολόκληρο μάλιστα. Και δεν φταίει γι’ αυτό ο ψυχαναγκασμός του αναγνώστη, αλλά η επαγγελματική διαστροφή. Μόλις όμως το τέλειωσα, αμέσως αισθάνθηκα την ανάγκη να βγάλω αυτά που «είδα», για να ξαλαφρώσω. Γιατί, όπως έχει ειπωθεί από έγκυρα χείλη, «υγεία μου είναι αυτά που μπορώ να πω».

.

Είναι αυτονόητο όμως ότι δεν θα αναφερθώ στην «ιδεολογία» – καταχρηστικός ο όρος «ιδεολογία» – την οποία προπαγανδίζει το βιβλίο. Διότι, σε κάθε στοιχειωδώς ώριμη κοινωνία, έχουν απαντηθεί αμετάκλητα τα ερωτήματα που γέννησε η τρομοκρατία.

.

Όπως ακριβώς έχουν απαντηθεί για τον καθένα που άφησε πλέον πίσω του τη νηπιακή ηλικία – εφ’ όσον βεβαίως δεν είναι διαταραγμένος ή δεν ονειρεύεται – τα ερωτήματα αν μπορεί την ίδια στιγμή να είναι και χτες και αύριο, αν μπορεί να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δύο τόπους ή αν μπορεί κάποιος να είναι και άνθρωπος και φίδι κ.ο.κ.

.

Που πάει να πει ότι με τον ίδιο τρόπο, ο κάθε ώριμος άνθρωπος αντιλαμβάνεται – υπό τον όρο πάντοτε ότι δεν είναι διαταραγμένος – ότι δεν μπορείς  να ισχυρίζεσαι ότι εγκαθιδρύεις ένα δημοκρατικό καθεστώς και ταυτόχρονα να αυτοανακηρύσσεσαι: α) Σε νομοθέτη, που ορίζει ποιος έχει δικαίωμα να ζήσει και ποιος έχει υποχρέωση να πεθάνει. β) Σε δικαστή, που δικάζει με βάση το δικό του νόμο. γ) Σε δήμιο που εκτελεί τις θανατικές ποινές που ο ίδιος επέβαλε και δ) Σε υμνητή του εαυτού σου, συκοφάντη των θυμάτων σου και περιφρονητή των οικείων τους.

.

Ή, για να το προχωρήσουμε με τη βοήθεια του Καστοριάδη, δεν μπορείς να επικαλείσαι τη δημοκρατία, της οποίας πυρήνας είναι η συμμετοχή των πολιτών στην διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων, ενώ μετατρέπεις τις δημόσιες αυτές υποθέσεις, σε «τόπο κυνηγιού μιας επιτροπής δημόσιας σωτηρίας», περιθωριοποιώντας έτσι την κοινωνία στη θέση του θεατή των υποθέσεών της. Πράγμα που σημαίνει ότι και αυτός που επικαλείται την επανάσταση, αντιλαμβάνεται ότι, για όλους αυτούς τους λόγους, «η τρομοκρατία είναι η κατ’ εξοχήν αποτυχία της επανάστασης». (Καστοριάδης, «Η επανάσταση μπροστά στους θεολόγους»).

.

Ας έρθουμε στο βιβλίο. Είναι μία αφόρητη επανάληψη των μεγαλόστομων κοινοτοπιών, που περιείχαν οι προκηρύξεις. Με την πρώτη ματιά καταλαβαίνει κανείς ότι γράφτηκε με σκοπό να μην ειπωθεί τίποτε καινούργιο. Εν τούτοις υπόρρητα – συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει σημασία – του διαφεύγουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα. Επισημαίνω κάποια επιγραμματικά:

.

1) Παραπέμποντας στο ήθος της «πάνω πλατείας» και στις διακηρύξεις ακροδεξιών εκκλησιαστικών ταγών, ταυτίζεται απόλυτα με το λεγόμενο βαλκανικό «ορθόδοξο τόξο». Έτσι, σαν τον τελευταίο θερμοκέφαλο καλόγερο, αναφέρεται μέχρι και σε «….εγκλήματα εθνοκάθαρσης των μουσουλμάνων κατά των Σέρβων».

.

2) Αλλά και στο θέμα των Ιμίων, ταυτίζεται με την παράνοια κάθε ψεκασμένου και κάθε πρώϊμου χρυσαυγίτη, που ζητούσε να γεμίσουμε το Αιγαίο με φέρετρα. (Θυμίζω ότι στην Τουρκία οι καθοδηγητές της εθνικιστικής υστερίας που οδήγησε στα Ίμια, βρίσκονται και γι’ αυτό το λόγο φυλακή). Μόνον στις επετειακές «λαοσυνάξεις» της ΧΑ δεν μας καλεί να παρευρεθούμε, για να καταγγείλουμε την προδοσία, που δεν επέτρεψε να αναδειχθούν καινούργιοι τουρκοφάγοι.

.

3) Τέλος, όπως ο κάθε ψεκασμένος που σέβεται τον εαυτό του, προβάλλει απροκάλυπτα τις θεωρίες συνωμοσίας τύπου Καμμένου για τους κακούς ξένους, αναφερόμενος μέχρι και στη «λέσχη Μπίλντεμπεργκ».

.

4) Ως αυτόκλητος «προστάτης του λαού», περιφρονεί το λαό. Διότι άλλο Αυτός, άλλο ο λαός. Άλλωστε, τι σόϊ προστάτης θα ήταν, αν δεν υποτιμούσε τον προστατευόμενο; Η περιφρόνηση αυτή αναδύεται και από τη μεγαλοψυχία που επιδεικνύει, όταν κατεβαίνει από το θρόνο του και αναμειγνύεται με το λαό!!! «Πόσες φορές περπατώντας ανάμεσα στο λαό, λαός και μεις….», γράφει. Αλλού, υποδηλώνοντας ότι ο ίδιος βρίσκεται ψηλά, ενώ ο «λαός» χαμηλά στη γη (στη β΄εθνική), μιλάει για «γείωση με τη λαϊκή ψυχή».

.

5) Παρ’ ότι η ιστορία – κατά τον επιτυχέστερο ορισμό της –  δεν είναι τίποτε άλλο, παρά «οι πράξεις των ανθρώπων, που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς», εν τούτοις μιλάει συνεχώς για την «αίσθηση της   ιστορίας», την οποία διαθέτει ο ίδιος και οι δικοί του. Που πάει να πει πως – εντελώς μεταφυσικά – όρισε την ιστορία ως κάποιο μαγικό και αυθύπαρκτο ον, γνωστό μόνο στο ιερατείο των μυημένων, που «..μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της». (Η φράση δεν είναι δική του, αλλά του Μαρξ, όταν επισημαίνει τι δεν είναι ιστορία). Και όχι μόνον, αλλά με την «αίσθηση της ιστορίας» που κατέχει, ως μυημένος δηλαδή, ακούει και φωνές, μια και αφουγκράζεται συνεχώς τη «βουή της ιστορίας». Είναι ακριβώς η ιδιότητα που του δίνει το δικαίωμα στη ζωή και στο θάνατο των άλλων.

.

6) Και αφού απέκτησε την «αίσθηση της ιστορίας» κι ακούει και τις φωνές της, ήταν φυσιολογικό να οδηγηθεί και στο ψώνισμα. Ισχυρίζεται λοιπόν ότι ο «λαός», προτού ακόμα παραδοθεί, τον έκανε τραγούδι, το οποίο άκουσε ενώ κρυβόταν!!!! «Με κυνηγάνε σα θεριό και σα το Κουφοντίνα», γράφει.

.

7) Επαναλαμβάνει συνεχώς τη λέξη «εκτέλεση». Αυτό και μόνο προδίδει την εμμενή ταύτισή του με την πιο κτηνώδη ορολογία της εξουσίας. Διότι είναι μια λέξη βγαλμένη από τα έγκατα της απόλυτης και κυρίως της ετερόνομης εξουσίας, πάνω στην ανθρώπινη ζωή. Θυμίζουμε όμως, ότι με την εκτέλεση ταυτίζεται αναγκαστικά ο δήμιος.

.

8) Το τρομακτικό όμως σ’ αυτό το βιβλίο, είναι η απόλυτη συναισθηματική μόνωση του συντάκτη του, από τους φόνους που ο ίδιος διέπραξε. Σπάνια σε βιβλίο μπορεί να διαπιστώσει κανείς τέτοια απουσία ενσυναίσθησης.

.

Γι’ αυτόν οι άνθρωποι δεν έχουν πρόσωπο. Είναι αφηρημένοι. Είναι «εν γένει άνθρωποι», σαν βυζαντινές εικόνες. Που δεν πονάνε, δεν ερωτεύονται, δεν χαίρονται, δεν αγαπούν. Ακόμη και οι μανάδες των δολοφονημένων, κατατάσσονται σ’ αυτήν την κατηγορία. Είναι ανατριχιαστικός ο κυνισμός με τον οποίο μιλάει για τη μάνα του Τούρκου που δολοφόνησαν. Όπου, είτε κάνει λογιστικούς συμψηφισμούς στους θανάτους με τους αγνοούμενους της Κύπρου, ωσάν η μάνα αυτή να είχε ευθύνη, είτε θεωρεί περίπου ότι, ως μάνα, έγινε όργανο των αντιπάλων του, επειδή διαμαρτυρήθηκε για το θάνατο του παιδιού της!!!

.

9) Η περιγραφή όμως μιας σκηνής με τον Γιωτόπουλο, νοηματοδοτεί τα πάντα: Ήταν, κατά την αφήγηση, παραμονές της πρώτης δίκης, όταν δήλωσε στον Γιωτόπουλο (σ’ αυτόν αναφέρεται, χωρίς να τον κατονομάζει), ότι θα υπερασπιστεί κάθε υπόθεση χωριστά (όταν λέει «υπόθεση», εννοεί φόνο). Οπότε ο Γιωτόπουλος, έκπληκτος τον ρώτησε: «Και τι θα πεις στους συγγενείς»; Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας αποκαλύπτεται:  Περιγράφει την δική του έκπληξη, για την πλέον ανθρώπινη ερώτηση που μπορούσε να δεχθεί. Πράγμα που σημαίνει πως θεωρεί αδιανόητο, το αυτονόητο. Το να έχει δηλαδή πρόβλημα ένας φονιάς, μπροστά στους συγγενείς των θυμάτων του.

.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς: Πόσο διαφορετικά θα αντιδρούσε στην ίδια ερώτηση, ένας δήμιος του Άουσβιτς ή του Γκουλάκ;