Διαβάζοντας Μοδινό ή Post coitum omne animal triste

Κίμων Χατζημπίρος 20 Δεκ 2015

Τελευταία Έξοδος ΣτυμφαλίαΜετά την απερίσκεπτη ευωχία, ο λογαριασμός. Άραγε, το σήμερα είναι π.Κ. ή μ.Κ. ή μήπως χρονικά απροσδιόριστο; Στο μυθιστόρημα «Τελευταία Έξοδος Στυμφαλία» («ΕΣΤΙΑ», 2014), ο Μιχάλης Μοδινός τοποθετεί τη δράση οκτώ χρόνια μετά την Καταστροφή (μ.Κ.). Σε 42 μικρά κεφάλαια ενός οδοιπορικού 190 σελίδων ατενίζει, σχολιάζει, σαρκάζει, ερμηνεύει, προβλέπει, εξηγεί και βιώνει πολλαπλές όψεις μιας πολιτιστικής και κοινωνικής παρακμής που ανάγεται στο παρελθόν και προβάλλει στο μέλλον μας. Ένας πεσιμιστικός μονόλογος αυτογνωσίας, μια σκοτεινή θεώρηση του νεοελληνικού μας σύμπαντος, μια αδιοράτως αισιόδοξη τελευταία έξοδος. Αν τελικά η Καταστροφή επέλθει, η ζωή μάλλον δεν θα είναι πολύ διαφορετική από τις ζοφερές προβλέψεις του, αν αποτραπεί, η διήγηση θα παραμείνει μια έξοχη συνοπτική διάγνωση των αιτίων της, έτσι ή αλλιώς όμως, η Καταστροφή δεν είναι στιγμιαία, συντελείται ήδη επί δεκαετίες, επιδεινώνεται με τη διογκούμενη απαιδευσία των κατοίκων αυτού του τόπου και την ανικανότητα των σκιτζήδων που τον κυβερνούν.

Ο λόγος στο ΜΜ, που ταξιδεύει νύχτα στην έρημη Εθνική προς Κόρινθο.

Βλέπει την Καταστροφή ως λογικά αναμενόμενη: «Ιδωμένα κατόπιν εορτής, τα γεγονότα μοιάζουν εξηγήσιμα, συνδεδεμένα μεταξύ τους, ιεραρχημένα – μια μακρά σειρά αιτίων και αποτελεσμάτων….με τελικό στόχο την πραγμάτωση της ουτοπίας ή, όπως το βλέπω εγώ, του τέλους του κόσμου». Και σε ό,τι αφορά το φταίχτη: «Ευρηματικός λαός, πονηρός λαός, λαός αριστερός για τους άλλους και δεξιός δι’ εαυτόν. Λαός δειλός, βίαιος εκ του ασφαλούς – λαός οργανωμένος σε συμμορίες από αμνημονεύτων χρόνων. Τζάμπα μάγκας λαός…Λαός ανάδελφος και περιούσιος, επιρρεπής στο να δραματοποιεί τη δυστυχία του, να επιδεικνύει τα επινοημένα έλκη του. Εφευρετικός λαός, πολυμήχανος λαός, μνησίκακος λαός και, το χειρότερο, μέτριος λαός…».

 Αλλά και το δύσκολο πλαίσιο: «Ευρώπη, που κατέκτησες τον κόσμο εν ονόματι ενός Θεού τον οποίο στη συνέχεια απαξίωσες για να τον αντικαταστήσεις με την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας. Ποιάς αλήθειας, άραγε; Μήπως αυτής που σκοτώνει, κατά πώς έλεγε κι ένα δικό σου παιδί, ο Νίτσε;». Θα ήταν καλύτερα άραγε: «Να φτιάξουμε μια ΜΚΟ υπέρ της ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…επρόκειτο για τη μακρότερη ειρηνική περίοδο στην ιστορία του γένους (δεν ήμασταν ακόμη έθνος – οι Ευρωπαίοι δεν μας είχαν εφεύρει)».

Ασύλληπτη η μετα-καταστροφική εξέλιξη: «…Χα! Τις προάλλες, ο ανταποκριτής της Καθημερινής στη Λάρισα είχε αναφερθεί σε τελετές σε χωριά του κάμπου όπου λατρεύονται αντικείμενα της καταναλωτικής κοινωνίας. Μάλιστα, έξω από τη Φαρκαδώνα Τρικάλων βρέθηκε ένας τύμβος ύψους δεκαοκτώ μέτρων από ξεκοιλιασμένες ογκώδεις συσκευές – πλυντήρια και κουζίνες, κομπιούτερ και τηλεοράσεις, ακόμη και τρακτέρ και ημιφορτηγά – που σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες γίνονται αντικείμενο λατρείας κατά τη νύχτα της πανσελήνου υπό τον ήχο κλαρίνων και βιολιών…. ο ανακριτής του Ειδικού Έκτακτου Δικαστικού Σώματος Δυτικής Θεσσαλίας αποκόμισε την άποψη ότι στις τελετές αυτές ακολουθούνται πρακτικές βγαλμένες από άλλες εποχές, πιθανότατα εωσφορικής έμπνευσης…».

Το παρόν μέλλον: «Στρατιές ανέργων ή ετεροαπασχολουμένων, σαν το γιό μου…τον Ορέστη. Το μικρό εκείνο αγόρι που μου έφερνε τα ρέστα από την εφημερίδα μέχρι τελευταίας δεκάρας, μη επιτρέποντας στον εαυτό του ένα γλειφιτζούρι χωρίς να με ρωτήσει,…δούλεψε ήδη σε ντελίβερι με την εξακοσιοπενηντάρα Σουζούκι που του χάρισα στα εικοστά γενέθλιά του, διέπρεψε ένα φεγγάρι ως κατασκευαστής μολότωφ σε εργαστήριο πίσω από την Τοσίτσα που το γνωρίζουν όλοι εκτός από το υπουργείο Συλλογικής Ευτυχίας και Προστασίας του Πολίτη, …ο λατρεμένος μου γιός…ο τσόγλανος ο γιός μου, που μου πέταξε το πτυχίο στα μούτρα, που έφθασε να με πει ιδεοληπτικό γιατί τον ταλαιπώρησα τόσα χρόνια με το Προφίσιενσι και το Σορμπόν και τους Μηχανολόγους Αθήνας που τελούσαν υπό κατάληψη το μισό χρόνο,…και γιατί τον ώθησα παρά ταύτα σ’ εκείνο το μεταπτυχιακό στη Βιώσιμη και Αειφόρο Ανάπτυξη υπό την επίβλεψη του καταθλιπτικού καθηγητή του, πώς τον λένε, που στα λεγόμενα επιστημονικά του άρθρα παρέπεμπε αποκλειστικά  στον εαυτό του, σαν να μην είχε ανακαλυφθεί η γραφή πριν από την έλευσή του στον κόσμο».

 Και η επανάληψη του παρελθόντος: «Βλέπουμε ήδη νέες ενδείξεις προκλητικού πλουτισμού ακόμα και στην Ελλάδα της Καταστροφής.Το ιστορικό λάθος είναι, ωστόσο, ότι οι κοινωνίες της Δύσης, και ειδικά η δική μας, λησμόνησαν τις έννοιες της λιτότητας και της αυτοσυγκράτησης – έζησαν δηλαδή πέρα από τα όρια των οικονομικών δυνατοτήτων τους. Επιπλέον, εκδημοκράτισαν το πλιάτσικο ζώντας στο σύνολό τους πέρα από τα οικολογικά όρια…Γιατί, το ενδιαφέρον είναι ότι δίπλα στην ουτοπία της αφθονίας έχτισαν την ουτοπία του εξισωτισμού…Αποτέλεσμα; Σύντομα ο πολίτης μεταβλήθηκε σε καταναλωτή, σ’ ένα βουλιμικό ον που ξέφυγε από το αρχαιοελληνικό ή το βουδιστικό, αν προτιμάτε, μέτρο…».

Ο λογικός δυτικός παρατηρητής: «…με βοηθούσε…με τις επαφές του στις Βρυξέλλες. Ήταν έκπληκτος ο καλός μου φίλος με την επιτάχυνση των αλλαγών που συντελούνταν,…με την κατασπατάληση των χρημάτων που εκείνος και οι όμοιοί του εκταμίευαν για πάρτη μας, με το όργιο του κιτς ευδαιμονισμού, με τα αυθαίρετα που ξεπηδούσαν παντού, με τους κομματικούς στρατούς να λυμαίνονται τους δημόσιους πόρους, με τη συστηματική καταστροφή του τοπίου, με τις μισόγυμνες πρωί πρωί γραμματείς έξω από το γραφείο του περιφερειάρχη…». Και ο οικολογικός κατήφορος: «Οι ωραίες μέρες …της έκδοσης αριστερόφρονων, αργότερα φιλοπεριβαλλοντικών πιστοποιητικών. Σταδιακά, καθώς το εθνικό εισόδημα ανέβαινε θεαματικά, καθώς τα κοινοτικά πακέτα εισέρρεαν και οι αγροτικές επιδοτήσεις μετέβαλλαν τη γεωργική γη σε δάπεδο εργοστασίου, καθώς αυθαίρετα και πισίνες ξεπηδούσαν παντού εν ονόματι του κοινωνικού συμβολαίου, κορυφώθηκε η εναντίωση σε οποιαδήποτε επένδυση».

Η αναπόληση της συντροφικότητας: «..την ανάγκη να μη μένεις μόνος το βράδυ, να έχεις πάντα μια Ηρώ δίπλα σου για να σου κρατάει το χέρι και να διώχνει, χωρίς καν να το ξέρει, τους προαιώνιους φόβους της ανθρώπινης φυλής, τους φόβους εκείνους που μοιάζουν να κατοικούν στον γενετικό μας κώδικα…Ήταν μια εποχή που – νέο ζευγάρι – εγώ και η Ηρώ δηλώναμε ότι πιστεύουμε στον κοινωνικό μετασχηματισμό, ό,τι κι αν σήμαινε ο όρος. Δεν κατανοούσαμε ότι αυτό στο οποίο πιστεύαμε δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τον ορθό λόγο. Πάνω σ’ αυτή τη βάση προσπαθήσαμε να θεμελιώσουμε τις σχέσεις μας με τον έξω κόσμο αλλά και την ιδιωτική μας σφαίρα – το γραφείο μας, την καθημερινότητά μας, τη μικρή μας οικογένεια….Και όμως, και όμως. Ποιός τολμά ακόμη να ισχυρισθεί ότι η θρησκευτική ματιά στον κόσμο κατατροπώθηκε από τη γραμμική, περίπου νευρωτική, συσσώρευση επιστημονικής τεκμηρίωσης; Ότι το ιερό, οι δεισιδαιμονίες, το υπερφυσικό απωθήθηκαν στο πυρ το εξώτερον από τον Ορθό Λόγο;». Και η εξ Ανατολής συνεισφορά: «Η Σεβερίνα μισούσε ανέκαθεν την Ηρώ. Ίσως για τα ακραία ανεκτικά, δημοκρατικά ήθη της, εκείνη την αηδιαστική ανθρωπιστική κατανόησή της για τις μειονότητες, τους μετανάστες, τα αδέσποτα ζώα και τα σχετικά. Δεν τα γουστάρει κατι τέτοια η Σεβερίνα. Θέλει ισοτιμία, την προσβάλλει, όπως μου εξομολογήθηκε μια φορά, ο οίκτος».

Λίγος καιρός: «..αφότου έκαψαν το Ολυμπιακό Στάδιο – δημόσια περιουσία, βλέπετε – και δολοφόνησαν πέντε μπάτσους-γουρούνια-δολοφόνους με αποτέλεσμα να διακοπεί οριστικά το πρωτάθλημα». Η συνέχεια: «Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν βρεθεί γηραιές κυρίες – κάποτε και κύριοι – σφαγμένες ή πνιγμένες ή και πυροβολημένες, μάλλον αναίτια, καθώς δεν είναι ικανές να προβάλουν αντίσταση στους ληστές». Η καθημερινότητα: «Οι υποδομές και η εν πολλοίς ιδιωτικοποιημένη διοίκηση λειτουργούν λίγο ή πολύ, παρά το ότι ξεπηδούν όλο και περισσότεροι αυτοδιοικούμενοι αστικοί θύλακες, περιοχές και συνοικίες όπου η πρόσβαση είναι αδύνατη, γειτονιές χωρίς ρεύμα και τρεχούμενο νερό, ετοιμόρροπα σπίτια κατειλημμένα από άστεγους μετανάστες ή ντόπιους, γκέτο όπου ο νόμος είναι αυτός της ωμής βίας και των νεοσύστατων συμμοριών…’Ενα είδος εθιμικού δικαίου με βάρβαρες πρακτικές αναγεννάται, ο νόμος του καλάζνικωφ θριαμβεύει…συλλαμβάνουν ομήρους, προβαίνουν σε βομβιστικές ενέργειες κατά μήκος σιδηροδρομικών γραμμών και ενεργειακών δικτύων, λεηλατούν αφύλακτα εδώ και καιρό στρατόπεδα…στήνουν πρόχειρους καταυλισμούς μέσα στις χωματερές». Και η νέα τάξη: «Οι Ανέγγιχτοι…φτιάχνουν οδοφράγματα δυτικά ως την Πάτρα και νότια ως την Τρίπολη. Έγδυναν τους ταξιδιώτες μέχρι που … ειδοποιήθηκαν οι Ειδικές Δυνάμεις…που είναι απλήρωτες ένα τετράμηνο…Τώρα οι Ανέγγιχτοι θα μπεκροπίνουν στο πλαίυ ρουμ ενός εγκαταλειμμένου εξοχικού. Θα προβάρουν τα ρούχα της απούσας κυρίας. Θα ξεδιαλέγουν τη λεία τους. Θα κατουράνε στην άδεια πισίνα. Θα έχουν δεμένους τους νταλικέρηδες στο μπιλιάρδο μέχρι να αποφασίσουν τί είδους λύτρα θα ζητήσουν κι από πού».

Ρομαντική διανόηση: «Ραδιόφωνο…η βραχνή φωνή του Χάρρυ Μπελαφόντε, στο Ματίλντα. Τί ωραία – μα πώς μπορούσαμε τότε να είμαστε τόσο αγνοί; Δεν είμαστε απλώς νέοι, νέα ήταν η κοινωνία κι ακόμη νεώτερη η συγκυρία. Το μέλλον ήταν απτό, άρα η Ιστορία είχε νόημα… Όταν πάψω να υπάρχω εγώ, θα πάψει να υπάρχει και το Ματίλντα;…Απάντηση: Όχι βέβαια, παρά τα ιδεαλιστικά και μετανεωτερικά φιλοσοφικά ρεύματα που, κατά την άποψή μου, αποπροσανατόλισαν την ανθρωπότητα». Και νεανικές αυταπάτες: «Τα προϊστορικά εκείνα χρόνια χορεύαμε στο Μαϊντούγκουρι τις ρούμπες του Καμερανέζου Τσανά, ενώ η υπόλοιπη Νιγηρία προσκυνούσε το δικό της θεό, τον Φέλα Ανικουλάπου Κούτι. Α, αγαπημένε μου τροβαδούρε, που νοσταλγείς τις καλές παλιές εποχές και θρηνείς τους φίλους που πλούτισαν κι έφυγαν, κι εσύ το’ χεις χάσει το τρένο αλλά έχεις το κουράγιο ή καλύτερα την ευγένεια ψυχής να μου θυμίζεις με αυτή την ολόδροση κιθάρα σου πως ποτέ δεν είναι αργά».

Πάνω από όλα, προσωπικά αδιέξοδα: «Τί γίνεται όμως όταν η καθημερινότητα γίνει αβίωτη;…Όταν ο γυιός σου εξαφανίζεται έχοντας απορρίψει την όποια χείρα βοηθείας,..η ίδια η χώρα καταρρέει και, το χειρότερο, όταν η ιστορία σου πρέπει να ξαναγραφτεί απ΄την αρχή γιατί όλα εκείνα στα οποία βασίστηκε ήταν ένα τεράστιο ψέμα;…Τί γίνεται όταν είσαι ανέστιος,….χωρίς καν τις μικροχαρές της μεγάλης, διεφθαρμένης, βρώμικης, άσχημης, πρόστυχης πόλης, που είχες κάποτε, παρά ταύτα αγαπήσει;». Και εφήμερη νοσταλγία: «Φάγαμε λοιπόν και ήπιαμε κόκκινο κρασί σαν τους παλιούς καλούς καιρούς και η κουβέντα είχε, όπως στα παλιά π.Κ. χρόνια, μια πολιτική διάσταση, με αφορμή όμως τώρα πια την αναστολή των διατάξεων του Συντάγματος. Μην ανησυχείς και τόσο, είπα στην Ηρώ. Είχαμε υπερτιμήσει την ανθεκτικότητα του δημοκρατικού μας πολιτεύματος».

Μέχρι την τελευταία έξοδο – πρώτη αναλαμπή: «Αλλά τότε ακούστε, λέει με κάποιο δισταγμό,…Υπάρχει πάντα η λύση της Στυμφαλίας. Η τελευταία ασφαλής έξοδος…πιο πέρα κι ως την Πάτρα ακολουθεί το χάος….Βόμβος του κινητού. Αναρριγώ…Από τον Ορέστη. Αυτό κι αν είναι…Πάνε δύο χρόνια από την τελευταία φορά που εδέησε…Πατέρα, πρέπει να μιλήσουμε…».

Η εναρκτήρια εκτίμηση του ΜΜ: «Εκ των υστέρων μπορώ να το ισχυρισθώ με βεβαιότητα: τα πράγματα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά», ενδεχομένως, στο τέλος του μυθιστορήματος, να επαναληφθεί από τον προβληματισμένο αναγνώστη με την προσθήκη ενός μεγάλου ερωτηματικού..