Βλέπω μία τάση βαριάς αυτοκριτικής τις τελευταίες μέρες και άρχισα να υποψιάζομαι πως ήρθε ο καιρός να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.
Κατά πως έλεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, που μας μάθαινε να διαβάζουμε, γιατί το έλεγε πάντα πως « το διάβασμα είναι πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση, γιατί το κάνεις μόνος σου και δεν μπορείς να το δείχνεις, δεν φαίνεται από πουθενά».
Και πόσο δίκιο είχε.
Εάν θυμάστε, οι παλαιότεροι, υπήρχε μία σαφέστατη διάκριση, στα πρώτα χρόνια, μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας.
Δεν είχε καμιά απολύτως σχέση, με τα καραγκιοζιλίκια των μετρίων αρχόντων της εποχής. Ούτε όμως και με τη γελοιωδέστατη αντιμετώπιση, που τύχαινε η άποψη αυτή, από έναν αρκετά σεβαστό αριθμό στελεχών, εν Αθήναις και εκ των πολύ καλών σχολείων ορμωμένων, περί επαρχίας και αμάθειας.
Ο φίλος μου Γιώργος Λιγνός, έχει βρει ως χαρίεσσα και εύκολη απάντηση, το ότι επρόκειτο περί τσογλανισμού. Έλα όμως που δεν ήταν αυτό ή όονον αυτό.
Επρόκειτο και όσο θέλετε φωνάξτε, για μια σαφέστατη ταξική διαφοροποίηση και ότι θέτε πείτε μου.
Γι αυτό εξάλλου και η διαφοροποίηση, δεν ήταν απλά και μόνον στα ιδεολογικοτάδε θέματα. Ήταν ακόμη και στην ντροπή των μεν, που φορούσαν λακοστ και κρύβανε το κροκοδειλάκι και δεν καταλαβαίνανε τα ζώα, ότι οι δεν, από την άλλη μεριά, πολύ ευχαρίστως θα φοράγανε, εάν είχανε κι αυτοί, κροκοδειλάκι και φρεντπέρυ.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε, βέβαια, γιατί ίσως και να φαντάζει γελοίο, μετά από τόσα χρόνια, οτι αυτή η βαθιά ταξική διαφοροποίηση εμπεριείχε και μιαν απολύτως κάθετη γραμμή διαφορισμού και στα θέματα των πολιτικών επιλογών.
Θεωρείτε τυχαίο, το ότι ο ΡΗΓΑΣ ήταν αδύνατον να προσεγγίσει εργαζόμενους νέους;;;
Λαϊκά παιδιά δηλαδή, από τις γειτονιές. Ότι μαζεύονταν στην πλειοψηφία τους ήταν μαθητές, μαθήτριες και φοιτητές που ζούσαν στην γειτονιά.
Και πέρα από πλάκες, στα αλήθεια το λέω, επειδή το διακρίνω ξανά, μου έρχεται στο μυαλό, στις μέρες μας, υπήρχε μια έντονη χροιά σιχασιάς για τη λαικουριά, όπως και σήμερα από μερικούς όψιμους φιλελεδες για το οτιδήποτε αριστερό…
Δεν υπήρχε ούτε καν αυτό το χούι, των αριστεριστών, κυρίως των εκκετζήδων, που θεοποιούσαν έναν εργάτη που βλέπανε στον δρόμο ακόμη και αν ήταν σκερβελές και ξύλο απελέκητο.
Αυτή η κακοδαιμονία, είχε ποτίσει την πολιτική σκέψη και το διάλογο ίσαμε τα μεδούλια, και ήταν αφετηρία πολλών διαφορισμών. Από εκεί και ύστερα, που για να πείθουν ευκολότερα, ντύνονταν και ιδεολογικό μανδύα.
Δεν είναι τυχαία εκείνη η ανοησία, περί των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, που όπως έγραφε οπαδός του Αλτουσέρ, τότε, τους είδε τους μηχανισμούς, γιατί είχαν φτάσει και στη γειτονιά του.
Μην το εκλάβετε ως φαντασιακό δημιούργημα όλο αυτό. Ήταν πραγματικότητα και σαν τέτοια διαμόρφωνε συνειδήσεις.
Ακόμη και το γεγονός των «ευσήμων», ότι στο ΡΗΓΑ μαζεύονταν τα καλύτερα παιδιά, δείχνει ότι εκλαμβάνονταν, ως ένα καλό ιδιωτικό σχολείο, οπότε ας ήταν ήσυχοι οι γονείς γιατί τα παιδιά τους, θα έπαιρναν κάποια στοιχεία καλής αγωγής .
Που να φαντάζονταν οι δόλιοι, τι κακομαθημένα κοπρόσκυλα θα έβγαιναν από εκεί μέσα, μέχρι να διαγνώσει ο φίλος μου ο Γιώργος τον εκλεπτυσμένο χαρακτηρισμό της τσογλανιάς.
Κάποτε ένας φίλος μου από τα Ριζά, είχε πει το αμίμητο « μεγαλώσαμε πολύ ρε χαμένε και μετά κατάλαβα, ότι πάρα πολλοί ερχόντουσαν εκεί για να περάσουν τα φοιτητικά τους χρόνια ευχάριστα και μετά γύρναγαν στους μπαμπάδες τους και στις μαμάδες τους και εμείς σαν ηλίθιοι αναρωτιόμασταν τι μας συνέβη».