«Οι καλύτεροι δεν έχουν καμία πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι είναι γεμάτοι ηχηρό πάθος». Η «Δευτέρα Παρουσία» του Γέιτς έρχεται από μακριά, για να εξηγήσει τις «στιγμές αποκάλυψης», που διαδραματίστηκαν τις τελευταίες ημέρες στην ελληνική Βουλή.
Ο ΕΝΦΙΑ, η τρέχουσα εκδοχή της εθνικής φορολογικής πολιτικής απέναντι στην ακίνητη περιουσία, ήταν η αφορμή για να έρθουν στην επιφάνεια κοινοβουλευτικές αγωνίες, ευσεβείς πόθοι και στρατηγικές προσωπικής επιβίωσης. Η σπαραξικάρδια έκφραση μερίδας βουλευτών για την υπερφορολόγηση της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών μαζί και χιλιάδων ψηφοφόρων τους, αποτύπωσε ανάγλυφα το φόβο για το αύριο. Η ανασφάλεια της επανεκλογής αντηχεί σαν αντίλαλος στους διαδρόμους του κοινοβουλίου, ακόμη και αν τα ίδια πρόσωπα ήταν αυτά που ενέκριναν πριν μερικούς μήνες, αυτά που τώρα κατακρίνουν.
Το ηχηρό πάθος με το οποίο υπερασπίστηκαν οι κοινοβουλευτικοί ταγοί την «παράδοση» της επένδυσης σε ακίνητα, δεν παραπέμπει μόνο ευθέως στο Γέιτς. Είναι εκείνο το ηχηρό πάθος που οδηγεί σχεδόν αυτόματα στον κυνισμό, προκρίνοντας το ίδιον από το κοινό όφελος.
Σε μια χώρα μικρή και τελευταία ταλαιπωρημένη, είναι ίσως και εύλογο να αγωνιά κανείς να διατηρήσει τη θέση εργασίας του, ακόμη και αν πρόκειται για βουλευτική έδρα. Η ανάγκη του βιοπορισμού ακουμπά και τους βουλευτές και ως ένα βαθμό η ελληνική κοινή γνώμη το έχει κατανοήσει, επιλέγοντας τα ίδια πρόσωπα στα ίδια έδρανα. Αυτό όμως που δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει, είναι η ατελείωτη κατρακύλα. Όταν δηλαδή διαδικασίες και θεσμοί υποκαθίστανται από κραυγές,tweets και « γαλλικά», σε απευθείας μετάδοση από όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Τότε, ο σκοπός της υπερπροβολής και της διαφοροποίησης με στόχο την επανεκλογή δεν αγιάζει τα μέσα… Αντίθετα, οδηγεί σε μια κόλαση πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, φέρνοντας ένα βήμα πιο κοντά τη Δευτέρα Παρουσία.