Δεξιά ή αριστερή λαβή στους θεσμούς;

Νίκος Χριστοδουλάκης 30 Σεπ 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ

Η σημερινή κυβέρνηση έχει πολλές διαφορές από την προηγούμενη τόσο στην δομή που υιοθέτησε όσο και στις πολιτικές που προωθεί. Όμως στις τοποθετήσεις των επικεφαλής σε δημόσιους οργανισμούς, ανεξάρτητες αρχές και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ακολουθεί τις ίδιες διαδικασίες κομματικής επιλογής χωρίς δημόσια προκήρυξη, παρά το γεγονός ότι τις κατέκρινε με σφοδρότητα όταν τις έκανε η απελθούσα κυβέρνηση.

Χωρίς αμφιβολία, παρόμοιες πρακτικές χαρακτήριζαν σχεδόν όλα τα κόμματα και τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης. Υπήρξαν όμως κατά καιρούς και πιο ανοιχτές διαδικασίες με δημόσιες προκηρύξεις και αξιολογήσεις, πράγμα που επέτρεψε σε αρκετούς να αναλάβουν τα ηνία σε δημόσιες θέσεις χωρίς να έχουν κομματικές περγαμηνές.

Αν και η αξιοκρατική επιλογή δεν αποτελεί από μόνη της εχέγγυο αποτελεσματικής διοίκησης, οι πιθανότητες είναι υψηλότερες από τις περιπτώσεις κομματικών διορισμών. Όσοι προκρίνονται ανταγωνιστικά, ανθίστανται περισσότερο στις πελατειακές πιέσεις υπουργών και συνδικαλιστών, πιστεύουν στην δημόσια λογοδοσία γιατί έτσι αναδείχθηκαν και προσέχουν καλλίτερα τις αποφάσεις τους γιατί ξέρουν ότι αν στραβοπατήσουν κανείς δεν θα τους στηρίξει. Ένας αξιολογημένος μάνατζερ έχει επίσης μεγαλύτερο αυτοσεβασμό και αν – για παράδειγμα – έμπαινε επικεφαλής στο Μετρό δεν θα δεχόταν να γίνουν ούτε εγκαίνια σε μουσαμάδες, ούτε μετονομασίες σταθμών για να κολακεύσει τα ανώτερα δώματα της εξουσίας.

Καμμιά φορά και από τον κομματικό σωρό βγαίνουν ικανά στελέχη, είναι όμως η εξαίρεση του κανόνα. Συνήθως ο διοριζόμενος εμφορείται από υποχρέωση σε αυτόν που τον επέλεξε και λειτουργεί ως η προέκταση του στον συγκεκριμένο χώρο. Για αυτό τον λόγο η εκάστοτε αντιπολίτευση βρίσκει πρόσφορο έδαφος στηλιτεύοντας τέτοιες επιλογές, αν και συνήθως αποδεικνύεται πρόθυμη να τις υιοθετήσει όταν έλθει η σειρά της.

Δεδομένης της ζημιάς που προκαλούν οι κομματικές επιλογές λόγω άγνοιας, ρουσφετιών και κακοδιαχείρισης σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος, θα περίμενε κανείς ότι τα Μνημόνια θα έθεταν αυστηρούς κανόνες για να τις καταργήσουν. Πλην όμως αδιαφόρησαν εντελώς, ίσως επειδή οι σοφοί της Τρόϊκας ήταν απορροφημένοι με την διαρκή επιβολή φόρων και το ξήλωμα των μισθών, και έτσι οι κομματικές διοικήσεις συνέχισαν ακάθεκτες. Δεν είναι περίεργο ότι στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της κρίσης υποχώρησαν όλοι οι δείκτες καλής διακυβέρνησης, λογοδοσίας και αποτελεσματικότητας, όπως τους καταγράφει η Παγκόσμια Τράπεζα.

Οι κομματικές επεμβάσεις στους θεσμούς κορυφώθηκαν επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αν και περίμενε κανείς ότι η φλογερή ρητορική κατά του «παλαιού συστήματος» θα είχε οδηγήσει σε κάπως πιο προσεκτικές διαδικασίες. Φεύ, πάλι όλοι σχεδόν οι επικεφαλής των δημοσίων οργανισμών προήλθαν είτε από τον βαθύ μηχανισμό είτε από τα πιο ευρύχωρα πλαίσια ανταποδοτικής στήριξης όπου εντάχθηκαν μετεκλογικά.

Η «αριστερή λαβή» που έγινε στους θεσμούς συνοδευόταν μάλιστα και από δύο τάχα ιδεολογικές προφάσεις: Πρώτον, η αποκήρυξη της αριστείας έκανε την αναζήτηση καλύτερων μάνατζερ και διοικητών να φαίνεται όχι μόνο περιττή αλλά και πολιτικά επιζήμια, διότι αν κάποιο στέλεχος της αγοράς τα κατάφερνε καλύτερα θα έπληττε το αριστερό αφήγημα της ισοπέδωσης. Δεύτερον, διότι οι διαχρονικές θυσίες της αριστεράς αντιστάθμιζαν – όπως αδιάντροπα μερικοί ισχυρίστηκαν – άλλα προσόντα που δεν πρόλαβαν να αποκτήσουν στα (αστικά) θρανία και τις (καπιταλιστικές) επιχειρήσεις.

Κάπως έτσι η ποιότητα και αποτελεσματικότητα των θεσμών συνέχισε να φθίνει μέχρι σήμερα, κάνοντας την Ελλάδα περιώνυμη για την δυσλειτουργικότητα των δημόσιων φορέων, την παντελή έλλειψη αξιολόγησης, τις απίθανες καθυστερήσεις στην επίλυση διαφορών, την υποβάθμιση δημοσίων αγαθών και υποδομών, και γενικά την αίσθηση ότι πολλά πράγματα δουλεύουν κυρίως από τύχη.

Και μετά ήρθε η νέα κυβέρνηση που προεκλογικά έχτισε την ανάγκη μιας άλλης πορείας της χώρας πάνω ακριβώς στα εκτεταμένα συμπτώματα δυσλειτουργίας και την έλλειψη κινήτρων για δημιουργία, διάκριση και αξιοκρατία. Λέγοντας ότι όλα αυτά είχαν ατροφήσει από την «αριστερή λαβή» που η προηγούμενη κυβέρνηση επέβαλλε στους θεσμούς, η Νέα Δημοκρατία προφανώς θεώρησε ότι η κανονικότητα θα επανέλθει με μια αποφασιστική «δεξιά λαβή» για να τους φέρει στα ίσα.

Ακόμα και αν παραβλέψει κανείς τα «απαιτούμενα πτυχία» για την ΕΥΠ, η «δεξιά λαβή» ήταν εξίσου άγαρμπη σε πολλές άλλες περιπτώσεις: Για παράδειγμα, ενώ η κυβέρνηση θεώρησε ότι οι επικεφαλής στην Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έπρεπε να είχαν πρόσφατη οργανική ένταξη στο πολιτικό σύστημα, την επόμενη μέρα τοποθέτησε διοίκηση στην ΕΡΤ με τέτοια ακριβώς προέλευση. Μα αν η δημόσια τηλεόραση οφείλει να γίνει κομματικά ουδέτερη και πολιτικά αντικειμενική, δεν πρέπει να την τρέξει ένας που ευδοκίμησε επαγγελματικά και χαίρει αναγνώρισης ότι υπηρέτησε αυτά τα κριτήρια;

Αν μια μεγάλη δημόσια επιχείρηση, όπως η ΔΕΗ, έφτασε στο χείλος της αβύσσου από πελατειακές παρεμβάσεις, δεν θα έπρεπε η διοίκηση τώρα να επιλεγεί μετά από διεξοδική αναζήτηση στελεχών που έχουν μακρά εμπειρία στον χώρο, ξεκάθαρες απόψεις για το τι χρειάζεται να γίνει και αποδοχή από τις αγορές; Πότε και μεταξύ πόσων ενδιαφερομένων τέτοια κριτήρια αξιολογήθηκαν και διαπιστώθηκε ότι είναι επαρκή και αδιαμφισβήτητα στην τοποθέτηση που έγινε;

Ανάλογα ισχύουν και για τις ανεξάρτητες αρχές, πολλές από τις οποίες επικρίθηκαν για αβελτηρία ενώ οι αγορές βοούσαν για εταιρικά σκάνδαλα. Εάν και πάλι οι επικεφαλής τοποθετούνται χωρίς ανταγωνιστική αξιολόγηση, πώς ακριβώς πείθονται οι αγορές ότι εφεξής η αρχή θα λειτουργήσει ως ανεξάρτητη και θα δραστηριοποιείται από μόνη της όταν απαιτείται;

Τα ερωτήματα θα μπορούσαν να συνεχιστούν και σε άλλες περιπτώσεις, από κεντρικούς δημόσιους φορείς έως τις περιφερειακές δομές υγείας και ξανά πίσω στα μεγάλα και μικρά ιδρύματα. Αν δεν σταματήσει αμέσως η αθρόα κομματική εμφύτευση διοικήσεων, η δεξιά λαβή θα αποδειχθεί εξίσου προβληματική και παθογόνος όπως υπήρξε και η αριστερή. Μάλιστα, αντί να την εξουδετερώσει όπως ελπίζει, την νομιμοποιεί αναδρομικά και στρώνει το χαλί για να επαναληφθεί «αυτοδίκαια» κάποια άλλη φορά στο μέλλον.