Η επιτυχία της αναδιάρθρωσης αφορά ένα μαραθώνιο στοίχημα στην πορεία της χώρας μέχρι το 2020 και παραπέρα, ενώ ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζουμε σε τι ύψος θα ανέρχεται το δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ. Αυτό θα εξαρτηθεί από το ποσοστό συμμετοχής και τη χρονική διάρθρωση των ομολόγων που θα προσέλθουν στην ανταλλαγή αλλά και τις ανάγκες ανακεφαλαίωσης των ελληνικών τραπεζών.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι μια σειρά υπεραισιόδοξων προϋποθέσεων και παραδοχών θα κάνουν εφικτή την επίτευξη του στόχου του 120%. Λόγω μιας σειράς απαιτήσεων, και παρά την ονομαστική διαγραφή του 53,5% των ιδιωτικών ομολόγων, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το πρόγραμμα, δεν δημιουργεί ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους, αλλά στην καλύτερη περίπτωση δίνει χρόνο για να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητα του κράτους και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.
Είναι αλήθεια ότι η χρεοκοπία αναβλήθηκε, δεν αποκλείστηκε όμως. Αυτήν τη στιγμή ακούγεται αρκετά εύκολο, σε μικρό χρονικό διάστημα όμως θα αντιληφθούμε το βαθμό δυσκολίας της επίτευξης ρυθμών ανάπτυξης του 3% σε συνδυασμό με δημοσιονομικό πλεόνασμα που θα αγγίζει το 4,5%. Και όλα αυτά για αρκετά χρόνια. Τέτοιες επιδόσεις τα τελευταία τριάντα χρόνια ποτέ δεν κατάφερε η ελληνική οικονομία.
Ένα τεχνικό σφάλμα είναι ο 100% εθελοντικός χαρακτήρας της αναδιάρθρωσης, ο οποίος δημιουργεί χρηματοοικονομικό κόστος, το οποίο υφίσταται η Ελλάδα, ενώ από την άλλη δεν κερδίζει τίποτα μιας και απέχει από τις κεφαλαιαγορές. Η επιλογή αυτή επιβαρύνει την εξυπηρέτηση του δανειακού προγράμματος με επιπλέον 30 δισ. τουλάχιστον για την εθελοντική προσέλκυση των ιδιωτών στο PSI. Ένας άλλος σημαντικός προβληματισμός μας αφορά στο ύψος του επιτοκίου σε συνδυασμό με το Αγγλικό Δίκαιο, αφού η ακολουθούμενη διαδικασία δεν επιτρέπει την αποτίμηση σε όρους επιτοκίου της ρήτρας του Αγγλικού Δικαίου. Τέλος, μεγάλο είναι και το κόστος διάσωσης του τραπεζικού συστήματος και των ασφαλιστικών ταμείων.
Το θεμελιώδες όμως σφάλμα του διενεργούμενου PSI, είναι πως η μετατόπιση του χρέους στο διεθνές δίκαιο καθιστά την αποπληρωμή των νέων ομολόγων σε άλλο νόμισμα -αν αυτό χρειαστεί- αδύνατη. Με τη δημιουργία του ενδιάμεσου λογαριασμού που διασφαλίζει τους ιδιώτες πιστωτές, η μόνη εναπομείνασα επιλογή θα είναι χρεοστάσιο προς το δημόσιο τομέα, και αυτόματα θα σημαίνει μια απότομη ρήξη με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ και κατά πάσα πιθανότητα τις ΗΠΑ. Με άλλα λόγια η νέα σύμβαση δεν έχει κανένα περιθώριο σφάλματος.