Από την αρχή της κρίσης και την ένταξη στο πρόγραμμα στήριξης, γνωστό και ως «Μνημόνιο», είχε τονισθεί από πολλούς ότι βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του ήταν να υλοποιηθεί με δικαιοσύνη και ισότητα, κατ’ αναλογία των δυνατοτήτων των πολιτών. Η σοβαρότητα της κατάστασης και το μέγεθος των βαρών που θα έπεφταν αναγκαστικά στους ώμους των Ελλήνων απαιτούσαν τη δημιουργία μιας γενικευμένης αίσθησης δικαιοσύνης, προκειμένου να αντεπεξέλθει η χώρα με τους λιγότερους δυνατόν κραδασμούς.
Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε. Πρώτον, γιατί επικράτησε με πρωτοβουλία των εκάστοτε κομμάτων της αντιπολίτευσης και την αμέριστη βοήθεια των μίντια ο άκρατος λαϊκισμός, δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, γιατί εκείνοι που ανέλαβαν να υλοποιήσουν το πρόγραμμα στήριξης δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν την απαραίτητη αίσθηση δικαιοσύνης. Αυτό το δεύτερο, δε, συνέβη για αρκετούς λόγους, με βασικότερο ότι ποτέ δεν ενστερνίσθηκαν το πρόγραμμα και διαχρονικά έδιναν την αίσθηση πως πρόκειται για τιμωρία που έχουν επιβάλει ως ανελέητοι βασανιστές η τρόικα και οι δανειστές. Επομένως, με το ζόρι και με αμφίβολα αποτελέσματα στην πράξη επιχειρήθηκαν οι όποιες απόπειρες μεταρρυθμίσεων για να γίνει το σύστημα πιο αποδοτικό και πιο δίκαιο.
Προσπαθώντας να επιρρίψουν τις ευθύνες στην τρόικα, οι κυβερνήσεις από το 2010 και μετά βοήθησαν να εδραιωθεί η εντύπωση ότι για τα δεινά δεν φταίει η ουσιαστική χρεοκοπία της Ελλάδας, αλλά το Μνημόνιο. Παράλληλα, συνέχισαν να δείχνουν υποχωρητικότητα απέναντι σε πιέσεις και συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα δεν κατάφεραν να βρουν άκρη στον κυκεώνα των νόμων, των αποφάσεων, των ερμηνευτικών διατάξεων, των αντιφάσεων και των στρεβλώσεων που καθορίζει την λειτουργία κάθε τομέα αυτής της έρμης χώρας. Ή, μάλλον, που εμποδίζει σε συνδυασμό με την ανικανότητα της κρατικής διοίκησης όλων των βαθμίδων, τη στοιχειωδώς εκλογικευμένη λειτουργία της.
Να συμφωνήσουμε ότι η δημιουργία αίσθησης δικαιοσύνης είναι δύσκολη υπόθεση σε μία πολιτεία που είναι περισσότερο ιδέα και λιγότερο κράτος και όπου η λεηλασία του όσου κράτους υπήρχε, αλλά και η ασυδοσία, αποτελούσαν –σε πολύ μεγάλο βαθμό αποτελούν ακόμη– τρόπο ζωής. Ομως, σε αυτή την πραγματικότητα συνέβαλαν αποφασιστικά και άλλοι παράγοντες, όπως ότι 16.000 (!) νόμοι, αποφάσεις και εγκύκλιοι, δηλαδή κανένας, καθόριζαν τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, όπως αποκάλυψε πριν από αρκετούς μήνες σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει σε όλους τους τομείς.
Χαρακτηριστικός ο τομέας της δόμησης και των κανόνων που διέπουν φορολογίες, αγοραπωλησίες, μεταβιβάσεις, ενοικιάσεις ακινήτων, καθώς και εκείνων που χαρακτηρίζουν εμπλοκή του Δημοσίου σε σχετικές συμβάσεις. Μια κουβέντα με ανθρώπους που ασχολούνται επαγγελματικά με όλα αυτά αποκαλύπτει απερίγραπτες, δαιδαλώδεις διαδρομές, φοβερή γραφειοκρατία, ακατανόητες αντιφάσεις νόμων και αποφάσεων που προσφέρουν ευνοϊκή μεταχείριση και ευνοούν τη φοροδιαφυγή, σκανδαλώδη άγνοια, αδιαφορία ή και συμπεριφορά υπηρεσιών του Δημοσίου με γραφεία σε ενοικιασμένα κτίρια. Γενικά πρόκειται για έναν κόσμο που λειτουργεί στη βάση απίθανων στρεβλώσεων, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, σε μία οθωμανο-βαλκανική λογική των αρχών του 20ού αιώνα.
Είναι βέβαιο ότι τα ίδια, ή και χειρότερα, συμβαίνουν σε πολλούς άλλους τομείς δραστηριοτήτων της ελληνικής κοινωνίας, που ακριβώς εξαιτίας αυτής της πραγματικότητας λειτουργούσε σαν πολτός, αλλάζοντας συνεχώς σχήματα δίχως συνέχεια και συνέπεια. Οι αλλεπάλληλες νέες ρυθμίσεις, για να βολευτούν «ανάγκες» της στιγμής, συσσωρεύονταν πάνω στις προηγούμενες και όλες μαζί έφτιαχναν ένα «σώμα» νόμων και κανόνων για τρελαμένους μυημένους, ειδικούς σε δολιχοδρομίες, αλλά και αρπακτικούς ατσίδες. Φυσικά, σε όλο αυτό είναι αδύνατον να υπάρχουν διαφάνεια και δημόσιος έλεγχος.
Για να μπεί κάποια τάξη σε όλο αυτό το χάος των στρεβλώσεων, που είναι αδιανόητο για ευρωπαϊκή χώρα, χρειάζονται τεράστια προσπάθεια, μεγάλες συγκρούσεις και πολύς χρόνος. Προς το παρόν, δεν γίνεται ιδιαίτερη προσπάθεια και έτσι δεν υπάρχει δικαιοσύνη στην ανάληψη ευθυνών και βαρών. Που σημαίνει ότι τα βάρη πέφτουν στις πλάτες της λεγόμενης μεσαίας τάξης και ακόμη περισσότερο σε εκείνους που δεν μπορούν να ξεφύγουν από το δίχτυ, ή θέλουν να είναι εντάξει απέναντι στον εαυτό τους, στον νόμο και στο κοινωνικό σύνολο. Οι οποίοι πολύ συχνά οδηγούνται στο συμπέρασμα πως είναι «κορόιδα», όταν σπεύδουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους μέσα στις προθεσμίες, αφού σύντομα ανακαλύπτουν ότι ακολουθούν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους αδιάφορους, τους κακοπληρωτές και τους φοροφυγάδες που κρύβονται πίσω και ανάμεσα στους ανήμπορους…