Ελλάδα: Καλοκαίρι του 2018: «Στις ειδήσεις τα βλέπεις και τρως» (Ο Θάνατος διακοπές στο Σεράγιεβο πάει): με ταλαιπωρεί ξανά μετά πάνω από μια εικοσαετία ο ίδιος στίχος (εν παρόδω: από τις ελάχιστες ισορροπημένες αντιδράσεις της «κουλτούρας μας» στις τούμπες πτωμάτων που προκάλεσαν οι ομόδοξοι). Με ταλαιπωρεί και η αναλογία που θέλει τους θύτες να παραμένουν στο απυρόβλητο δικαιωμένοι, επικρατώντας σε εκλογές (όταν και εάν γίνονται) και βγάζοντας τη γλώσσα στη λογική και τη διεθνή κοινότητα. Όμως είμαστε εμείς οι ίδιοι που συναινούμε, ανεχόμαστε, εν τέλει στηρίζουμε τους Μιλόσεβιτς, Τσίπρα κ.τ.τ.
Μα εμείς; Φυσικά! Πού ακούστηκε η μυρωδιά της καμένης σάρκας να μην ενεργοποιεί παρά μειδιάματα; Πού αλλού (μετά το Άουσβιτς) οι θύτες επιχαίρουν ρίχνοντας την υπαιτιότητα στα ιερά σώματα των νεκρών; Πού αλλού υπάρχει τόσο άτιμη κοινωνία, ώστε να περιμένει το συμπαθέστατο πλέι μέικερ για το προσκλητήριο από το οποίο απουσιάζουν κόμματα και συλλογικότητες; Τόσοι μάρτυρες της ανικανότητας και της αναλγησίας δε μας φτάνουν για να μαζευτούμε και να θρηνήσουμε ως αξιοπρέπεις συνάνθρωποι καταλαμβάνοντας κάποιο δημόσιο χώρο; Είμαστε εμείς πολίτες δημοκρατικής πολιτείας, όταν αφήνουμε ασχολίαστο τον πυρήνα της κυβερνητικής προπαγάνδας, σύμφωνα με τον οποίο οι νόμοι στη χώρα μας έχουν διαφορετική ισχύ ανά κατηγορίες «υπηκόων», ότι οι άνθρωποι χαίρουν βαθμιδωτών δικαιωμάτων αναλόγως της υπαιτιότητας και των ενοχών που σε βάρος τους διασείουν οι κομισάριοι υπουργοί; Μας αξίζει να μας κυβερνούν (να μας εξουσιάζουν) συμπλεγματικοί λάιτερ, οι οποίοι κραδαίνουν ως όπλο την ανευθυνότητά τους και επικαλούνται ως πολιτικό και κυριαρχικό δικαίωμα τη μωρία τους (αποδίδοντάς την στη φυσική νεότητα, αυτήν ακριβώς που κατατρέχουν εδώ και χρόνια).
Πιέζω τον εαυτό μου να μην ξεχάσει, όπως σε πολλούς μάς διαφεύγει ότι δεν υφίσταται δημοκρατική προοπτική και ισότητα σε μια χώρα με κλειστές τράπεζες. Καταπίνω την ανικανότητα των κομμάτων της αντιπολίτευσης (των δημοκρατικών), όπως τα ίδια κατάπιαν χωρίς δεύτερη κουβέντα τις κυβερνητικές απειλές, στέκουν στο περιθώριο, δεν καλούν σε αντίσταση, δεν υποχρεώνουν την παρέμβαση του (όποιου) προέδρου της «δημοκρατίας», δε ζητούν ένα συμβούλιο αρχηγών, μιξολογούν «προτάσεις». Είμαστε μια χαμένη γενιά, πολλές γενιές, όσοι/ες αποτελέσαμε το εκλογικό σώμα των τελευταίων εκλογών, όσοι/ες νομιμοποιήσαμε την καταστροφή της δημοκρατίας προσερχόμενοι/ες επί σφαγή στα εκλογικά τμήματα του Δημοψηφίσματός τους. Γι’ αυτό αποφεύγουμε να ορίσουμε το αύριο, την κοινωνία μας χωρίς αυτούς και τους συμμάχους τους (Χρυσαυγίτες, τελευταία και τους σιωπηλούς ορθοκομμουνιστές).
Γεγονότα: αυτά θα τους ρίξουν, αυτά που δεν προετοιμάζουμε και δε μιλάμε για αυτά, αφού (με την πιθανή εξαίρεση των μαθητικών καταλήψεων του 90-91) η συλλογική κινητοποίηση, ο δρόμος, εδώ και δεκαετίες ανήκει σε λογής φασίστες, φαιοκόκκινους, μελανογαλάζιους και δε συμμαζεύεται (ανακαλώ: συλλαλητήρια, κλιντονιάδες, πλατείες, αγανακτισμένους, αποκλεισμούς λιμανιών, τρακτέρ, λαοσυνάξεις, μακεδονομαχίες, τη Νέα Κίο, τη νίκη της βίας στην περίπτωση Γρηγορόπουλου).
Δεν έχω στολή να φορέσω (ευτυχώς) και πανό να στοιχηθώ, όμως οφείλω να φυλάξω το ύστατο χρέος: ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ! Ίσως τότε, ίσως όταν μιλήσουμε για το αύριο και πείσουμε την πραγματικά μη υπαίτια γενιά, τους μαθητές και μαθήτριες, τους κοντά και κυρίως κάτω των είκοσι ετών γεμίσουμε το ταξί (χωρίς τον ταξιτζή). Εδώ ολόκληρος Μιλόσεβιτς έπεσε τελικά, όχι όμως με εκλογές (αυτές φρόντιζε να τις «κερδίζει»). Και δεν έπεσε για αυτά που έκανε, αλλά για το μέλλον που υπονόμευσε εις το αόριστον, στην επίσης ξενήλατη χώρα του.