Καθώς έχουμε ήδη μπει σε προεκλογική περίοδο, το κεντρικό ζήτημα που έχει να απαντήσει το εκλογικό σώμα, μέσα σε συνθήκες πρωτοφανούς ρευστότητας και αδιεξόδου, είναι εάν η αλλαγή που προφανώς χρειάζεται η χώρα μπορεί να προέλθει μέσα από τα σχήματα και τους φορείς που σφραγίζονται από την κρίση, φέροντας την ευθύνη για την εκδήλωση και το βάρος της διαχείρισής της. Απλουστευτικά και σχηματικά, το ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: είναι επισκευάσιμος ή όχι ο μεταπολιτευτικός μας δικομματισμός; Μπορούν τα κόμματα εξουσίας, που βρίσκονται στα πρόθυρα της κοινοβουλευτικής διάλυσης, να αυτοκαθαρθούν, να ανακαινιστούν ουσιαστικά και να αναδεχθούν το βάρος που θα απαιτήσει το αμέσως επόμενο διάστημα όποιες κι αν είναι οι εξελίξεις;
Ας μην ξεχνάμε ότι τα κόμματα αυτά έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στο χρόνο – και, ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ, αξιοσημείωτη ικανότητα προσαρμογής σε εντελώς διαφορετικά ιδεολογικοπολιτικά περιβάλλοντα.
Αν για τη Ν.Δ. η περίοδος Μητσοτάκη αποτέλεσε μια παρένθεση επικράτησης του σταθερά μειοψηφικού, με προδικτατορική κεντρώα προέλευση, φιλελεύθερου στοιχείου της συντηρητικής παράταξης, που αργότερα περιθωριοποιήθηκε και σήμερα έχει εντελώς εξοβελιστεί από μια κυρίαρχη “λαϊκή δεξιά”, με λαϊκιστική ρητορική, εθνικιστικά ανακλαστικά και όλο ισχυρότερες ακροδεξιές επιρροές, για το ΠΑΣΟΚ τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Δεν είναι καθόλου εύκολη ούτε αυτονόητη η μετακίνηση χωρίς διαλυτικά φαινόμενα ενός κόμματος από τον αντιπολιτευτικό εθνικοπατριωτισμό της δεκαετίας του 70, στον ιδιότυπο ρεαλισμό της εξουσίας της δεκαετίας του 80, και από εκεί στην δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και τον εκσυγχρονισμό στη δεκαετία του 90, μέχρι το μεταμοντέρνο αποδομητικό ριζοσπαστισμό που επαγγελλόταν ο Γ. Παπανδρέου.
Τα κόμματα αυτά σχημάτισαν το κυρίαρχο δίπολο, γύρω από το οποίο συγκροτήθηκε η βασική προϋπόθεση της πολιτικής, δημοκρατικής και θεσμικής ομαλότητας, που ήταν πρωτοφανής στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους και μέγιστη κατάκτηση της μεταπολιτευτικής διαδρομής του – μέσα από την επιλογή της σύνδεσης του βηματισμού της χώρας με την Ευρώπη.
Μπορούν λοιπόν τώρα να ηγηθούν, χωριστά ή μαζί, της προσπάθειας δηλαδή για παραμονή στην ευρωπαϊκή τροχιά στο καλό σενάριο ή της ακόμη μεγαλύτερης για τη διαχείριση μιας ζοφερής επόμενης μέρας στο κακό σενάριο;
Η απάντηση είναι θεωρητικά θετική. Αλλά μόνον θεωρητικά. Γιατί προϋπόθεση μιας ουσιαστικής ανακαίνισης είναι η ρήξη με το παρελθόν. Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει τέτοια έκταση, ένταση, βάθος και προοπτική ώστε συγκλονίζει το πολιτικό σύστημα με τρόπο συγκρίσιμο μόνο με ιστορικές τομές, όπως υπήρξαν στο παρελθόν δραματικότερα από εθνική και ιστορική άποψη γεγονότα, όπως το ’22, ο Εμφύλιος ή η δικτατορία. Επομένως, στην πράξη θα χρειαζόταν ό,τι συνέβη στην Ελλάδα το ΄74, όταν οι σημαντικότερες πολιτικές της προσωπικότητες διέκριναν την ανάγκη ρήξης με το παρελθόν, τις πρακτικές, τις δομές και τα σύμβολά του: η Ν.Δ. κάλυψε το χώρο αλλά δεν αποτέλεσε συνέχεια της ΕΡΕ, το ΠΑΣΟΚ κατέλυσε αντί να υποκαταστήσει την Ένωση Κέντρου.
Η ανασύνθεση ενός πολιτικού χώρου περνάει μέσα από τη ρήξη, την ασυνέχεια. Αλλά οι επιλογές σήμερα εμφανίζονται στην αντίθετη κατεύθυνση: εστιάζονται στην διεκδίκηση της εξουσίας μέσα από την επιμονή σε μια πολυσυλλεκτικότητα που δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα, όπως θα ήταν τα πολυτασικά κόμματα, αλλά στην παραδοσιακή λογική της εξουσίας ως συγκολλητικής ύλης και του προσωποπαγούς αρχηγισμού. Η λειτουργία της έχει φτάσει στα όριά της. Δεν είναι τυχαίο ότι 22 βουλευτές της Ν.Δ. καταψηφίζουν το Μνημόνιο ΙΙ, μολονότι ξέρουν πως θα διαγραφούν αμέσως κι αυτό παρότι απέχουν δύο ή τρεις το πολύ μήνες από μια διαφαινόμενη ως ασφαλή νίκη του κόμματός τους στις εκλογές. Απαρνούνται, δηλαδή, βουλευτές έδρες και υπουργικούς θώκους, μπροστά στο αντίκρυσμα της αντίδρασης που περιμένουν από τη βάση τους. Ποτέ δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο στην ελληνική πολιτική ιστορία. Παρόλα αυτά, η ηγεσία αντιδρά με τον πιο προβλέψιμο και παρωχημένο τρόπο – με την άσκηση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος που αναγνωρίζεται στον πρόεδρο-αφέντη. Ο κ. Σαμαράς διαγράφει την κα Μπακογιάννη επειδή ψήφισε το πρώτο Μνημόνιο, διαγράφει μαζικά βουλευτές επειδή δεν ψήφισαν το δεύτερο, και ταυτόχρονα ενσωματώνει σύμβολα της ακροδεξιάς, με νεοφασίζοντες ιριδισμούς, παρότι είχαν σταθερά ταχθεί υπέρ του Μνημονίου που εκείνος εξίσου σταθερά κατακεραύνωνε. Απομένει μόνον το εξουσιαστικό δικαίωμα του “αρχηγού” – όχι του προέδρου, ούτε του ηγέτη, αλλά του αρχηγού, με την έννοια που είχε η λέξη, ας πούμε, για το κόμμα του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου.
Ο κ. Παπανδρέου έχει ήδη προσυπογράψει ως καταστατική αρχή της ηγεσίας του αυτή την αρχηγική εξουσία: από την κα Ματσούκα επικεφαλής του ψηφοδελτίου για το Ευρωκοινοβούλιο μέχρι τον κ. Δρούτσα υπουργό Εξωτερικών, και με πλείστα άλλα παραδείγματα ενδιαμέσως, μέχρι την πρόταση για δημοψήφισμα στις Κάννες, πρόταση που προέβαλε ως επιχείρημα δημοκρατίας την ώρα που προφανώς κανείς πρόεδρος δημοκρατικού κόμματος σε θεσμισμένη χώρα δεν θα διανοούνταν να υποβάλει χωρίς να έχει συζητήσει με τους υπουργούς και τα βασικά στελέχη του κόμματός του, το παράδειγμα είναι η ενός ανδρός αρχή, μέχρι τη διαγραφή εκείνων που διατηρούσαν την ψευδαίσθηση ότι είναι “συνεργάτες” ή πολιτικά στελέχη, επειδή στο παρελθόν τους είχε εξυπηρετήσει η συνθήκη ανυπαρξίας πολιτικών όρων στη σχέση μεταξύ της αρχηγικής εξουσίας και των οιωνδήποτε συνεργατών ή πολιτικών στελεχών.
Ο κ. Βενιζέλος επιλέγει τη στρατηγική της “ομαλής συνέχειας” του Γιώργου Παπανδρέου (παρότι μπορεί να ρωτήσει για την αποτελεσματικότητά της είτε το Ντέηβιντ Μίλιμπαντ, ή πιο πρόχειρα τη Ντόρα Μπακογιάννη), που παραπέμπει σε μια εξίσου παραδοσιακή τακτική “ώριμου φρούτου” σαν αυτή του κ. Σαμαρά, μέχρι την ώρα που κατέστησε σαφές ότι επιμένοντας δεν ήταν πρωθυπουργήσιμος, όχι τουλάχιστον χωρίς πτώχευση της χώρας. Έχει, για να κριθεί, το περιθώριο των πρώτων κινήσεών του όταν (και εφόσον) αναδειχθεί στην ηγεσία, αλλά η επιλογή της συνέχειας κάνει δύσκολες όλες τις άλλες αναγκαίες επιλογές.
Όλα αυτά θα ήταν ωραία αν η Ελλάδα και οι συνθήκες δεν είχαν αλλάξει τόσο δραματικά. Δεν υπάρχει σαφέστερο δείγμα του αδιεξόδου από την πείσμονα άρνηση του πολιτικού συστήματος και κυρίως των βασικών φορέων του να τολμήσουν ένα βαθύ μετασχηματισμό, που να περιλαμβάνει αποκοπή των διεφθαρμένων εσωτερικών μηχανισμών τους, καθαρή διατύπωση ιδεολογικών συντεταγμένων και πολιτικών, με στόχους και μέσα, με καθαρές κοινωνικές συμμαχίες και καθαρό προσδιορισμό των αντιπάλων, και παράλληλα, όσο είναι δυνατόν, με το άνοιγμα του πεδίου για την είσοδο στην πολιτική δραστηριότητα νέων προσώπων που θα εκφράσουν την αλλαγή φάσης. Αυτή η μάχη χαρακωμάτων, που στην πιο πεζή έκφρασή της είναι η μάχη κοινοβουλευτικής επιβίωσης, η μάχη της έδρας, μέσα σε ένα σκηνικό κατάρρευσης κομμάτων και της χώρας ίσως, δείχνει και το βαθμό στον οποίο το σημερινό πολιτικό σύστημα παραμένει αναντίστοιχο με τα προβλήματα και ασύμβατο με τη λύση τους. Μπορεί να το πει κανείς και εντελώς κυνικά: για την πλειοψηφία των μελών του πολιτικού συστήματος ισχύει ότι απλώς τα ατομικά συμφέροντά τους (και ενδεχομένως η ίδια η επιβίωση των κεντρικών φορέων) δεν ταυτίζονται με τα συμφέροντα της χώρας. Είναι στοιχειώδης αυτοσυντήρηση. Δεν έχουν κανένα κίνητρο να μάχονται για ουσιαστική λύση, το αντίθετο μάλιστα, στο βαθμό που η λύση αυτή περιλαμβάνει ή προϋποθέτει την κατάργηση του συστήματος αναπαραγωγής της εξουσίας τους.