Οι προσεχείς εκλογές έχουν μια φανερή και μια κρυφή ατζέντα που βρίσκονται σε πλήρη αντίφαση μεταξύ τους. Η φανερή ατζέντα είναι αυτή που έθεσε ο Τσίπρας, δηλαδή η ηγετική του αυτονόμηση σε νέο κάπως πιο ευρωπαϊκό ρόλο. Η κρυφή ατζέντα είναι αν στην πραγματικότητα θα επικυρωθεί μια εντελώς απολίτικη φυσιογνωμία του πολιτικού μας συστήματος. Οι εκλογείς σπρώχνονται να ψηφίσουν εκλογικά προγράμματα που δεν έχουν σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Μπορεί να είναι γριφώδης η θέση μου αυτή, αλλά παρά ταύτα την θεωρώ περίπου προφανή και θα προσπαθήσω να την φωτίσω, τουλάχιστο από μια ορισμένη σημαντική γωνία της.
Οι εκλογές προκηρύχτηκαν επειδή ο Τσίπρας διαπίστωσε ότι δεν είχε κόμμα για να κυβερνήσει. Αποφάσισε, λοιπόν, να δημιουργήσει δικό του προσωπικό κόμμα βασισμένο στην προσωπική του υψηλή δημοτικότητα. Μια δημοτικότητα που χτίστηκε περισσότερο πάνω σε μια «συμπεριφορά έναντι εχθρών» παρά σε λύσεις προβλημάτων. Με τον τρόπο αυτό αποκόπηκε πλήρως από το (ανόητο) ριζοσπαστικό αριστερό αφήγημα που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, αλλά δεν διατύπωσε νέο ολοκληρωμένο αφήγημα ούτε καν με την μορφή πλαισίου αναφοράς. Απλώς ζητάει την ψήφο για να εφαρμόσει την συμφωνία με τους εταίρους, υποσχόμενος ότι κατά την εφαρμογή θα επιδιώξει με αντιπροτάσεις να μειώσει τον «αντιλαϊκό» χαρακτήρα της. Επομένως, ο Τσίπρας κατεβαίνει στις εκλογές χωρίς καμία ρητή ιδεολογική αναφορά αρκούμενος στην επίκληση μιας κατά τον δικό του ασαφή ορισμό «αριστερής» προαίρεσής του. Τι θα ψωνίσει από αυτό το αερικό μενού ο ψηφοφόρος; Μάλλον την συμπάθεια προς το «γελαστό παιδί». Επομένως πλήρης αποπολιτικοποίηση του εκλογικού διακυβεύματος.
Πάμε τώρα στην αντιπολίτευση. Μόνοι εκφραστές ξεκάθαρης πολιτικής και ιδεολογική ατζέντας προβάλλουν το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή, με κοινό θεμέλιο την εχθρότητας προς την φιλελεύθερη δημοκρατία. Εκεί ο ψηφοφόρος έχει να ψωνίσει από καλάθι με πολύ ξεκάθαρους ιδεολογικοπολιτικούς στόχους: Σταλινικό ολοκληρωτισμό, ή ερζάτζ εθνικολαϊκιστικό ναζισμό. Στο πεδίο του δημοκρατικού τόξου τα πράγματα είναι από θολά μέχρι αδιαπέραστα ακόμη και στη διεισδυτικότερη ματιά. Η ΝΔ παλεύει να βρει μια κεντροδεξιά πλατφόρμα, πολεμώντας ταυτόχρονα φραστικά τη νεοσυντηρητική συμφωνία που και η ίδια ψήφισε μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ ως λύση ανάγκης. Για τον φόβο απώλειας πελατείας δεν τολμά ούτε να ψελλίσει κάποια αναφορά στον φιλελεύθερο νεοσυντηρητισμό και τις συνεπαγόμενες μεταρρυθμίσεις που επιβάλλει. Αλλά δεν λέει και τίποτα το σαφές πάνω στα κρίσιμα ζητήματα του κοινωνικού κράτους. Μια δόση αμήχανου απολίτικου προεκλογικού λόγου και από εκεί. Το νεοσύστατο πάλι κόμμα της Λαϊκής Ενότητας μιλάει πολύ χωρίς να λέει τίποτα άλλο παρά ότι για όλα φταίει η ιμπεριαλιστική Ευρώπη και το ευρώ. Υπόσχεται κάτι που μυρίζει λαϊκό καθεστώς τύπου Κούβας που ούτε και αυτό δεν το λέει ξεκάθαρα. Ιδεολογικοί αφορισμοί, λοιπόν και πολιτικό περιεχόμενο μηδέν. Όσο για το Ποτάμι, αναπτύσσεται ένα κρυπτικός λόγος που είναι αδύνατο να ταξινομηθεί σε οποιοδήποτε γνωστό ιδεολογικό σχήμα, παρά μόνο σε μια επίκληση της αυθεντίας των όντως σημαντικών στελεχών που διαθέτει. Ο αρχηγός του μιλάει για όλα εκτός από τον ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό του κόμματός του. Τέλος, από το μέτωπο του ΠΑΣΟΚ και της φλούδας του που αποκολλήθηκε με την μορφή του Κινήματος του Γιώργου Παπανδρέου, μόλις σήμερα (23/8) φάνηκε μια ελπίδα πολιτικού ξεκαθαρίσματος, όταν ο τελευταίος μίλησε για την δυνατότητα ενότητας των δυνάμεων της δημοκρατικής αριστεράς (γράφε σοσιαλδημοκρατίας). Πόσο εφικτή είναι μια τέτοια ενότητα μέσα στα στενά περιθώρια του εξαιρετικά σύντομου προεκλογικού αγώνα, θα δείξει αν στο πεδίο της σοσιαλδημοκρατίας μπορεί να γίνουν θαύματα.
Απέναντι στο θολό αυτό τοπίο, οι διανοούμενοι, στην πλειονότητά τους, αντιτάσσουν έναν γενικόλογο λόγο που περισσότερο μπερδεύει παρά διαφωτίζει τον πολίτη. Το ζήτημα που αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, αυτή η κατάσταση του πολιτικού σκηνικού, είναι η αδυναμία της φιλελεύθερης σοσιαλιστικής δημοκρατικής ιντελιγκέντσιας να δημιουργήσει ορατή τάση «οργανικών διανοουμένων» και θα συμβάλλει στη διαμόρφωση «διαφωτιστικής» σχέσης με ένα εκλογικό σώμα που βομβαρδίζεται από όλες τις πλευρές από μηχανισμούς ανορθολογικής αγκιτάτσιας από την μία και εμπορευματοποίησης της πληροφορίας από την άλλη. Έχουμε ήδη μια κοινωνία που απλώς δεν ακούει τους διανοουμένους της παρά μόνο εκείνους που θα στρατευθούν άνευ όρων στα στερεότυπα και τις σκοπιμότητες του εθνικολαϊκίστικου λόγου. Αυτή η πλευρά του πολιτικού μας ζητήματος το συνδέει με ένα βαθύτερο πολιτιστικό ζήτημα που απαιτεί επιτέλους κάποια ξεκάθαρη λύση: Θα λειτουργήσουμε ως ρασιοναλιστική ανοιχτή κοινωνία ή όχι; Η απάντηση στο ζήτημα αυτό θα καθαρίζει για πολλά χρόνια την έκβαση των πολιτικών μας πραγμάτων. Η υποβάθμιση του ρόλου των διανοουμένων σε μια κοινωνία είναι σύμπτωμα πολιτισμικού επιθανάτιου ρόγχου.
Με τρόμο βλέπω να αυξάνουν ραγδαία οι φίλοι και οι φίλες γύρω μου που σηκώνουν τα χέρια απελπισμένοι λέγοντος «δεν μας ακούει κανείς». Και εννοούν όχι ότι κανείς δεν τους υπακούει, μακριά από εμένα τέτοια σκέψη, αλλά ότι κανείς δεν στέκεται καν ν’ ακούσει αυτό που έχουν να τους πουν. Έχουν κλεισμένα τα αφτιά σε κάθε τι που αντιβαίνει στις τραγικά εσφαλμένες αντιλήψεις τους για το τι συμβαίνει. Ο περίγυρός μου είναι κατά βάση άνθρωποι του σιναφιού, διανοούμενοι διαφόρων διαμετρημάτων αλλά, πάντως, άτομα που πάσχουν ψυχικά με τον ανορθολογισμό της σκέψης των πολλών συμπολιτών μας μπροστά στα προβλήματα που έχει θέσει η νέα κατάσταση της κοινωνίας μας. Κι εγώ, από την πλευρά μου το ομολογώ, έχω καταντήσει κουραστικός να λέω σε όλους μας ότι ο ρόλος μας είναι βοηθήσουμε την κοινωνία μας να σκεφτεί. Να κατέβουμε από τα όποια βάθρα μας και να πλησιάσουμε τους συμπολίτες μας με ταπεινοφροσύνη για τους πούμε τον εναλλακτικό λόγο μας και να υπομείνουμε ακόμη και στην πιο σκληρή αντιπαράθεση. Αυτό είναι το καθήκον του διανοούμενου σε περιόδους που η κοινωνία δοκιμάζεται. Γιατί ο διανοούμενος είναι εκείνος που έχει την ασύμμετρη πληροφόρηση που του χάρισε το κοινωνικό του προνόμιο και αυτή την πληροφόρηση οφείλει να την μοιράσει με καθαρή καρδιά στους κοινωνικούς του εταίρους ως ανταπόδοση στην προνομιακή κοινωνική θέση που του έχουν εξασφαλίσει. Για να μη παρεξηγηθώ: Δεν μιλάω για ιδεολογικά κηρύγματα. Η ιδεολογία του κάθε διανοούμενου έχει ακριβώς την ίδια αξία με την ιδεολογία του όποιου απλού πολίτη. Αναφέρομαι μόνο στην ασύμμετρη γνώση των «πραγμάτων» που κουβαλάει ο καθένας σπουδαγμένος και στοχαστικός πολίτης και που ο απλός πολίτης δεν είχε την ευκαιρία να αποκτήσει. Και το ζήτημα είναι πως οι πολίτες, στην μεγάλη πλειονότητά τους, έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην κοινωνική ελίτ της γνώσης και της εμπειρίας. Το φαινόμενο ισοδυναμεί με απότομη εξαέρωση του κοινωνικού μας κεφαλαίου. Μια χαρακτηριστική μορφή πνευματικής χρεωκοπίας. Ο Τσόμσκι έχει προ πολλού διευκρινίσει ότι η ευθύνη των διανοουμένων είναι λένε την αλήθεια και να αποκαλύπτουν το ψεύδος, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει ότι αυτή η θέση του μπορεί να φαίνεται κοινότοπη, ενώ δεν είναι. Στην άλλη άκρη βρίσκεται μια παραλλαγή της, διατυπωμένη από τον Χάιντεγκερ σε μια φιλοχιτλερική διακήρυξή του, που υποστηρίζει, ότι «αλήθεια είναι η αποκάλυψη εκείνου που κάνει τον λαό να αισθάνεται βέβαιος, σαφής και ισχυρός σε ότι αφορά την δράση και τη γνώση του». Η πονηρία του Χ. είναι φανερή. Η αλήθεια δεν έχει απόλυτη αξία, αλλά μόνο ως εργαλείο για την κίνηση του λαού προφανώς κάτω από την μπαγκέτα ενός λαϊκού ηγέτη όπως ο Ναζιστής Αρχηγός. Δεν μιλάμε, λοιπόν, για αυτήν την αλήθεια του Χάιντεγκερ, αλλά για την εμπειρική αλήθεια που υπονοεί ο Τσόμσκι ως υπόβαθρο για κάθε ορθολογική επιλογή.
Είναι αλήθεια ότι η σημερινή κατάσταση επιβάλλει νέους ρόλους στους διανοουμένους και έχουν ηθική υποχρέωση να τους βαδίσουν. Είναι εξ ίσου αλήθεια ότι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι διανοούμενοι από την δική τους πλευρά έχουν κάνει ό,τι χρειάζεται για να προσαρμοστούν στις νέες κοινωνικές ανάγκες. Ζούμε μια εποχή σύγχυσης που δεν περιορίζεται μόνο στην ελευθερία των ατέλειωτων επιλογών μας. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο τι θέλουμε και τι μπορούμε να διαλέξουμε από όσα μας προσφέρει αυτή η εποχή της ανεξέλεγκτης χειραφέτησης. Το πρόβλημα είναι ότι η κοινωνία βρέθηκε μπροστά σε πολύπλοκες συνθήκες για τις οποίες δεν έχει εκπαιδευτεί για να τις αντιμετωπίσει. Κάτω από τέτοιες συνθήκες η πιθανότητα αποτυχημένης επιλογής είναι εξαιρετικά μεγάλη όταν η επιλογή δεν βασίζεται σε στέρεη γνώση των πραγμάτων. Ο μέσος πολίτης ζει μέσα σε μια παραζάλη παραπληροφόρησης για τα «πράγματα» την ίδια στιγμή που η παιδεία του τον έχει καθηλώσει σε πλαίσια σκέψης ενός περασμένου αιώνα. Και όμως, μέσα σε τέτοιες συνθήκες καλείται να επιλέξει δρόμους που θα καθορίσουν τη ζωή του και το μέλλον των παιδιών του. Αν συνεχιστεί αυτή η ανισορροπία ανάμεσα στο «ξέρω» και στο «θέλω», μόνο περιπέτειες μπορεί να περιμένει η κοινωνία. Μια τέτοια δυσαρμονία ανέκαθεν ευνοούσε τα σκοτεινά συμφέροντα που αυτά έχουν συνήθως το προνόμια του ανήθικου προσχεδιασμού. Ο κάθε είδους ολοκληρωτισμός, ανορθολογικός από τη φύση του, ελλοχεύει ακριβώς μέσα σε τέτοιες συνθήκες.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα, το παράδειγμα της σχέσης μας με το σύστημα της ΕΕ. Το διαλέγω επειδή σήμερα μέσα σε αυτό το σύστημα έχουν εγκιβωτιστεί, κατά ιστορική αναγκαιότητα και με δική μας επιλογή, οι συνθήκες οικονομικής και κατά συνέπεια κοινωνικής επιβίωσής μας. Τι ξέρει σήμερα ο μέσος πολίτης για όλο αυτό το ζήτημα; Τις προάλλες η συζήτηση το έφερε να υποστηρίξω ότι όλα όσα συμβαίνουν γύρω από την κρίση μας πρέπει να συζητούνται με επίγνωση των κοινών στρατηγικών στόχων που δικαιολογούν την ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι απαντήσεις που πήρα ήταν εντυπωσιακά πολωμένες: Από τη μία τα μέλη της διαδικτυακής παρέας που είχαν κάποια εκπαίδευση στα οικονομικά και τις διεθνείς σχέσεις (διανοούμενοι κατά τεκμηριο) και από την άλλη οι φίλοι που φανερά τους κατατάσσουμε στην ομάδα του «απλού πολίτη». Οι μεν, αυθόρμητα τοποθετούσαν τις απόψεις του μέσα σε ένα πλαίσιο παραδοχής κοινών στρατηγικών στόχων των χωρών που συνιστούν την ΕΕ. Έπαιρναν ως δεδομένο ότι η ουσία της ΕΕ βρίσκεται στην σύμπτωση στρατηγικών στόχων των μελών της. Οι άλλοι με ποικίλους τρόπους διερμήνευαν μια επαναλαμβανόμενη μηδενιστική απορία του τύπου «υπάρχουν τέτοιοι κοινοί στρατηγικοί στόχοι»; Η πόλωση των αποκρίσεων ήταν εντυπωσιακή. Ήταν σαφές ότι δεν μπορούσε καν να γίνει συζήτηση ανάμεσα στις δύο ομάδες αφού η κάθε μια της αναφερόταν σε διαφορετικό σύστημα αναφοράς. Οι πρώτοι «ήξεραν» και αναγνώριζαν τους κοινούς στρατηγικούς στόχους και ανέπτυσσαν την όποια κριτική επιχειρηματολογία τους σε αναφορά σε αυτούς. Οι δεύτεροι είχαν μιαν υπερβατική αντίληψη του συνεκτικού δεσμού της Ένωσης με αναφορές σε νεφελώδεις προθέσεις και οράματα κάποιων πατέρων για τους οποίους δεν ήξεραν ούτε το όνομά τους και ως εκ τούτου ανέπτυσσαν απόψεις περίπου σουρεαλιστικές. Οι δεύτεροι, απλώς «δεν ήξεραν» αυτά που ήξεραν οι πρώτοι.
Είμαι βέβαιος, ότι αντίστοιχη εικόνα θα είχαμε αν επιχειρούσαμε μια ανάλογη συζήτηση για θέματα όπως είναι το Ασφαλιστικό, η πολιτική για την Υγεία, η εκπαιδευτική πολιτική, αλλά ακόμη και η ίδια η συνταγματική τάξη που δοκιμάζεται βάναυσα αυτές τις μέρες. Ο μέσος πολίτης τρέφεται με το άχυρο που του προσφέρουν τα εμπορικά ΜΜΕ, εμπνέεται από την συνθηματολογία του κόμματος της επιλογής του και εντρυφά στους συνομωσίολογικούς ιστότοπους που εξηγούν πως η νέα τάξη ψεκάζει για το συμφέρον της.
Τι σημαίνει, εν τέλει, για μια κοινωνία το να έχει τόσο χαμηλή εμπιστοσύνη στους διανοουμένους της; Που δεν τους ακούει καν; Τι σημαίνει, ακόμη χειρότερα, για μια κοινωνία όταν οι πολίτες στήνουν αυτί μόνο στους διανοούμενους που στρατεύονται ιδεολογικά και απλώς κολακεύουν για να κολακευτούν από μια πελατεία πιστών που τους αποφέρει προσωπικό όφελος ή δόξα ; Δηλαδή στους διανοούμενους που αρνούνται τον κοινωνικό τους ρόλο και γίνονται όργανα προπαγάνας;
Γιατί ο ρόλος του διανοούμενου στην κοινωνία είναι να «αναλάβει την ευθύνη να λέει την αλήθεια και να αποκαλύπτει τα ψεύδη», όπως χαρακτηριστικά συνόψισε το ζήτημα ο Νόαμ Τσόμσκι στο εμβληματικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στο The New York Review of Books, τον Φεβρουάριο του 1967 αναφερόμενος στη θέση των αμερικανών διανοουμένων απέναντι στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Τσ. προσέχει πολύ τα λόγια του. Μιλάει για «αλήθεια» και «ψεύδη» και όχι για «καλό» η «κακό». Γιατί εκεί κρύβεται ακριβώς το μυστικό. Ο πολίτης πρέπει να ξέρει τα ορθά (αληθή) δεδομένα για να κρίνει τι είναι σωστό και τι είναι λάθος κατά την άποψή του, δηλαδή να αξιολογήσει την πραγματικότητα ανάλογα με το ιδεολογικό του πρόταγμα. Στις μέρες μας ο πολίτης βομβαρδίζεται με χιλιάδες «πρέπει» αλλά δεν του λέει κανείς «τι υπάρχει και τις συμβαίνει» παρά μόνο του σερβίρονται προδιαμορφωμένες εικόνες, που τον οδηγούν σε προδιαμορφωμένες αξιολογήσεις και επιλογές.
Ίσως γιαυτό και να έχει μειωθεί τόσο η εμπιστοσύνη των πολιτικών στους διανοουμένους του. Περίμενε γνώση από αυτούς και εκείνου του σερβίρουν «άποψη». Μέσα σε ένα τέτοιο αντιφατικό πλαίσιο μπορεί να ερμηνευθεί και η άποψη του Φουκουγιάμα που θεωρεί την κοινωνική εμπιστοσύνη ως παράγοντα ελαχιστοποίησης του πάσης φύσεως συναλλακτικού κόστους. Μια κοινωνία δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα σύστημα ανθρώπινων σχέσεων που συναλλάσσονται παντοιοτρόπως μεταξύ τους. Αν η συναλλαγή τους διέπεται από ατέρμονη καχυποψία (έλλειψη εμπιστοσύνης), θα επιβαρύνεται με τεράστια κόστη διασφάλισης και εφαρμογής. Μια συναλλαγή, λ.χ. που κλείνει με ένα απλό σφίξιμο των χεριών έχει μηδενικό κόστος σε σχέση με την ίδια συναλλαγή που απαιτεί εκατέρωθεν δικηγόρους, εμπειρογνώμονες διαπραγματευτές και την λειτουργία ενός εξεζητημένου διοικητικού και δικαστικού συστήματος για την επιβολή της νομιμότητας των συναλλαγών. Η διαφορά στο κόστος βρίσκεται ακριβώς στη διαφορά εμπιστοσύνης μεταξύ των συναλλασσομένων. Η χώρα μας πάσχει από τερατώδες τέτοιο κόστος, ακριβώς επειδή κανείς δεν εμπιστεύεται κανένα. Εδώ υποστηρίζω ότι αυτό το κόστος εν πολλοίς οφείλεται στην αποτυχία των διανοουμένων να εκπαιδεύσουν τον πολίτη στην αλήθεια των δεδομένων, πριν ο πολίτης ασκήσει τις χειραφετημένες επιλογές του κρίνοντας ελευθέρα κατά τις όποιες προτιμήσεις του.
Δεν είναι άραγε καθήκον μας να συγκροτήσουμε πρακτικά σχέδια για ένα τέτοιο ξαναπλησίασμα των συμπολιτών μας και την αποκατάσταση των τόσο πολύτιμων σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ μας;