Τα επεισόδια εις βάρος του Γιώργου Νταλάρα αλλά και εναντίον των πολιτικών που παρακολουθούσαν την παρέλαση στη Ρόδο, επαναφέρουν με ένταση τη συζήτηση για τα φαινόμενα βίας, με θύμα όποιον, κατά τη γνώμη των πρωταγωνιστών της, προσωποποιεί την πολιτική ισχύ, την οικονομική δύναμη, την αντίληψη περί κατεστημένου.
Αύριο, στόχος μπορεί να είναι εκείνος με το ακριβό αυτοκίνητο στο φανάρι, η κυρία με την ακριβή (πλην όμως κλεψίτυπη) τσάντα, ή κάποιος (από τους λίγους) που παρέμεινε στη δουλειά, σε ένα εργοστάσιο που χτυπήθηκε από τις μαζικές απολύσεις. Στόχοι που θα διευρύνονται, όσο προσπαθούμε να ανακαλύψουμε βάση πολιτικής νομιμοποίησης σε μη πολιτικές συμπεριφορές, ή να προσφέρουμε βάση συμψηφισμού, στη λογική ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη βία από την κρίση».
Έτσι κι αλλιώς δεν είναι η πρώτη φορά. Ο Κωστής Χατζηδάκης στην πορεία, ο Αλέκος Αλαβάνος στον Άγιο Πεντελεήμονα, ο Γιώργος Πεταλωτής σε κομματική εκδήλωση, ο Κάρολος Παπούλιας στην παρέλαση, και παλιότερα ο Χρήστος Πολυζωγόπουλος στα Εξάρχεια, καθώς και άλλοι πολλοί, δοκίμασαν τη «λαϊκή οργή» και την «αγανάκτηση» του «κόσμου». Όπως δοκίμασαν και την «προσεκτική» στάση των πολιτικών κομμάτων και τη – συχνά – επιδοκιμαστική στάση των Μέσων Ενημέρωσης.
Η αποδοκιμασία και η καταδίκη του φαινομένου πρέπει να είναι ευθεία, απερίφραστη και χωρίς αστερίσκους (πολιτικούς, κοινωνικούς, αισθητικούς κ.ά). Καμία αντίρρηση. Όμως πλέον είναι φανερό ότι δεν αρκεί. Ήρθε η ώρα της πολιτικής τόλμης, ώστε να αποδοκιμαστεί ο δράστης. Και κυρίως ο δράστης, το υποκείμενο της βίας, ώστε να αποκαλυφθούν και οι πιθανές υπόγειες διαδρομές που προσδιορίζουν τη δράση του.
Η βία, παντού, έχει συγκεκριμένο φορέα. Εκτός από τη σημερινή συγκυρία που φαίνεται να αγνοείται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η προσωπική ευθύνη. Η προσωπική ευθύνη, που είθισται να χάνεται πίσω από μια συμπεφωνημένη ασυλία, την οποία χαίρει διαχρονικά ο «πολίτης». Που παρασύρθηκε, που απολύθηκε, που «κουρεύτηκε», που αγανάκτησε, που, που, που…