Συνεχίζω να πιστεύω ότι η στάση του Βαγγέλη Βενιζέλου στη θυελλώδη συνεδρίαση της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής για τη λίστα Λαγκάρντ, όπου κατέθεσε ως μάρτυρας – αλλά, έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, ως οιονεί κατηγορούμενος -, ήταν και πνευματώδης και θεμιτή. Στην προσωπική ιστοσελίδα του ο καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης, αυστηρός όπως πάντα, επιμένει «ότι ο Βενιζέλος δεν έπρεπε να μπει στο παιχνίδι αντιπαράθεσης με τον Κασιδιάρη και την Κωνσταντοπούλου», διότι έτσι χάνει όχι μόνο το παιχνίδι των εντυπώσεων αλλά και την ουσία: οι κανόνες είναι κανόνες, λέει, και οφείλεις να τους σέβεσαι, έστω και αν δεν είσαι εσύ ο πρώτος που τους παραβιάζεις.
Ο καθηγητής Τσακυράκης έχει δίκιο, αλλά δίκιο εν προκειμένω, κατά τη γνώμη μου, έχει και ο Βενιζέλος. Υπό την πίεση μιας διαδικασίας στην οποία διακυβεύεται η υπόληψή σου και το πολιτικό κύρος σου, μπορείς να χάσεις την ψυχραιμία σου ακόμα και αν είσαι τέρας ψυχραιμίας. Ο άνθρωπος δεν είναι μηχανή. Οταν αμύνεσαι, δεν προλαβαίνεις πάντα να σχεδιάσεις την άμυνά σου. Και στη δημόσια ζωή τα λόγια συχνά γίνονται αντικείμενο κριτικής, χωρίς κανείς να εξετάζει τα συμφραζόμενα.
Στα τόσα χρόνια που εκτίθεμαι εκφράζοντας δημόσιο λόγο, δεν θυμάμαι να έχω υπερασπιστεί ούτε μία φορά τις πολιτικές επιλογές του Βενιζέλου – και αυτό από μόνο του, πιστεύω, μου επιτρέπει το σημερινό σημείωμα. Ο καθηγητής Τσακυράκης σταχυολογεί ορισμένες από τις αποστροφές του λόγου της βουλευτού Ζωής Κωνσταντοπούλου, μέλους της Προανακριτικής: «Εχετε καταστρέψει τη χώρα». «Είστε βαθύτατα αντιδραστικό υποκείμενο πολιτικά». «Προσέχετε». «Αφήστε τα κόλπα». «Αφήστε τα κόλπα και τις πονηριές». «Συγκρατηθείτε». «Ιδιος με τον Κασιδιάρη» (5 φορές). «Είστε τόσο ίδιος με τον κ. Κασιδιάρη». Πώς απαντάς ψύχραιμα και θεσμικά σε τέτοιου τύπου αποστροφές;
Ωστόσο, ακόμα και αν ο εκνευρισμός καθόρισε το ύφος των απαντήσεων του Βενιζέλου, σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις υπήρξε βαθύτατα πολιτικός. Ηταν βαθύτατα πολιτική, π.χ., η φράση του ότι κατά το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «η συνεχής επανάληψη μιας ερώτησης συνιστά βασανιστήριο». Ηταν επίσης απολύτως πολιτική η απάντησή του στην παρατήρηση της Κωνσταντοπούλου ότι έχει διαλύσει τη νέα γενιά: «Δεν είστε νέα, κυρία μου. […] Πολιτικά, ιδεολογικά και αισθητικά είστε πολύ παλιά».
Κατ? αρχάς, όντως δεν είναι ηλικιακά νέα η κυρία Κωνσταντοπούλου – και αυτό, αντικειμενικά: δεν είναι νέα διότι έχει και ηλικία και διαδρομή. Το θέμα είναι ότι από αυτή τη διαδρομή της δεν μάθαμε ποτέ τις πολιτικές προτάσεις της. Τις κρύβει για να μην της τις κλέψουν; Γνωρίζουμε, αντιθέτως, στη Βουλή και στα ΜΜΕ το εριστικό των παρεμβάσεών της και τη χρήση των μανιχαϊστικών, δικηγορίστικων κατηγορητηρίων που απευθύνει σε πολιτικούς αντιπάλους και, μάλιστα, υπό την οικογενειακή αιγίδα – την ίδια αιγίδα, π.χ., των Καραμανλήδων, των Παπανδρέου ή των Μητσοτάκηδων, που η «προοδευτική» κριτική τούς θεωρεί πολιτικά τζάκια.
Καληνύχτα και καλή τύχη.