Εν μέσω Μεγάλης Εβδομάδας δεν πίστευα στα μάτια μου. Προσπαθούσα να διακρίνω αν διάβαζα σωστά. Ο Νίκος Δήμου έκανε μια δήλωση που αμφισβητούσε το Άγιο Φως και κάποιοι μητροπολίτες τού επιτέθηκαν με ύβρεις και κατάρες!
Ο Νίκος Δήμου είναι γνωστός από δεκαετίες στον δημόσιο χώρο. Αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα ορθολογιστή, ενός ανθρώπου που εξυμνεί τον διαφωτισμό και αποκρούει κάθε τι υπερφυσικό, κάθε τι το οποίο δεν υπακούει στη λογική και στην εμπειρία. Ευνόητο είναι ότι απορρίπτει ιερατείο, εικόνες, εκδηλώσεις ευλαβείας και όλα τα συναφή. Αποδέχεται την ηθική αξία του Χριστιανισμού, χωρίς και αυτή να διεκδικεί αποκλειστικότητα.
Αν ζούσε στα αποστολικά χρόνια θα ήταν ένας αγνωστικιστής φιλοσοφών που θα δυσπιστούσε στο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα. Αν ζούσε στο Βυζάντιο θα θεωρούσε ειδωλολατρεία τις εκδηλώσεις των εικονοφίλων. Αν ζούσε στην Τουρκοκρατία θα ήταν ένας δεύτερος Κοραής, ίσως λίγο πιο ριζοσπαστικός. Ζη όμως στον 20ό-21οαιώνα και όσα ισχυρίζεται δεν ξενίζουν. Για την Ευρώπη συνιστούν κοινοτοπία, για την Ελλάδα όμως φαίνεται πως εξεγείρουν τα πνεύματα.
Για ποιό λόγο η αμφιβολία, ακόμη και η άρνηση του υπερφυσικού, καθιστούν έναν άνθρωπο «εμπαθή και δαιμονιώδη», όπως έγραψε ένας μητροπολίτης; Με ποια λογική μπορεί να ποινικοποιείται τόσο βαριά ο ορθολογισμός ως στάση ζωής; Ακόμη χειρότερα, πώς νομιμοποιείται ο εκκλησιαστικός χώρος να απευθύνει τόσο φρικτές κατηγορίες όταν όλοι γνωρίζουμε ότι στα εκκλησιαστικά παρασκήνια η εμπάθεια κυριαρχεί ασύδοτη;
Άλλος μητροπολίτης τον ονόμασε «ανθρωπάκι». Ξέρουμε όλοι πολλά ανθρωπάκια μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο, μερικά εκ των οποίων δέχθηκαν συνειδητά να χάσουν κάθε αξιοπρέπεια προκειμένου να ανελιχθούν σε υψηλά αξιώματα. Τα ανθρωπάκια αυτά θα εμφανιστούν κατόπιν κορδωμένα, σαν να μην έγινε τίποτε, να ποιμάνουν τον λαό του Θεού! Αλλά αυτοί βρίσκονται στο απυρόβλητο και δέχονται χειροφιλήματα, ενώ όχι σπάνια εμφανίζονται λαλίστατοι τιμητές πάντων!
Και δεν είναι μόνο ότι “στο σπίτι του κρεμασμένου δεν πρέπει να μιλάνε για σχοινί”. Είναι ότι μέσα στο Μεγαλοβδόμαδο ακούστηκαν αρχιερατικές κατάρες: «να σαπίσει το στόμα του»! Γιατί; Επειδή, λέει, προσέβαλε τον Θεό. Από πού τεκμαίρεται αυτό μέσα από την δήλωσή του; Αλλά και αλήθεια να ήταν, προς τι ο υπερβάλλων ζήλος να παραβιασθή η αποστολική εντολή «ευλογείτε και μη καταράσθε»; Γιατί να επιμένουμε να παριστάνουμε εμείς τις “δώδεκα λεγεώνες αγγέλων” που ο Χριστός αρνήθηκε;
*
Τα περιστατικά αυτά δεν αποτελούν μεμονωμένα συμπτώματα. Πρέπει να αντιμετωπισθούν ως μορφές και παραλλαγές του ίδιου διαχρονικού προβλήματος που ταλανίζει την ελλαδική Εκκλησία, δηλαδή τηςαδυναμίας της να συναντηθή με τη νεωτερικότητα. Μάλλον θα έλεγα, της πεισματικής άρνησής της.
Αρνούμενη να διαλεχθή με τον νεωτερικό άνθρωπο η Εκκλησία μας ουσιαστικά φανερώνει ότι ψυχολογικά ανήκει σε άλλη εποχή, στηνπρονεωτερική, εκεί που ήκμασε επί αιώνες. Αποκαλύπτει ότι θεωρεί εαυτήν συνυφασμένη με την αγροτική κοινωνία (θυμίζω πως οι πρωινές ακολουθίες της ακόμη αρχίζουν την ίδια ώρα με την εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι πήγαιναν για ύπνο μόλις νύχτωνε), καθώς και με τα αυτονόητα της βυζαντινής εποχής. Για μεγάλη μερίδα κληρικών μας ο νοητός χώρος που φιλοξενεί τις φαντασιώσεις τους είναι εκείνος που καθορίζεται από τον βυζαντινό αυτοκράτορα-προστάτη της Εκκλησίας, από το μονοπώλιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην δημόσια διδαχή, από την βοήθεια του “χωροφύλαξ” στην επίλυση προβλημάτων. Σε μια τέτοια φαντασιακή σφαίρα δεν υπάρχει ισότιμος αντίπαλος στον οποίο να πρέπει να αντιπαρατεθής με επιχειρήματα. Και αν υπάρχει, οφείλει να εξοντωθή, είτε με μηνύσεις είτε με λοιδορίες και ύβρεις.
Η κραυγαλέα απουσία διαλόγου με επιχειρηματολογία οφείλεται και σε ανικανότητα και σε άρνηση. Η μία γεννά την άλλη. Εν τω μεταξύ η εν λόγω στάση έρχεται σε ζωηρή αντίθεση με εκείνη των Πατέρων μας οι οποίοι ήξεραν να συναντήσουν τον συνομιλητή τους στο “γήπεδο” που άρμοζε στην περίπτωσή του. Αν και ζούσαν σε προνεωτερική εποχή δεν του αφαιρούσαν το δικαίωμα να λέει τη γνώμη του, αλλά είχαν το θάρρος και την εντιμότητα να αναπτύσσουν επιχειρηματολογία ομόλογη του αντιπάλου, χωρίς λοιδορίες και ύβρεις. Έτσι μίλησε ο Παύλος στους Αθηναίους, έτσι διαλέχθηκαν οι Καππαδόκες με τους εθνικούς, έτσι αποστόμωσε ο άγιος Μάξιμος τους μονοθελήτες. Συστηματική, βήμα-βήμα, αναίρεση των θέσεων του αντιπάλου μέσα από το δικό του λεξιλόγιο και τις δικές του παραστάσεις. Και αυτά σε πολιτισμικό περιβάλλον όπου δεν είχε αναπτυχθή ακόμη το (καθολικό σήμερα) αίτημα για πλουραλισμό και πολυφωνία.
Τι λέω; Ζητάμε πολλά. Εδώ υπάρχει απλώς ένα εκρηκτικό θυμικό καθώς και ένα “κοινό” προς εσωτερική κατανάλωση. Εδώ συναντούμε εθελοτυφλία η οποία οργίζεται επειδή ο συνομιλητής αρνείται να ζήσει στην δική μας φαντασιακή εποχή. Εδώ υβρίζεται ο διαφωνών, ενώ αντίθετα ο υβριστής θα διαμαρτυρηθή έντονα όταν υποστή τα ίδια σε κάποια άλλη περίπτωση στην οποία νομίζει πως αδικείται. Ενδιαφέρον –όσο και εξοργιστικό- είναι ότι πολλοί εκκλησιαστικοί φωνασκούν για καταπάτηση δημοκρατικών αρχών (!) όταν δεν τους αναγνωρίζονται τα αυτονόητά τους. “Μονά-ζυγά δικά τους” δηλαδή. Η δυσανεξία προς τη νεωτερικότητα εξηγεί και γιατί πολλοί χριστιανοί έχουν κακές σχέσεις με την δημοκρατία ως πολίτευμα και κρυφά ερωτοτροπούν με φασιστικού τύπου καθεστώτα. Γενικά μερίδα κληρικών και λαϊκών θυμούνται τη δημοκρατία μόνο όταν τους συμφέρει. Και φυσικά μόνο προς τους “εκτός”, αφού στο εσωτερικό των εκκλησιαστικών ομάδων ασκούν στυγνή δικτατορία.
Εν ολίγοις, ως Εκκλησία δεν μάθαμε να είμαστε ένας από τους πολλούς. Και πεισματικά αρνιόμαστε να το μάθουμε βρίζοντας όποιον μάς θυμίζει αυτό το καθήκον. Επιπλέον, φαντασιωνόμαστε πως μόνο εμείς εκφράζουμε αυτό που λέγεται Εκκλησία. Αγνοούμε πως υπάρχουν αρκετοί πιστοί (μεταξύ των οποίων και εγώ και πολλοί άλλοι που γνωρίζω) που βρίσκουν γελοίο να υποδεχόμαστε το Άγιο Φως με τιμές αρχηγού κράτους!
*
Είναι περιττό να τονίσω ότι αντιδράσεις σαν και αυτές που επικρίνουμε εδώ απλώς “σπρώχνουν πιο βαθιά το καρφί”. Με άλλα λόγια, το μόνο που καταφέρνουν είναι να δικαιώνουν τους ορθολογιστές στις προκαταλήψεις τους και να παγιώνουν ακόμη περισσότερο την εντύπωσή τους ότι αυτό που ονομάζεται “Ορθόδοξη Εκκλησία” δεν είναι παρά ένας όχλος σκοταδιστών και φανατικών ρασοφόρων και των αφελών οπαδών τους.
Θα έπρεπε να το αποφεύγουμε αυτό. Όχι μόνο επειδή και αυτοί αποτελούν ένα εν δυνάμει ποίμνιό μας το οποίο θα άξιζε κάποτε να προσελκυσθή. Αλλά και επειδή υπάρχει δυνατότητα για συμμαχίες.
Πριν από μερικά χρόνια βρέθηκα με τον Νίκο Δήμου σε τηλεοπτική εκπομπή. Δεν δυσκολευθήκαμε αμέσως να στοιχηθούμε στην ίδια γραμμή, μια και απέναντί μας είχαμε αστρολόγους. Με τα συνδυασμένα επιχειρήματα του ορθολογισμού και της πίστης καταφέραμε να ανατρέψουμε την εξωφρενική νεοεποχήτικη νοοτροπία περί “αστρικών δυνάμεων” και των επιδράσεών τους στη ζωή μας, την οποία οι συνομιλητές μας προσπάθησαν να περάσουν στο τηλεοπτικό κοινό.
Το παράδειγμα αυτό είναι καίριο. Μέσα στη μετανεωτερική σύγχυση που βιώνουμε, η συμμαχία των δυνάμεων της ορθολογιστικής νεωτερικότητας και της Θεολογίας μας έχει την ικανότητα να αρθρώσει ισχυρό αντίλογο στην αντίληψη περί σχετικότητας των πάντων και να συνδράμει το μεταμοντέρνο υποκείμενο που είναι θραυσματοποιημένο και ανορθολογικό. Πολλοί εκκλησιαστικοί δεν έχουν συλλάβει αυτή την πολιτισμική εξέλιξη και συνεχίζουν να απευθύνονται προς τους ορθολογιστές με όρους παρωχημένης απολογητικής, αγνοώντας ότι πλέον υπάρχει πεδίο κοινού αγώνα για να διασωθή η ακεραιότητα του ανθρωπίνου προσώπου.
*
Αδελφοί ορθολογιστές, σε πείσμα των αμφιβολιών σας ή και των βεβαιοτήτων σας, μάθετε ότι ο Χριστός Ανέστη!
Αδελφοί συντηρητικοί-προνεωτερικοί χριστιανοί, ας μη λησμονούμε ότι «ημείς κηρύττομεν Χριστόν εσταυρωμένον», ο Οποίος δεν βρίζει και δεν καταριέται. Μόνο διαλέγεται και αγαπά.