Ήδη έχουν γραφεί πάρα πολλά για τη γνωστή ρήση του Πέτρου Τατσόπουλου περί των γενετήσιων προσανατολισμών και επιτυχιών του. Άλλοι τον κατηγόρησαν πως μπήκε σ’ ένα αχρείαστο διάλογο με τη Χρυσή Αυγή, νομιμοποιώντας με αυτό τον τρόπο αυτό το νεοναζιστικό κόμμα, άλλοι για σεξισμό, άλλοι για ομοφοβία, όλες κατηγορίες ηθικής και ηθικολογικής διάστασης.
Ελάχιστοι όμως ήταν αυτοί που του άσκησαν πολιτική κριτική, που εστίασαν στο γεγονός πως η περίφημη αυτοβιογραφική αποκάλυψή του δόθηκε σ’ ένα περιοδικό του οποίου ο εκδότης και στυλοβάτης αποτελεί τη ναυαρχίδα του ελληνικού ανορθολογισμού. Από το συγκεκριμένο εκδότη, δημοσιογράφο και performer της επικοινωνίας εκπορεύονται εκείνες οι απόψεις που νομιμοποιούν την κάθε είδους ρατσιστική, σεξιστική, εθνικιστική και ανορθολογική συμπεριφορά. Η βραχνή φωνή του αποτελεί το πρελούδιο της εισόδου –των πάρα πολλών, είναι αλήθεια, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών οπαδών του– στον κόσμο του μίσους, του αντισημιτισμού, στον κόσμο των σεξιστικών και φυλετικών στερεοτύπων και της υποτίμησης της λογικής.
Αλλά, αλήθεια, ποια λογική βρίσκεται στους χιλιάδες συμπατριώτες μας, οι οποίοι πιστεύουν πως μας ψεκάζουν και γι’ αυτό ψηφίζουν τον Καμμένο ως μπροστάρη του αγώνα κατά των ψεκασμών; Αλήθεια, πού είναι η λογική σ’ όλους αυτούς που σε πείσμα των στοιχείων μιλούν για τοκογλυφικά επιτόκια, την ίδια στιγμή που οι χώρες του Νότου, αλλά ακόμη και η Γερμανία, δανείζονται με υψηλότερα επιτόκια; Πού είναι η λογική σ’ όλους αυτούς που νομίζουν πως μερικές ακόμη απολύσεις θα γεννήσουν νέες θέσεις εργασίας, σε μια κοινωνία που είναι σε ύφεση εδώ και πέντε χρόνια; Πού είναι η λογική σε μια κοινωνία που χαίρεται όταν καίγονται οι εργαζόμενοι στη Μαρφίν και εξεγείρεται μόνο όταν οι κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους ασκούν υπέρμετρη βία, η οποία φτάνει μέχρι και τις δολοφονίες;
Πού είναι η λογική όταν ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας νομιμοποιεί τη «χρυσαυγίτικη βία» και ταυτοχρόνως ένα άλλο μεγάλο αναλίσκεται σε «φλύαρες» τοποθετήσεις κατά της «βίας γενικά»; Τοποθετήσεις που αφοπλίζουν τη δημοκρατία έναντι της φασιστικής βίας. Όταν το ίδιο το κράτος, ως φορέας της νόμιμης οργανωμένης βίας, αρνείται να την ασκήσει και αφήνει να το υβρίζουν και να το απειλούν, τότε τι γίνεται; Η κοινωνία απλά παρακολουθεί; Αλλά, για να μη νομίζετε πως μεροληπτώ, όταν οι ακροαριστεροί καταργούν την κίνηση των ιδεών στα πανεπιστήμια και το μόνο που επιτρέπουν είναι η ακινησία των σκουπιδιών, τότε, αν το κράτος δεν κάνει τίποτα, η κοινωνία απλώς παρακολουθεί ή μαζεύει η ίδια «με τη βία» τα σκουπίδια, όπως έκαναν στο ΑΠΘ κάποιοι γενναίοι πανεπιστημιακοί και φοιτητές;
Ο κατάλογος των ερωτημάτων θα μπορούσε να συνεχίζει επ’ άπειρον, αλλά αλήθεια πού τελικά είναι η λογική και ο Διαφωτισμός σε μια κοινωνία η οποία αρέσκεται να ερμηνεύει την πολυσύνθετη πραγματικότητα με αναλύσεις του τύπου «είναι ο καπιταλισμός, ανόητε», με όρους όπως «κλεπτοκρατία» και «λαμόγια», και με αστυνομικές εξηγήσεις των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων όπως είναι τα βιβλία της Ναόμι Κλάιν; Βιβλία που, κατά δήλωσή του, εκτιμά ο Τατσόπουλος.
Τι σχέση όμως έχουν όλα αυτά τα ερωτήματα με τη συζήτηση για τα ρηθέντα από τον Τατσόπουλο; Εκ πρώτης όψεως καμία. Αν όμως καλοεξετάσουμε το ζήτημα, θα δούμε δύο κοινά πράγματα. Από τη μια πλευρά έχουμε μια κοινωνία που καραδοκεί να κάνει κάποιος το όποιο ολίσθημα, για να τον κατασπαράξει, για να ξεχάσει ό,τι άλλο θετικό ή προοδευτικό έχει πει ή έχει γράψει ο «αμαρτωλός κατασπαρασσόμενος». Αν μάλιστα το λάθος του περιέχει και σεξιστικές αναφορές, τότε ουαί και αλλοίμονό του.
Αυτά που γράφηκαν, κυρίως στο διαδίκτυο, για να μεμφθούν ή να επαινέσουν τον Τατσόπουλο ήσαν τα περισσότερα εκτός όποιας ανθρωπιστικής και κοινωνικής λογικής. Ήσαν απόψεις άγριων θηρίων που παραμονεύουν να κατασπαράξουν το θύμα, που έκανε το λάθος να αφήσει το δικό του πεδίο για να εισέλθει στο πεδίο της υπεραπλούστευσης και του σεξισμού. Η απάντηση σ’ αυτόν το σεξισμό ήταν ένας αντισεξιστικός σεξισμός.
Ο Τατσόπουλος έδωσε τροφή στην κοινωνία του παραλόγου και τώρα το πληρώνει. Πριν όμως δώσει τροφή σ’ αυτή την κοινωνία, τράφηκε ο ίδιος απ’ αυτήν. Είναι αυτή η κοινωνία της απουσίας του ορθού λόγου και του Διαφωτισμού που έκανε τον Τατσόπουλο βουλευτή της, όταν αυτός εντάχθηκε σ’ ένα κομματικό σχηματισμό, που με ραφινάτο τρόπο χρησιμοποίησε στην ανάλυσή του τα περισσότερα από τα επιχειρήματα του ελληνικού ανορθολογισμού.
Ο Τατσόπουλος συγγραφέας και βιβλιοκριτικός ήταν ένας διανοούμενος του ορθού λόγου. Με τις όποιες παραχωρήσεις στο συναισθηματισμό ή και τον εντυπωσιασμό δεν έπαυε να φέρεται και να μιλά ως διανοούμενος, η γραφή του οποίου ζει και τρέφεται από το λόγο του Διαφωτισμού. Και όμως ξαφνικά (;) βρέθηκε να είναι θιασώτης της αστυνομικής ερμηνείας της ιστορίας των διαφόρων Ναόμι Κλάιν και «συνεργαζόμενος», όπως υποστηρίζει, με ένα κόμμα που στο κεντρικό του αφήγημα έχει απεμπολήσει την ορθολογική κληρονομιά της Ανανεωτικής Αριστεράς. Ξαφνικά (;) βρέθηκε ο ίδιος να καταδικάζει την ευγένεια ως «αβραμοπουλικό καθωσπρεπισμό».
Και αυτή η καταδίκη της ευγένειας από έναν άνθρωπο της λογοτεχνικής καλλιέπειας, τον έστειλε στα θηρία του φεϊσμπουκικού αντικαθωσπρεπισμού. Η ανάμειξη του καλλιτεχνικού αυθορμητισμού με την ανορθολογική και πολιτικάντικη ερμηνεία των κοινωνικών εξελίξεων, σε συνδυασμό με τους κινδύνους που απορρέουν από την προβολή στα ΜΜΕ και την επιδερμικότητα των δικτύων κοινωνικής δικτύωσης, όλα αυτά τον μετέτρεψαν από διανοούμενο του ορθού λόγου σε «πολιτικό» της ατάκας, της ύβρεως και της έπαρσης.
Εγώ ελπίζω πως θα ξανασυναντήσουμε κάποτε το συγγραφέα και βιβλιοκριτικό. Γιατί τελικά το «αμάρτημά» του δεν είναι ηθικό, αλλά πολιτικό. Και γιατί ελπίζω πως ο πραγματικός Τατσόπουλος δεν είναι αυτός που σήμερα νομίζουμε. Τέλος, από το πάθημά του ένα μάθημα αντλούμε: το πεδίο του διανοούμενου είναι αυτό της κριτικής σκέψης και της πάλης κατά των κυρίαρχων στερεοτυπικών απόψεων και όχι αυτό της εμπορικής, πολιτικής και διαδικτυακής επιδοκιμασίας. Ευτυχώς.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι συγγραφέας και βιβλιοκριτικός. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ο φιλόσοφος της πεφωτισμένης δημοκρατίας» (Πόλις).