Στις 16 Φεβρουαρίου, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας επισκέφθηκε το υπουργείο Αμύνης. Στη διάρκεια της επίσκεψής του εκείνης, ανάμεσα σε διάφορα ηρωικά τετριμμένα για το ηθικό και τον επαγγελματισμό του στρατεύματος, φρόντισε να κάνει και μια δήλωση επιτηδευμένα οξεία. «Δεν δέχομαι να λοιδορεί την πατρίδα μου ο κύριος Σόιμπλε. Ποιος είναι ο κύριος Σόιμπλε; Ποιοι είναι οι Φινλανδοί, ποιοι είναι οι Ολλανδοί;», αναρωτήθηκε ο κ. Παπούλιας. Ποιοι είναι, λοιπόν, οι Ολλανδοί; Ποιοι οι Φινλανδοί; Πώς μετριέται αυτό που είναι σήμερα τα κράτη; Με τους αριθμούς των δεικτών της οικονομίας τους, με την ποιότητα της παιδείας τους, με τη συνοχή των κοινωνιών τους, με πραγματικά, δηλαδή, απτά, μετρήσιμα στοιχεία – ή με τον «ελληνικό» τρόπο, τη μυθολογία και την εθνική αυταρέσκεια που επικαλείται τρισχιλιετή κλέη;
Κι αν, έστω, η εθνική ιστορία, η εθνική αφήγηση δηλαδή των Ολλανδών και των Φιλανδών δεν είναι γεμάτη ηρωικά κλέη, δεν χρειάζεται να είναι, προς τι; Μήπως δεν είναι εταίροι μας και δανειστές μας – μάλιστα υποχρεωτικά, μέσω του μηχανισμού στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Δεν έχουν δικαίωμα οι δανειστές μας να αναρωτιούνται, αν πιάνουν τόπο τα λεφτά τους και να ψάχνουν τρόπο να διασφαλίσουν ότι θα τα ξαναπάρουν;
Διότι τι είναι οι δανειστές – ενός φυσικού προσώπου ή ενός λαού; Φιλάνθρωποι; Υπεράνω; Υπεράνω μπορεί να είναι μόνο ένα φυσικό πρόσωπο που είτε έχει είτε δεν έχει οικονομικό πρόβλημα δεν το κάνει θέμα όταν βοηθάει με δανεικά κι αγύριστα έναν πολύτιμο φίλο του. Υπεράνω χρημάτων, δηλαδή, μπορεί να είναι, ως πολίτης, ο ίδιος ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος δάνεισε, όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών, το 1995, στον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, για να μπορέσει αυτός να ξεπληρώσει το σπίτι που έκανε δώρο στην αγαπημένη του, ένα σημαντικό ποσό. Από τότε βεβαίως όλοι μας γνωρίζουμε πολλοί καλά ποιος είναι ο κύριος Παπούλιας. Αν είχε κάνει κάτι ανάλογο ο κύριος Σόιμπλε σίγουρα θα γνωρίζαμε ποιος είναι. Εξάλλου αυτοί οι «άγνωστοι» μας Σόιμπλε, δεν ισχυρίζονται πως δεν υπάρχουν στη χώρα τους φαινόμενα διαφθοράς, αλλά όταν τα ανακαλύπτουν η παραίτηση του μέχρι πρότινος Προέδρου τους, δείχνει πώς τα αντιμετωπίζουν. Για να γυρίσουμε όμως στο θέμα με το «κωλόσπιτο» (κατά τον χαρακτηρισμό του Ευάγγελου Γιαννόπουλου), διαβάζουμε στον Τύπο της εποχής τα συμβάντα και, όντως, ανασύρουμε μια ιστορία βαθιάς φιλίας:
«Με τον πρωθυπουργό μάς συνδέουν 30 χρόνια σταθερής και αδιατάρακτης φιλίας», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Κ. Παπούλιας, ο οποίος δάνεισε στον Α. Παπανδρέου 10 εκατομμύρια δραχμές, ενώ στο δικό του «πόθεν έσχες» εμφανίζει εισόδημα 16,3 εκατομμύρια δραχμές.
Η αυταπάρνησή του, να ζήσει εκείνη τη χρονιά από το υστέρημά του, είναι βεβαίως αξιέπαινη, επιβεβαιώνει ότι το ρητό «Πιστεύω τω φίλω. Πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις», που μαθαίναμε παλιά στην πρώτη επαφή μας με την αρχαία γλώσσα, είναι πεποίθηση εμπεδωμένη. Μην περιμένει όμως ο πρόεδρος την ίδια, ασφαλώς ανιδιοτελή, αυταπάρνηση από κυβερνήσεις και κράτη, όταν μάλιστα μεταφέρουν πόρους αντλημένους από τη φορολογία των πολιτών τους για να στηρίξουν την Ελλάδα όπου η φοροδιαφυγή οργιάζει.
Απ’ αυτή την άποψη, ήταν διπλά άκομψη η δήλωσή του. Αν έγινε για τους ξένους, δεν πέτυχε τίποτα παραπάνω από το να τους κάνει περισσότερο σκεπτικιστές για τη χώρα μας – κι άλλωστε δεν μας προσπόρισε οφέλη, αφού ήταν πολλές τόσο οι επικρίσεις του ξένου Τύπου όσο και οι δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων. Χρειαζόμαστε, άραγε, εχθρική διάθεση εναντίον μας από τους εταίρους και δανειστές μας;
Θα πείτε, μια τέτοια δήλωση πιο πολύ είχε στόχο όχι το εξωτερικό αλλά το εσωτερικό. Τους Έλληνες που πληρώνουν οδυνηρά τις συνέπειες των όσων συμβαίνουν. Αλλά είναι άραγε φρόνιμο, όντας πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρόσωπο δηλαδή υψηλού κύρους και ακόμα υψηλότερου συμβολισμού, να παρακινείς το εθνικό ακροατήριό σου να κινητοποιήσει το θυμικό του, την ίδια στιγμή που χρειάζεται κατανόηση των προβλημάτων και ψυχραιμία απέναντι σε μια διαπραγμάτευση την οποία διεξάγει ο ίδιος ο πρωθυπουργός; Είναι δυνατόν, ο πρόεδρος να πυροδοτεί το κλίμα του «αναδελφισμού», όταν η πολιτική ηγεσία αγωνίζεται να κρατήσει τη χώρα στο ευρώ και στην Ευρώπη; Είναι δυνατόν με τις δηλώσεις του ο πρόεδρος να απηχεί περισσότερο τις νεφελώδεις ιδεολογικές αναζητήσεις των «Αγανακτισμένων» της πλατείας και όχι τον επίμοχθο στόχο του πολιτικού συστήματος – τουλάχιστον των δύο μεγάλων και, ακόμα, κυρίαρχων πόλων του; Είναι δυνατόν ο πρόεδρος της δημοκρατίας να υιοθετεί ρητορική ανάλογη εκείνης του Μίκη Θεοδωράκη και του Μανώλη Γλέζου; Θα πείτε πως μάλλον είναι. Γιατί όταν η χώρα αντιμετώπιζε μύρια όσα προβλήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρός της διάλεγε να επισκέπτεται τον Καντάφι και τον Άσαντ, τους ηγέτες της αμεσοδημοκρατικής Τζαμαχιρίας και της δημοκρατίας της Συρίας…
Ο Κάρολος Παπούλιας, βεβαίως, είναι ένα πρόσωπο που έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου από την πολιτική. Ως υπουργός Εξωτερικών στην τελευταία κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, την τριετία 1993-96, δεν μπορεί να μην έχει μάθει ότι η διεθνής κοινότητα, πολύ συχνά, δεν ανέχεται την επίκληση της εθνικής ιδιορρυθμίας, ιδίως όταν αυτή δεν συμβαδίζει με τους γενικούς κανόνες που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις. Δεν μπορεί να μη θυμάται τις πιέσεις που δεχόταν επί υπουργίας του η Ελλάδα να άρει το εμπάργκο εναντίον της πΓΔ της Μακεδονίας. Και επίσης δεν μπορεί να μην είχε εισπράξει τη δυσαρέσκεια της διεθνούς κοινότητας από την άρνηση της Ελλάδας, εκείνα τα χρόνια, να κατανοήσει το εύρος του γιουγκοσλαβικού προβλήματος, μια εποχή κατά την οποία, εκτός των άλλων, τον Αύγουστο του 1995, είχε συντελεστεί η αποτρόπαια πράξη γενοκτονίας των Μουσουλμάνων της Σρεμπρένιτσα από τους Βόσνιους Σέρβους του Κάρατζιτς, με περίπου 8.000 νεκρούς. Εκείνο το διάστημα, και κατόπιν, υπήρξαν καταγγελίες ότι συμμετείχαν και έλληνες παραστρατιωτικοί στο έγκλημα. Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης άρχισε με τεράστια καθυστέρηση, το 2006, και από τότε εκκρεμεί.
Ωστόσο, η κυβέρνηση της Ολλανδίας παραιτήθηκε λίγο μετά το έγκλημα της Σρεμπρένιτσα επειδή αποδείχθηκε ότι ολλανδική στρατιωτική δύναμη ήταν επιτετραμμένη, για λογαριασμό του ΟΗΕ, να επιτηρεί την περιοχή – και η επιτήρησή της αποδείχθηκε πλημμελής. Την ίδια εποχή, η Ελλάδα παρέμεινε ανάδελφος, και η κοινή γνώμη της είχε πειστεί ότι έπρεπε να συμπαρίσταται σε Μιλόσεβιτς, Κάρατζιτς και Μλάντιτς. Επειδή είχαν το δίκιο και την ηθική με το μέρος τους; Όχι. Αλλά επειδή ήταν ορθόδοξοι! Γιατί, ως γνωστόν, το ορθόδοξο είναι και αληθινό.
Ποιοι είναι οι Ολλανδοί, λοιπόν; Ποιοι είναι οι Φιλανδοί; Είναι σύγχρονοι λαοί που δεν δηλώνουν ανάδελφοι. Είναι εταίροι μας και δανειστές μας. Τους χρωστάμε, δεν μας χρωστάν’. Θα περίμενε κανείς από τον πρώτο πολίτη της χώρας μας, επιτέλους, να συμβολίσει όχι τον εθνικό μας αναδελφισμό, το δικαίωμα στην εξαίρεση απ’ τον κανόνα, το δικαίωμα στην αυθαιρεσία, αλλά την επιστροφή στην κανονικότητα – σε μια κοινότητα κρατών, στην οποία θα κυριαρχούν οι συνομολογημένοι κανόνες και όχι η επίκληση κάποιας, όποιας, ιδιοπροσωπίας.