Δεν είμαι ειδήμων στα φορολογικά -κάθε άλλο- κι αυτό το δηλώνω εξαρχής. Ωστόσο, τώρα τελευταία, έχω γίνει -όπως πολλοί από εμάς, τους κανονικούς ανθρώπους- εξπέρ στα φοροδοτικά. Στην παραλαβή σημειωμάτων ποικίλων μορφών, στη διαχείριση της «φοροτρομοκρατίας» που ασκεί το Δημόσιο, στις προβλέψεις για το τι θα φέρουν οι επόμενες μέρες, οι επόμενες ώρες, στο έκτακτο φορολογικό δελτίο. Κι επίσης, στη δημιουργική διαχείριση κάθε ψήγματος δυνατότητας πληρωμής, ως προϋπόθεσης απαραίτητης για να κοιμάμαι τα βράδια.
Με την επιχειρηματικότητα δεν είχα σχέσεις επί χρόνια και καλά θα’ταν να την είχα αποφύγει δια βίου. Ωστόσο, μια παρόρμηση, κάπου μια δεκαετία πριν, προϊόν εσωτερικής αναζήτησης με αντικείμενο το ποια είμαι και τι θέλω να γίνω στη ζωή μου, με οδήγησε μάλλον παρορμητικά να εγκαταλείψω μια υποσχόμενη ακαδημαϊκή καριέρα, να ξαναγυρίσω στα σχολεία και να δοκιμαστώ στον χώρο των επιχειρήσεων.
Δεν κρίνω εκ των υστέρων την απόφασή μου. Ως επιλογή της καρδιάς είχε ως κινητήρια δύναμη την αλήθεια μου. Δεν παραπονιέμαι ούτε για τα λάθη που έκανα, ούτε για την καλή πίστη που -αδικαιολόγητα για τις συνθήκες- επέδειξα, ούτε για την άγνοια κινδύνου που συχνά με κατέστρεψε. Προσπαθώ να μη μεμψιμοιρώ κι ας έχασα, όπως τόσοι, από τα σκαμπανεβάσματα της αγοράς, από τους πρώτους μεγάλους που «έσκασαν» οργανωμένα αφήνοντας πίσω τους τρύπες κι ακάλυπτες επιταγές, κι από επιτήδειους «συνεργάτες».
Όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν θυμώνω –περισσότερο με τους αυτουργούς των διαρκώς εναλλασσόμενων προτάσεων, που πλήττουν τις ήδη επιβαρυμένες επιχειρήσεις στη σημερινή συγκυρία. Θυμώνω με όσους επεξεργάζονται σχέδια και σενάρια που επηρεάζουν τις επιχειρήσεις, χωρίς να γνωρίζουν τα προβλήματα που τις απασχολούν. Θυμώνω με όσους πιστεύουν πως το κράτος μπορεί να ζητά διαρκώς, να απαιτεί πεισματικά έκτακτους φόρους, να απειλεί με κατασχέσεις και να ασκεί ψυχολογικό πόλεμο, χωρίς από την άλλη να νιώθει πως πρέπει να επιστρέψει τα δικά του οφειλόμενα, με όρους ανταποδοτικότητας. Εξοργίζομαι με τους παραλογισμούς κάθε νέας «μεταρρρύθμισης» που, συχνά, αποδεικνύεται χειρότερη από την προηγούμενη -πιο ανάλγητη, πιο ατελέσφορη, πιο επιβαρυντική για όσους πασχίζουν να σταθούν στα πόδια τους. Εξανίσταμαι βλέποντας πως η τιμωρία είναι πάντοτε βαρύτερη για τους μικρούς από ό,τι για τους μεγάλους, όπως περίτρανα φαίνεται από τόσα παραδείγματα μεγάλων που -επί χρόνια- έκαναν πάρτι, ενώ οι μικροί μάζευαν τα χρειώδη στον κουμπαρά.
Να το ξεκαθαρίσω. Από τη χώρα αυτή -κι από καμία κυβέρνηση, από όσες έδωσαν δείγμα γραφής ως σήμερα, ούτε απ’ τα παρακλάδια τους- δεν περιμένω βοήθεια ως μικροεπιχειρηματίας. Πείτε το ρεαλισμό, πείτε το μηδενισμό -προτιμώ το πρώτο- μα η ζωή το έχει ήδη δείξει. Δεν περιμένω ούτε ευαισθησία, ούτε γενναιοδωρία, ούτε καν κατανόηση στη βάση της λογικής. Περιμένω μόνον δύο πράγματα: Το πρώτο είναι μια στοιχειώδης αίσθηση ασφάλειας που την περιορίζω στον αυτονόητο -σε πολλές, κανονικές χώρες- περιορισμό των δυσάρεστων εκπλήξεων. Όσο δύσκολο κι αν είναι να δημιουργήσεις συνθήκες ασφάλειας σ’ ένα ασταθές περιβάλλον, κατά κάποιον τρόπο μπορείς. Μπορείς, για παράδειγμα, να πάψεις να τρομοκρατείς τον κόσμο με μέτρα που θα ισχύσουν αναδρομικά, άγνωστο τι, άγνωστο από πότε. Ναι, ίσως δεν είναι αντισυνταγματικό. Σίγουρα, όμως, είναι αντιδημοκρατικό και αντίθετο στη λογική δημιουργίας κλίματος «ανάταξης» και τόνωσης της επιχειρηματικότητας. Το δεύτερο είναι πως περιμένω να μη με θεωρούν «λαμόγιο», εξ ορισμού. Να μη με τοποθετούν, αυτόματα, στη θέση εκείνου που «έχει και θέλει να κλέψει το κράτος». Κι αυτό δεν είναι επιθυμία, είναι απαίτηση. Μια διάκριση που την απαιτώ, την απαιτούμε, όσοι σήμερα θέλουμε και δεν μπορούμε, σε μια χώρα όπου τόσα χρόνια τα τόσα λαμόγια επέπλεαν και θριάμβευαν…
*Η Αγγελική Κοσμοπούλου είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας, ιδρυτικό μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.