Όπως συνήθως, είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε ένα νέο εμφύλιο, με θέμα την ΑΟΖ στα νησιά του Αιγαίου καθώς και τον μακρύ κατάλογο των απαιτήσεων της Τουρκίας.
Δεν βάλαμε μυαλό από την ουσιαστική πανωλεθρία που υποστήκαμε από τους εθνικούς χειρισμούς στο θέμα των Σκοπίων (νυν Βόρειας Μακεδονίας). Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε οικονομικά μέσα για να «εξαγοράσουμε» την χώρα την δεκαετία του ’90. Θα έπρεπε να δεχτούμε εγκαίρως την πρόταση Γκλιγκόρωφ για την ΣλαβοΜακεδονία. Θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε με την ελληνική ομογένεια στην Αμερική, για να μεσολαβήσει υπέρ ημών η Ουάσιγκτον. Ένα θέμα που έπρεπε να κλείσει σε μια τριετία, έκλεισε με τον χειρότερο τρόπο 20 χρόνια αργότερα.
Έχουμε μια μακρά ιστορία εμφύλιων συγκρούσεων σε ιστορικές στιγμές για την χώρα, διότι το πολιτικό σύστημα δίνει πάντα προτεραιότητα στα κατά περίπτωση κομματικά συμφέροντα και όχι στα εθνικά συμφέροντα.
Να αρχίσουμε με την Μικρασιατική Καταστροφή. Τότε ευρέθη ένας ηγέτης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που κατόρθωσε να πείσει τους «μεγάλους» της εποχής αυτής, Άγγλους και Γάλλους, να στηρίξουν την εκστρατεία της Ελλάδας στην Μικρά Ασία, με τον ελληνικό στρατό να φτάνει έξω από την πρωτεύουσα της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, σε μόλις 100 χρόνια από την Εθνική Απελευθέρωση. Ο στόχος ήταν ο εξοβελισμός της Τουρκίας από την Ευρώπη (με την αποχώρηση από την Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη), και την δημιουργία ισχυρού προγεφυρώματος στη Μικρά Ασία. Τότε ο πληθυσμός της Τουρκίας ήταν 2,5 φορές μεγαλύτερος από τον πληθυσμό της Ελλάδας (σήμερα είναι 7 φορές, και το 2050 θα είναι 15 φορές). Αυτή η ιστορική επιδίωξη της χώρας υπονομεύθηκε ευθέως από το Βασιλικό Κατεστημένο και την Δεξιά Παράταξη. Αμφότεροι πρόταξαν τα ίδια οφέλη έναντι των εθνικών συμφερόντων, με χαρακτηριστικά λαϊκίστικα συνθήματα την «μικρή και έντιμη Ελλάδα» και την απαίτηση της επιστροφής του στρατού «οίκαδε». Αντί να κλείσουμε όλα τα εσωτερικά μέτωπα και να επικεντρωθούμε στον μέγιστο εθνικό στόχο, προκαλέσαμε έναν εμφύλιο πόλεμο.
Τα ίδια κάναμε και στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αντί να διεκδικήσουμε τμήματα της Αλβανίας και της Βουλγαρίας, ξεκινήσαμε έναν εμφύλιο πόλεμο, που επιδιώχθηκε κυρίως από την Μεγάλη Βρετανία για να επιβάλει την Συμφωνία της Γιάλτας. Το ΚΚΕ αντί να συνεχίσει τον επιτυχή ελιγμό της Βάρκιζας, και να δεχθεί να συμμετάσχει στις εκλογές, στερώντας τους Βρετανούς από οποιαδήποτε δικαιολογία ανάμειξης στα εσωτερικά της χώρας, αποφάσισε την ένοπλη σύγκρουση, και ενώ έχει πλέον αποδειχθεί ότι ο Ζαχαριάδης είχε ενημερωθεί από τους Σοβιετικούς για την Συμφωνία της Γιάλτας. Με τον εμφύλιο, καταστράφηκε η γενιά της Εθνικής Αντίστασης, και στη χώρα επέπλευσαν οι πάσης φύσεως συνεργάτες των Γερμανών. Η ανήκεστος δηλητηρίαση της ελληνικής κοινωνίας χαρακτήρισε όλη την μεταπολεμική περίοδο, μέχρι την περίοδο της Εθνικής Συμφιλίωσης που πέτυχε το ΠΑΣΟΚ.
Τα ίδια κάναμε και στη Χούντα το 1967. Αντί να συνεργαστούν τα πολιτικά κόμματα ενόψει του εμφανούς κινδύνου κήρυξης δικτατορίας από τον Βασιλιά, ή τους Συνταγματάρχες, συνέχισαν μέχρι την τελευταία ημέρα την αλληλοϋπονόμευση και τις πολιτικές διασπάσεις. Με αποτέλεσμα την αναβίωση του προηγούμενου εμφύλιου πολέμου. Ο άπειρος και άβουλος Βασιλιάς, αντί να εκτελέσει επιτόπου τους τρεις στασιαστές, όταν παρουσιάστηκαν άοπλοι μπροστά του, υπέγραψε την παράδοση της εξουσίας. Το μόνο θετικό της περιόδου αυτής ήταν η οριστική κατάργηση του καταστρεπτικού θεσμού της Βασιλείας, με το Δημοψήφισμα του 1975.
Τα ίδια κάναμε και στην περίοδο της εθνικής καταστροφής 2009-2019. Αντί να κλείσουμε τα εσωτερικά μέτωπα και να έχουμε μια ενιαία στάση προς την Τρόικα, τα πολιτικά κόμματα αρνήθηκαν την συνεργασία, εφηύραν τα Ζάππεια, το σκίσιμο των Μνημονίων, και πλείστες άλλες ανευθυνότητες. Με αποτέλεσμα, μια κρίση που όλες οι άλλες χώρες πέρασαν σε 3 χρόνια, στην Ελλάδα διήρκεσε πάνω από 10 χρόνια και με μια ζημιά που υπερβαίνει τα 600 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σε όλες αυτές τις ιστορικές συγκυρίες, η Δεξιά Παράταξη καθώς και η Αριστερά και το ΚΚΕ λάμβαναν τις κρίσιμες αποφάσεις με βάση το κομματικό συμφέρον, ενώ μόνο το Κέντρο προέτασε το εθνικό συμφέρον.
Τώρα είμαστε έτοιμοι να ξανακάνουμε τα ίδια λάθη, σε σχέση με τις απαιτήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ θέλουν να προσφέρουν ένα δώρο στην Τουρκία για να την αποκόψουν από τον άξονα Κίνας-Ρωσίας. Πρόκειται για ένα ακόμα τεράστιο σφάλμα της αμερικανικής διπλωματίας, σε συνέχεια των εγκληματικών λαθών που έχουν γίνει στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Γιουγκοσλαβία, στη Λιβύη, και πιο πρόσφατα στην Ουκρανία. Ο δηλωμένος στόχος για «προώθηση των δημοκρατικών ιδεωδών» στις χώρες αυτές είναι αστείος και δεν αξίζει περαιτέρω συζήτησης.
Στην Ελλάδα έπρεπε να είχε ήδη συγκληθεί συμβούλιο πολιτικών αρχηγών υπό την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με την παρουσία και των εν ζωή πρώην πρωθυπουργών, και, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, να επεξεργαστούν εναλλακτικές στρατηγικές διαχείρισης ενός υπαρξιακού προβλήματος για την χώρα. Σε αυτόν τον σχεδιασμό πρωτεύοντα ρόλο έπρεπε να διαδραματίσει η Ελληνική ομογένεια στην Αμερική. Το καλύτερο παράδειγμα της δυνητικής ισχύος της Ελληνικής ομογένειας μας δίνει η συμπεριφορά της Εβραϊκής ομογένειας για την υποστήριξη των συμφερόντων του Ισραήλ, σε όλη την μεταπολεμική περίοδο. Οι πρόσφατες αλλεπάλληλες ταπεινώσεις του Αμερικανού Προέδρου από τον Νετανιάχου, θα έπρεπε να μας οδηγήσουν σε κρίσιμα συμπεράσματα για την δυνητική ισχύ και της Ελληνικής ομογένειας.
Ο στόχος της χώρας πρέπει να είναι να κερδίσει χρόνο, αναμένοντας συγκεκριμένες εξελίξεις. Η πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη θα ήταν η έναρξη της διαδικασίας πολιτικής, οικονομικής και αμυντικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτως ώστε να μην καταστεί ο «πληβείος» της πολυπολικής παγκοσμιοποίησης. Μια άλλη ενδιαφέρουσα εξέλιξη θα ήταν η επικείμενη ένταξη της Τουρκίας στους BRICS, με σοβαρό ενδεχόμενο την αφύπνιση των σχεδιαστών εξωτερικής πολιτικής στο State Department.
Η στρατηγική της αναμονής εξυπηρετεί και την Τουρκία, η οποία γνωρίζει ότι το 2050 η Ελλάδα θα έχει πληθυσμό 7,5 εκατομμυρίων (με το 35% να είναι άνω των 65 ετών), ενώ η ίδια θα έχει προσεγγίσει τα 120 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα συγκριτικά στοιχεία είναι ακόμα χειρότερα. Αυτό είναι το σενάριο της φιλανδοποίησης της Ελλάδας, και μπορεί να αποφευχθεί μόνο εάν ολοκληρωθεί ο προαναφερόμενος εθνικός σχεδιασμός. Το συμπέρασμα είναι ότι η Τουρκία δεν έχει κανένα λόγο να ξεκινήσει πόλεμο με την Ελλάδα, όπως διακινούν ορισμένοι «φαναριώτες», ώστε να δικαιολογήσουν διάφορους συμβιβασμούς, που προωθούνται από τους άσπονδους συμμάχους μας.
Η τρέχουσα διακυβέρνηση δεν πρέπει να έχει ψευδαισθήσεις για επιτυχίες στις επικείμενες συνομιλίες κορυφής με την Τουρκία, αλλά πιθανόν να παίζει με μαεστρία το χαρτί της στρατηγικής αναμονής.
Η χώρα, στις επόμενες τρεις δεκαετίες, θα αντιμετωπίσει μια κρίσιμη υπαρξιακή απειλή, λόγω της δημογραφικής γήρανσης, της κλιματικής αλλαγής και της πολυπολικής παγκοσμιοποίησης. Αυτή την πραγματικότητα πρέπει να αντιμετωπίσει το πολιτικό σύστημα, και όχι να δίνει προτεραιότητα στα φληναφήματα της αμειβόμενης πολιτικής επικοινωνίας.