Κοινός τόπος των προηγούμενων δεκαετιών υπήρξε η παρατήρηση ότι «οι υποτιμήσεις δεν ανακοινώνονται». Αυτό δε σημαίνει πως δε φημολογούνται ή πως δεν προτείνονται. Δεν παύει εξάλλου, υπό όρους, ανάλογες κινήσεις να σηματοδοτούν προωθητικές, συστηματοποιημένες πολιτικές –όπως στάθηκε η τελευταία, επί Σημίτη, υποτίμηση της δραχμής, ουσιωδέστατη προαναγγελία της ένταξής μας στην ΟΝΕ.
Οι παραλληλισμοί ενίοτε συσκοτίζουν αντί να διαλευκαίνουν τη συζήτηση: τι θα γίνει με τις τράπεζες; Το Α και το Ω της σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας είναι η επαναφορά του τραπεζικού συστήματος σε συνθήκες ανταγωνισμού, η διακοπή του καθεστώτος προστασίας στο οποίο οι κινήσεις κεφαλαίων υπάγονται εδώ και τέσσερα χρόνια. Ποιος είναι ο κυβερνητικός σχεδιασμός; Υφίσταται, και αν ναι ποιος είναι ο λόγος που καθυστερεί τη θεμελιώδη και λυτρωτική αυτή κίνηση;
Ο χρόνος κυλά εις βάρος όλων, όχι μόνο της νέας κυβέρνησης αλλά κυρίως εις βάρος της τροφαντής από αερολογίες ελληνικής κοινωνίας. Αν είναι ο εσωτερικός αντίκτυπος που η κυβέρνηση φοβάται και την κάνει διστακτική σε ένα τραπεζικό κούρεμα (το μονόδρομο αναστήλωσης των τραπεζών μας), δεν μπορώ παρά να πιστέψω ότι οι αναστολές (στο βαθμό που ξεπερνούν τη βλακώδη ατραπό του πολιτικού κόστους) εδράζονται στις όποιες επιπτώσεις στην εσωτερική κατανάλωση.
Κι όμως, μπορεί το ελληνικό μεταπολιτευτικό μοντέλο ανάπτυξης να στηρίχθηκε κατά σχεδόν ασύγκριτο (σε ευρωπαϊκό πλαίσιο? αν και απέχουν πολύ τού ελληνικού παραδείγματος και διαφοροποιούνται μεταξύ τους, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη Δανία και την Ισπανία ως παραπλήσια τροφοδοτηθείσες οικονομίες) τρόπο στην ενδυνάμωση της εσωτερικής κατανάλωσης, όμως η διατήρηση της τραπεζικής μας κακοτοπιάς δε συνεπάγεται συντήρηση αλλά υποβάθμιση της κατανάλωσης, κι αυτό γιατί συνιστά τον κύριο προμαχώνα συγκράτησης του ανταγωνισμού και της μείωσης τιμών σε υπηρεσίες, αγαθά και ακίνητη περιουσία. Ταυτόχρονα το σημαντικότερο: η φεουδαρχική κοινωνία των ανύπαρκτων τραπεζών αυτοσυντηρείται με τα αδηφάγα ποσοστά ανεργίας, το μέγιστο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πρόβλημά μας.
Αν η νέα κυβέρνηση πράγματι θέλει να εισφέρει τα ελάχιστα στη χώρα ας βιαστεί: να «ανοίξουν» οι τράπεζες, ακόμη και αν όντως το κόστος επωμιστούν, αδίκως, και οι εγκλωβισμένοι ή οι καλοπροαίρετοι. Οι μέρες περνούν, ο μήνας του μέλιτος λήγει: ας μπει το φθινόπωρο με μια αίσια επιτέλους αρχή. Τότε, προσπερνώντας το λαϊκισμό περί των ανύπαρκτων πλεονασμάτων, ας τεθεί επί τον τύπον το ζήτημα της συνολικής αναχρηματοδότησης της ελληνικής οιονεί οικονομίας.