Κάθε 20 Αυγούστου επέτειοτης κατάπνιξης της Άνοιξης της Πράγας το 1968πολλοί θυμούνται τη ρήση του Νίκου Πουλαντζά πως «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει ποτέ». Πάνω σ’ αυτή τη θέση κτίστηκε και η αντίληψη του «δημοκρατικού σοσιαλισμού». Στην Ελλάδα ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός» έχει ακόμη πολλούς οπαδούς. Στην Έρευνα του thinktankEteron με τίτλο «Η Ακτινογραφία των Ψηφοφόρων: Ιδεολογίες, Αξίες, Τοποθετήσεις”(Μάρτιος 2023) τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» επιλέγει ως κεντρική αξία του το 16%. Μόλις 2 μονάδες παραπάνω με 18,2% είναι η σοσιαλδημοκρατία και λίγο περισσότερο ο Φιλελευθερισμός-Δημοκρατικό Κέντρο με 19,7%. Ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός» εκλαμβάνεται ως μια αριστερή εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας. Καμία σχέση όμως.
«Σοσιαλισμός με δημοκρατία» δεν υπήρξε ποτέ. Είναι μια αντίληψη που απορρέει από τον σοβιετικό ιστορικό υλισμό αλλά και από τον ίδιο τον μαρξισμό (όχι τόσο πολύ από τον ίδιο τον Μαρξ), η οποία εκλαμβάνει τα κοινωνικά συστήματα ως αντικείμενα και όχι ως σχέσεις. Αν τα κοινωνικά συστήματα είναι αντικείμενα, αυτά μπορούν ν’ αλλάζουν όπως αλλάζουμε τα έπιπλα στο σπίτι, με αυθαίρετες και αυταρχικές αποφάσεις. Και η αλλαγή τους είναι τόσο νομοτελειακή, όσο ότι ο πετεινός θα λαλήσει το ξημέρωμα. Αν όμως είναι σχέσεις, τότε χρειάζονται να λαμβάνονται πολλές παράμετροι υπόψη- και κυρίως η παράμετρος της δημοκρατίας- πριν αλλάξει κάτι. Αυτή ακριβώς ήταν η αντίληψη της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή σ’ αντίθεση με τον «σοσιαλισμό με δημοκρατία» υπήρξε. Και άλλαξε τον κόσμο προς το καλύτερο.
Η σοσιαλδημοκρατία, όπως γράφω και στο βιβλίο μου «Το πρωτείο της Δημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (Αλεξάνδρεια), ξεκινά με την καταλυτική σύγκρουση του Bernsteinμε τον Kautsky. Ήταν ακόμη το 1899 όταν ο Bernstein υποστήριξε πως μπροστά σ’ ένα καπιταλισμό ικανό να ανανεώνεται διαρκώς και να επιβιώνει, ο σοσιαλισμός έπαυε να είναι μια ιστορική νομοτέλεια, αλλά γινόταν μια προοπτική που θα πραγματώνονταν μόνο μέσα από τον ανταγωνισμό με τον καπιταλισμό. Για τον Bernstein η υλιστική αντίληψη της ιστορίας ήταν μια θεωρία που μετέτρεπε την πολιτική κίνηση σε ακινησία, σε αναμονή του αναπόφευκτου. Μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι οικονομικές δυνάμεις καθορίζουν τη λογική και την κατεύθυνση της ιστορικής εξέλιξης. Ο Bernstein υποστήριξε ότι ο ορθόδοξος μαρξισμός δεν μπορούσε να λειτουργεί ως πιλότος για θετική πολιτική δράση. Αμφισβήτησε όλες σχεδόν τις προβλέψεις του μαρξισμού για το μέλλον του καπιταλισμού και την οικονομική ανάπτυξη. Αμφισβήτησε επίσης την άποψη που υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός θα ζήσει τέτοιες κρίσεις που από μόνες τους θα τον οδηγήσουν στην κατάρρευση. Ο Κάουτσκιήταν ο τότε εκπρόσωπος του «σοσιαλισμός με δημοκρατία». Παρόλα αυτά μετά το 1917 οι δυο τους ένωσαν τις δυνάμεις τους κατά του Λένιν και του ολοκληρωτικού συστήματος που αυτός έκτιζε αμέσως μετά τη Ρωσική Επανάσταση. Και για τους δυο πλέον η δημοκρατία έγινε αποδεκτή ως κίνημα υπέρ της προάσπισης των ιδεών της ισότητας και της ελευθερίας.
Τη σκυτάλη παρέλαβε ησουηδική σοσιαλδημοκρατία,η οποία πριν και από το 1904 και το Συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στο Άμστερνταμ, το οποίο ασχολήθηκε με το ζήτημα αν είναι δυνατή η σύμπλευση με αστικές δυνάμεις η όχι, είχε προχωρήσει αρκετά στη θέση του πρωτείου της Δημοκρατίας έναντι του σοσιαλισμού. Οι σουηδοί σοσιαλδημοκράτες δεν θεώρησαν τον εκσυγχρονισμό μια «αστική» υπόθεση ενάντια στην εργατική τάξη, αλλά ένα προοδευτικό καθήκον στην υπόθεση των εργαζόμενων. Η δημοκρατία δεν ήταν ο κομπάρσος του σοσιαλισμού αλλά ο πρωταγωνιστής θεατρικής παράστασης με τίτλο «εκσυγχρονίζουμε την κοινωνία σε συνθήκες δημοκρατίας». Έτσι για παράδειγμα η διεκδίκηση του καθολικού δικαιώματος ψήφου είχε γι’ αυτούς πολύ μεγαλύτερη σημασία από τον σοσιαλισμό. Την ώρα που οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ομοϊδεάτες τους συγκρούονταν για το αν είναι η όχι προδοσία η συνεργασία με τα «αστικά» κόμματα, αυτοί επέλεξαν τη συνεργασία με τους «αστούς» Αριστερούς Φιλελεύθερους. Την ώρα που οι ομοϊδεάτες τους στην υπόλοιπη Ευρώπη διαφωνούσαν για τα μέσα της ταξικής σύγκρουσης, αυτοί αναζητούσαν διαταξικές συνεργασίες με σκοπό τη Δημοκρατία και τον εκσυγχρονισμό της σουηδικής κοινωνίας. Έτσι πολύ πριν ακόμη και από τους Γερμανούς κατέληξαν σε μια πολιτική που θεωρούσε τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος σκοπό και όχι μέσο.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας(SPD) ακολουθούσε από πολύ μακριά αυτές τις θέσεις. Εκείνο άλλαξε ριζικά το 1959 με τις θέσεις που υπερψηφίστηκαν στο Συνέδριο του ΜπαντΓκόντεσμπεργκ. Εκεί απορρίφτηκαν δυο σημαντικοί πυλώνες της μέχρι τότε πολιτικής του: ο φόβος έναντι του ανταγωνισμού και η θεοποίηση του σχεδιασμού. Το σύνθημα που κυριάρχησε στο Συνέδριο «όσο ανταγωνισμό ήταν δυνατός, όσο σχεδιασμό ήταν αναγκαίος» προδίδει και την κλίμακα αλλαγών που αυτό έφερε. Το κόμμα δεν θα θεωρούσε στο εξής τις εθνικοποιήσεις θεμελιώδη αρχή της σοσιαλιστικής οικονομίας. Στην ουσία εκεί απορρίφθηκε οριστικά η έννοια της σοσιαλιστικής οικονομίας που καταργεί την αγορά. Το ΜπαντΓκόντεσμπεργκ υπήρξε το διαγώνισμα που έβαλε η ιστορία στο SPDμετά τα μαθήματα της Βαϊμάρης. Η ερώτηση που του τέθηκε, ήταν το πώς επεξεργάζεται κανείς μια στρατηγική δράσης υπέρ της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος.Πάντως χωρίς το ΜπαντΓκόντεσμπεργκ δεν θα υπήρχε Epinay και ιταλική Ελιά.
Ο τρίτος δρόμος ήταν βρετανικός. Αυτός του TonyBlair. Δρόμος που ανέδειξε τη σημασία των άυλων αξιών, αλλά με την ταυτόχρονη ανάπτυξη των υπηρεσιών μείωσε τις ανισότητες, όσο κανείς άλλος πριν. Επί Μπλερ ο δείκτης Giniσημείωσε τη μεγαλύτερη μείωση των ανισοτήτων στη Μεγάλη Βρετανία, ευρισκόμενος πιο κοντά στο μηδέν απ’ όσο ποτέ πριν και μετά. Την ίδια περίοδο τα δημόσια νοσοκομεία και πανεπιστήμια της χώρας είχαν ανέβει στα υψηλότερα σημεία της παγκόσμιας κατάταξης. Οι Μπλερ – Μπράουν από το 1997 μέχρι το 2010 είχαν αυξήσει τις δαπάνες για το Σύστημα Υγείας και τις άλλες κοινωνικές δαπάνες από το 39,9% στο 48,1%. Βεβαίως εδώ το βάρος ρίχθηκε στην αύξηση και στη σωστή λειτουργία των κοινωνικών υπηρεσιών και όχι στα επιδόματα. Ο Μπλερ καθιέρωσε για πρώτη φορά κατώτατο μισθό στη Βρετανία. Αυτός όμως είναι υπεύθυνος που το Νέο Εργατικό Κόμμα με τη στροφή του υπέρ της προτεραιότητας της αξιοκρατίας κατέληξε στο ν’ αναζητεί ψηφοφόρους μόνο στα μορφωμένα και πιο πλούσια στρώματα. Κάτι που σταδιακά πέρασε και στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και οδήγησε σ’ αυτό που ο Πικετί ονομάζει βραχμανική Αριστερά.
Και τέλος όσο και να φαίνεται παράδοξο ο ιταλικός ευρωκομμουνισμοςτου Μπερλίνγουερ και ο ελληνικός των Κύρκου, Δρακόπουλου και Γιάνναρου (ο Παπαγιαννάκης δεν ήταν ποτέ κομμουνιστής) αποτελούν την επόμενη στάση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Ο ευρωκομουνισμός ξεκίνησε ως ο κατεξοχήν εκφραστής του «δημοκρατικού σοσιαλισμού». Στη συνέχεια όμως ο γαλλικός μετατράπηκε σε ντροπαλό ορθόδοξο κομμουνισμό, ενώ ο ιταλο- ελληνικός σε ντροπαλή σοσιαλδημοκρατία. Παρόλο που το 1989 σήμανε ουσιαστικά το τέλος και των δυο ρευμάτων, η σκέψη της Ανανεωτικής Αριστεράς που κυριαρχούσε στο Ιταλικό ΚΚ και στο ΚΚΕ εσωτερικού επηρέασε τη σοσιαλδημοκρατία όσον αφορά τα ζητήματα της ισότητας, της σημασίας των άυλων αξιών, των κοινωνικών κινημάτων και του φιλοευρωπαϊσμού. Πάντως εκτός του Μπλερ όλα τ’ άλλα σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα εκτός του πρωτείου της δημοκρατίας ενστερνίζονταν και την προτεραιότητα της ισότητας έναντι της αξιοκρατίας.
Που βρισκόμαστε σήμερα; Δυστυχώς η σοσιαλδημοκρατία από παράταξη της ισότητας με δημοκρατικούς όρους έχει μετατραπεί σε βραχμανική Αριστερά για την οποία «οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις προωθούνται στη βάση των αρχών της αξιοκρατίας». Όχι της ισότητας. Τι να πει κανείς; Άγνοια της ιστορίας ή υποχώρηση στην συντηρητικό- φιλελεύθερη ιδεολογική ηγεμονία; Θα προτιμούσα το πρώτο.
Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση.