Σε σχεδόν δύο εβδομάδες, περίπου 35 εκατομμύρια Γάλλοι, θα πάνε στις κάλπες για να επιλέξουν τον επόμενο πρόεδρό τους. Οι υποψήφιοι είναι και αυτή την φορά δεκάδες. Από την άκρα Αριστερά στο Κέντρο και από το Κέντρο στην άκρα Δεξιά, γνωστά ή λιγότερο γνωστά -σε εμάς τους υπόλοιπους Ευρωπαίους- ονόματα ζητούν την ψήφο των πολιτών μιας σημαντικής και ιστορικής δύναμης της Δύσης. Όμως αυτή η εκλογική αναμέτρηση θα διεξαχθεί -όπως όλα ακόμα δείχνουν- στην σκιά του πολέμου στην άλλη άκρη της Γηραιάς Ηπείρου. Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων και τους αναλυτές, ο νυν πρόεδρος έχει κερδίσει κάποιους πολιτικούς πόντους από την εμπλοκή του στις διπλωματικές διεργασίες που προηγήθηκαν της εισβολής Πούτιν στην Ουκρανία. Όχι ότι ο Μακρόν κινδύνευε με ήττα, αλλά απέκτησε την αναγκαία απόσταση ασφαλείας για τον δεύτερο γύρο, από την βασική του αντίπαλο Μαρί Λεπέν (κατά διαστήματα με την δεύτερη θέση φλέρταραν ο έτερος και ακόμα πιο ακροδεξιός Ζεμούρ, η γκωλική Πεκρές και ο ακροαριστερός Μελανσόν).
Αν οι δημοσκοπήσεις βγουν αληθινές, ο Μακρόν θα κληθεί να αντιμετωπίσει ξανά την ηγέτιδα της γαλλικής ακροδεξιάς, δύο εβδομάδες αργότερα, στην οριστική μάχη της 24ης Απριλίου. Θα επαναληφθεί, δηλαδή, η μονομαχία που είδαμε για πρώτη φορά το 2017, όταν ο τότε «άστεγος» κομματικά Μακρόν συσπείρωσε γύρω του ανθρώπους διαφορετικών ιδεολογικών τάσεων προκειμένου να μην βρεθεί στο Ελιζέ η υποψήφια των ρατσιστικών, ισλαμοφοβικών και αντιδραστικών δυνάμεων της χώρας.
Όπως ο Σιράκ το 2002, έτσι και ο Μακρόν έγινε η μοναδική επιλογή, μετά τον συναγερμό που σήμανε ενάντια στην ακροδεξιά απειλή. Κανείς προοδευτικός Γάλλος και καμία δημοκρατική πολιτική δύναμη, όσο και αν αντιπαθούσαν τον Μακρόν, δεν είχαν άλλη πρόταση για τον δεύτερο γύρο. Είναι αυτό όμως δημοκρατικό; Γιατί οι Γάλλοι, όπως νομίζω και κάθε άλλος ευρωπαϊκός λαός στην πλειοψηφία του, θα ψήφιζε οποιονδήποτε -με ή χωρίς πρόγραμμα και θέσεις- προκειμένου να αποφευχθεί το αντιδημοκρατικό σενάριο. Ακόμα και αν, όσο περνάνε τα χρόνια και με το αναγκαίο πολιτικό ρεκτιφιέ της ακροδεξιάς, η διαφορά με τον δημοκρατικό αντίπαλο μειώνεται και το 82,2% του Σιράκ έναντι 17,8% του πατρός Λεπέν, γίνεται 66,10% για τον Μακρόν έναντι 33,9% για την θυγατέρα Μαρίν. Είναι όμως νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως την ξέρουμε στην Δύση, η ουσιαστικά μία και μόνη επιλογή;
Αντίστοιχη κατάσταση έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια και στην χώρα μας, με αφορμή τις εδώ δημοσκοπήσεις, όπου ο Μητσοτάκης φαίνεται να «παίζει» μόνος του. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως βασικός εναλλακτικός πόλος απέναντι στη Ν.Δ. τα τελευταία 10 χρόνια, αδυνατεί να «απειλήσει» την σημερινή κυβέρνηση και ο Τσίπρας είναι σταθερά δεύτερος -και μερικές φορές τρίτος μετά την επιλογή Κανένας- στην καταλληλόλητα για πρωθυπουργός. Γιατί, λοιπόν, ο Μητσοτάκης να κυβερνήσει καλύτερα; Γιατί να σκεφτεί με περισσότερη προσοχή πριν αποφασίσει το οτιδήποτε, όταν ξέρει ότι όποτε και αν γίνουν εκλογές, πάλι θα είναι πρωθυπουργός;
Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες κάποιοι κυβερνούν και κάποιοι αντιπολιτεύονται. Κάποιοι αποφασίζουν και κάποιοι ελέγχουν τις αποφάσεις. Και στο τέλος, ο φόβος του πολιτικού κόστους -ως παράγοντας άσκησης ορθότερης διαχείρισης και όχι ως φόβος μεταρρυθμίσεων- και η ενδεχόμενη εκλογική ήττα, είναι αυτά που κρατούν τις ισορροπίες στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής. Με λίγα λόγια η χώρα έχει άμεσα ανάγκη από εναλλακτικό σχέδιο, για να μην αποκτήσει και αυτή οριστικά ηγέτη της μίας και μοναδικής επιλογής.