Συμπληρώνονται σήμερα 49 χρόνια από την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο με αίτημα την επιστροφή της χώρας στη Δημοκρατία και την ελευθερία. Η Δημοκρατία και οι ελευθερίες επέστρεψαν το 1974. Η χούντα πέθανε στις 23 Ιουλίου του 1974.
Ο επιθανάτιος ρόγχος είχε ξεκινήσει με την εξέγερση της Νομικής στις 21 Φεβρουαρίου, συνεχίστηκε με το Πολυτεχνείο και ολοκληρώθηκε με το έγκλημα κατά της Κύπρου. Αν και κάποιες συντηρητικές ερμηνείες επιδιώκουν να φανεί πως μόνο η εισβολή στην Κύπρο οδήγησε στην πτώση της χούντας. Ανεξαρτήτως όλων αυτών η Ελλάδα δεν έχει χούντα από το 1974 και έχει Δημοκρατία από το ίδιο έτος έως σήμερα. Ελπίζω να συμφωνούμε οι περισσότεροι σ’ αυτό.
Ή όχι; Από εδώ όμως αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί η Δημοκρατία δεν είναι μια στιγμή, ούτε μια κατάσταση. Είναι μια σχέση μεταξύ κοινωνίας των πολιτών, κομμάτων, κράτους και θεσμών. Και ως γνωστόν οι σχέσεις έχουν τα πάνω τους και τα κάτω τους.
Σήμερα αυτές οι σχέσεις φαίνεται να μη βρίσκονται στα καλύτερα τους. Περνούν μεγάλη κρίση. Κόμματα συμπολιτευόμενα και αντιπολιτευόμενα, Κοινοβούλιο, Υπηρεσίες Ασφαλείας, Δικαιοσύνη, Τράπεζες, Εκκλησία δεν εμπνέουν καμία εμπιστοσύνη στους πολίτες. Αποκορύφωμα το αναμφισβήτητο σκάνδαλο των υποκλοπών. Βεβαίως πάντα θα υπάρχουν πρόθυμοι «αναλυτές» που προσπαθούν να πείσουν πως αφού αυτό δεν φαίνεται να είναι στην πρώτη προτεραιότητα των πολιτών, άρα δεν συμβαίνει και κάτι συνταρακτικό.
Είναι αυτοί οι ίδιοι που αυτοπροβάλλονται ως προστάτες της Δημοκρατίας από τους εχθρούς της. Αυτοί λοιπόν οι «φίλοι» της Δημοκρατίας κλείνουν τα μάτια στην παραβίαση ενός από τους πιο σημαντικούς πυλώνες της που είναι η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και του απορρήτου των συνομιλιών. Είναι οι ίδιοι που θεωρούν πως πλέον οι διχαστικές τομές είναι μεταξύ των «φίλων» και των εχθρών των Δημοκρατιών, μεταξύ αντιλαϊκιστών και λαϊκιστών. Αυτοί μετατρέπουν την άνοδο του λαϊκισμού από καμπανάκι για τα κενά των Δημοκρατιών σε αποκλειστικό μοναδικό αντίπαλο. Έτσι συσκοτίζονται και εγκαταλείπονται οι ταξικές και κοινωνικές ανισότητες.
Αυτή η αντίληψη δίνει βήμα και στην άποψη που εκλαμβάνει ως ιδεοληψία την επιμονή ορισμένων στη διάκριση Αριστερά-Δεξιά. Ξεχνούν αυτοί οι «φίλοι» των Δημοκρατιών το εξής: Όποτε επιχειρήθηκε να φανεί πως αυτή η διάκριση δεν υπάρχει, το αποτέλεσμα ήταν η στροφή προς αντιπολιτικές και αντιδημοκρατικές λύσεις.
Ζούμε σ’ εποχές όπου παγκοσμίως οι νομοθετικές εξουσίες, όπως αυτές εκφράζονται στα Κοινοβούλια, συρρικνώνονται για χάρη των θεσμών της εκτελεστικής εξουσίας- κυρίως της πρωθυπουργικής ή της προεδρικής. Ενώ και οι θεσμοί λογοδοσίας στα κοινοβούλια υποκαθίστανται από εξωκοινοβουλευτικούς θεσμούς. Δικαστές, παράξενες ΜΚΟ, Ανεξάρτητες Αρχές χωρίς καμία πολιτική λογοδοσία, Διεθνείς Οργανισμοί, Μεγάλες τεχνολογικές Εταιρείες υποκαθιστούν τους νομοθετικούς και ελεγκτικούς μηχανισμούς της φιλελεύθερης Δημοκρατίας στη διαμόρφωση των δημόσιων πολιτικών.
Δημιουργούνται έτσι κενά που έρχονται να καλύψουν μυστικές κρατικές υπηρεσίες στη διαπλοκή τους με Εταιρείες Πληροφορικής και κάπου-κάπου και με εγκληματικές οργανώσεις. Όλοι αυτοί εκβιάζουν πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες με επιρροή για να διαμορφώνουν τη δική τους ατζέντα. Η υπόθεση Δημητριάδη αποδεικνύει πως και οι Δημοκρατίες εκβιάζονται. Το να μην έχει κανείς τη βεβαιότητα πως ο προσωπικός του βίος είναι απαραβίαστος, πλήττει σοβαρά την εμπιστοσύνη του προς τη Δημοκρατία. Εδώ δεν χωρούν συμψηφισμοί. Όποτε και αν συμβαίνουν παραβιάσεις προσωπικών δεδομένων, σ’ οποιονδήποτε ή οποιανδήποτε και αν συμβαίνουν και όποιος και να τις κάνει, το ζήτημα αφορά την Πολιτική, τη Δημοκρατία και όχι την μικροπολιτική.
Η Δημοκρατία είναι πλουραλισμός και ελευθερία, είναι η δυνατότητα να αλλάζεις την κυβέρνησή σου μόνο με εκλογές, ο σεβασμός της διαφορετικής γνώμης, η αμφιβολία για τη δική σου άποψη. Είναι όλα αυτά, αλλά είναι και κάτι άλλο. Εκτός από μια θεσμική μορφή εξουσίας είναι και ένα κοινωνικό σύστημα, το οποίο στο πλαίσιο της εκφρασθείσας λαϊκής κυριαρχίας, υποχρεούται να βρίσκει τρόπους ώστε η κοινωνία να προοδεύει εκσυγχρονιζόμενη και ταυτοχρόνως να δημιουργεί συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης και μείωσης των ανισοτήτων.
Στο δεύτερο σκέλος οι ελίτ και το πολιτικό σύστημα αυτού του τόπου απέτυχαν οικτρά. Η Δημοκρατία ασφαλώς και δεν είναι το σύστημα των αρίστων, αλλά το σύστημα των κοινωνικά ίσων σε μια Κοινωνία Δικαίου. Όσο αυτό δεν γίνεται σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο στις συνειδήσεις των πολιτών θα νομιμοποιούνται οι πάσης φύσεως αρνητές της. Οι πολίτες όμως που σαγηνεύονται από αυτούς τους αρνητές, δεν είναι «εχθροί» των Δημοκρατιών. Είναι απογοητευμένοι, επειδή οι Δημοκρατίες αδυνατούν να τους εξασφαλίσουν μια ανοδική κοινωνική κινητικότητα.
Για να τους κερδίσουν πάλι οι Δημοκρατίες, χρειάζεται να ενδιαφερθούν ξανά γι’ αυτούς και όχι να τους απαξιώνουν με θεωρίες περί «αξίων». Να γιατί η διάκριση Σοσιαλδημοκρατία/Αριστερά- Κέντρο-Δεξιά με νέους όρους και ίσως και με νέους -όχι νεογέροντες- ανθρώπους είναι ζωογόνα για τη Δημοκρατία, όσο και να την απαξιώνουν οι «φίλοι» των Δημοκρατιών.
Η ελληνική κοινωνία δεν αντιστάθηκε μαζικά στη χούντα των συνταγματαρχών, μακάρι να αντισταθεί σήμερα στην ηγεμονία των ακροκεντρώων «φίλων» της Δημοκρατίας, δημιουργώντας, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον τις ιδεολογικές προϋποθέσεις για την ανασύσταση μιας επίκαιρης Σοσιαλδημοκρατίας και Αριστεράς. Αν δεν το κάνει, υπάρχει πιθανότητα να περιπέσει σ’ ένα μονοκομματικό και μονοπαραταξιακό πλουραλισμό.
Πηγή: www.ieidiseis.gr