Η ανθεκτικότητα των κρίσιμων υποδομών
- Χωρικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη
- Βιώσιμη κινητικότητα και πράσινη εκπαίδευση με συμμέτοχους τους πολίτες
Χωρικός Σχεδιασμός και προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή: Η επιλογή της αειφόρου ανάπτυξης υπερβαίνει την πολιτική προστασία
Αν κάτι θετικό μπορεί να αναδείξει κανείς -παρά το οξύμωρο - από την συγκυρία επιτάχυνσης της κλιματικής κρίσης που διανύουμε, είναι η στοχευμένη εγρήγορση της επιστημονικής κοινότητας, η ταχεία διάδοση της γνώσης στην κοινή γνώμη και η αυξανόμενη τάση συνεργασίας μεταξύ επιστήμης, πολιτικής και οικονομίας1 στην αναζήτηση βέλτιστων μεθόδων έγκαιρης αντιμετώπισης της κρίσης σε πλανητικό πλέον επίπεδο. Η ανάδειξη της βιώσιμης ή καλύτερα, αειφόρου ανάπτυξης, που πριν από 40 χρόνια ήταν ένας όρος ακαδημαϊκός, γίνεται πλέον κοινό κτήμα, και ισχυροποιείται ως η μόνη αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης και σε πιο αισιόδοξη εκδοχή εξόδου από την κλιματική κρίση. Δυστυχώς, η θέση αυτή δεν είναι κοινά αποδεκτή από τους πολιτικούς ιθύνοντες στην χώρα μας, λύσεις που συνδέονται με αποτυχημένα «αναπτυξιακά στερεότυπα» 2 επιβιώνουν γερά και προβάλλονται ως αυτονόητη «πανάκεια», χωρίς να αναλογίζονται αν θεραπεύουν την αιτία των δεινών αντί για το σύμπτωμα.
Στόχος του άρθρου είναι, να αναδείξει ότι καλούμεθα να ξαναδούμε τον τρόπο προσέγγισης στα πράγματα, να επανεξετάσουμε το αναπτυξιακό πρότυπο, χωρίς δογματισμούς, χωρίς ακρότητες, αλλά με τη νηφαλιότητα και σύνεση που απαιτούν οι περιστάσεις.
Βασική θέση του είναι ότι, σύμμαχος σ΄αυτή την πορεία αναστοχασμού των αναπτυξιακών μας επιλογών και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής είναι ο χωρικός σχεδιασμός, επειδή προσφέρεται ως εργαλείο αναγνώρισης της τρωτότητας των περιοχών και τόνωσης της ανθεκτικότητας τους έναντι της κλιματικής κρίσης.
Συνεισφορά των διεθνών οργανισμών: αειφορία και ανθεκτικότητα
Οι διεθνείς οργανισμοί και οι διακρατικές συμφωνίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην κατανόηση της αειφορίας/βιώσιμης ανάπτυξης, θέτοντας θέματα και προτάσεις που δεν μένουν στα γραφεία -όπως παλαιότερα-, αλλά με την συμβολή της εμπνευσμένης, ερευνητικής δημοσιογραφίας «κατεβαίνουν» στο επίπεδο ενημέρωσης της κοινής γνώμης συμβάλλοντας στην ευαισθητοποίηση του πολίτη, αλλά και στην αναβάθμιση και εκδημοκρατισμό του ίδιου του οργανισμού. Λαμπρό παράδειγμα οι 17 στόχοι του Ο.Η.Ε. για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (2015) με τον φιλόδοξο υπότιτλο «για να αλλάξουμε τον κόσμο μας». Ο προβληματισμός για την κλιματική αλλαγή και την ανθεκτικότητα εξειδικεύεται κυρίως στον στόχο (13 δράσεις για το κλίμα), όπου αναδεικνύεται η σημασία της προσαρμοστικότητας και της θεσμικής ανταπόκρισης στην αντιμετώπιση κινδύνων, αλλά συνυφαίνεται και σε άλλους, όπως υποδομές, πόλεις και οικισμοί, νερό κ.λπ..
Οι διακρατικές συμφωνίες για την πράσινη μετάβαση περιλαμβάνουν -ως γνωστόν- μια διπλή στόχευση: τον μετριασμό (mitigation) που έχει επικεντρωθεί στην απανθρακοποίηση του ενεργειακού μίγματος και την προσαρμογή (adaptation) ενίσχυσης της προσαρμοστικής ικανό-τητας των χωρών. Μια σύνθετη στρατηγική προσαρμογής έχει επεξεργαστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, που περιλαμβάνει και υποχρεώσεις των κρατών μελών να λάβουν μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης
Παράλληλα, δημιουργούνται δίκτυα πόλεων με οικονομική υποστήριξη μη κερδοσκοπικών φορέων ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που προωθούν προγράμματα συνδεόμενα με την τόνωση των πολιτικών βιώσιμης ανάπτυξης, ανθεκτικότητας και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, κυρίως στις πόλεις 3 , συμβάλλοντας στην επεξεργασία και ωρίμανση αυτών των εννοιών, αλλά και στην διακίνηση καλών πρακτικών
Η έννοια της ανθεκτικότητας μπορεί να ξεκίνησε σαν εργαλείο μελέτης της αντοχής των οικονομιών κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση, γρήγορα, όμως, απέκτησε ένα πολύπλευρο χαρακτήρα, αναγνωρίζοντας τη σημασία της κοινωνικής συνοχής, της παραγωγικής δομής, της διοικητικής επάρκειας και -εν τέλει- της γεωγραφικής ιδιαιτερότητας κάθε τόπου. Η ανθεκτικότητα άρα δεν αναφέρεται μόνο στην αντοχή των υποδομών, όπως συχνά νοείται, αλλά έχει μελετηθεί υπό ποικίλα πρίσματα ως κοινωνική ή αστική (urban/πολεοδομική) ή περιφερειακή ακόμα και θεσμική ανθεκτικότητα. Η χωρική ανθεκτικότητα, απασχολεί ερευνητικά το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Παρατηρητηρίων Χωρικής Πολιτικής (ESPON) 4 , συμβάλλοντας στην ανάπτυξη επιστημονικών μεθόδων αναγνώρισης/χαρτογράφησης των κινδύνων (risks) ή καλύτερα της τρωτότητας /ευαλωτότητας (vulnerability) των περιοχών.
Οι πρωτοπόρες αυτές έννοιες εξελίσσονται γρήγορα και υιοθετούνται στον πολιτικό λόγο, συχνά με νεφελώδη τρόπο, χωρίς να αντιστοιχούν σε επεξεργασμένες πολιτικές. Κείμενα στρατηγικής, όπως αυτή που έχει εγκριθεί για την Αθήνα το 2018, με πρωτοβουλία του Δήμου, συνδέουν με ευφάνταστο τρόπο τα προβλήματα με «ιδέες» αντιμετώπισης τους, μέσα από μια ολιστική και ολοκληρωμένη προσέγγιση, κάτι αναγκαίο για να ξεφύγουμε από την αποσπασματικότητα που μας διακρίνει. Η ολοκληρωμένη προσέγγιση αυξάνει τις διαχειριστικές απαιτήσεις και εξαρτά την εφαρμογή της από την διοικητική παράδοση και δεξιότητες αστικής διαχείρισης (urban management) κάθε πόλης ή περιφέρειας. Μια σύνθετη και πολυ-επίπεδη στρατηγική δεν είναι check list από έργα και δράσεις, όπως δυστυχώς εκλαμβάνεται στην χώρα μας, αλλά πρέπει να μετουσιώνεται σε επί μέρους επιχειρησιακά σχέδια υλοποίησης, μέσω συνεργειών στην χρηματοδότηση (δημόσιων και ιδιωτικών πόρων) και στην διακυ-βέρνηση (συνεργασία φορέων) 5
Στο πλαίσιο του ESPON 6 , μια μελέτη οργάνωσης του ευρωπαϊκού χώρου εξέτασε τρία εναλλακτικά σενάρια: ένα που δίνει έμφαση στην ανταγωνιστικότητα, ένα που ακολουθεί τις σημερινές τάσεις και ένα με έμφαση στην συνοχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στο τρίτο αυτό σενάριο διαπιστώνεται -μεταξύ άλλων θετικών επιπτώσεων, όπως η δημογραφική αναζωογόνηση και η ισόρροπη ανάπτυξη- «η μείωση των συνεπειών από φυσικούς κινδύνους, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές και τεχνολογικές επιδόσεις είναι χαμηλότερες από τα άλλα σενάρια»7 . Τέτοιες διαπιστώσεις αφενός επαναφέρουν στο προσκήνιο την φιλοσοφία της αειφορίας, που λειτουργεί ως «συγκολλητική ουσία» στην επίπονη αναζήτηση συγκλίσεων και ισορροπιών μεταξύ τομεακών πολιτικών, αφετέρου θέτουν σε αμφισβήτηση τις μονόπλευρες «αναπτυξιακές» επιλογές που βασίζονται σε προσέλκυση επενδύσεων χωρίς κριτήρια χωρικής /κλαδικής διαφοροποίησης 8
Η φιλοσοφία της πράσινης υποδομής (green infrastructure) και η συμβολή της στην χωρική ανθεκτικότητα .
Η έννοια της πράσινης υποδομής, όπως αναλύεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (European Environment Agency/ Ε.Ο.Π.), διακρίνεται από την γκρίζα υποδομή που αφορά τεχνικά έργα (οδοποιίας, αποχέτευσης κ.λπ.) και συνδέεται με την ανάδειξη των οικοσυστημικών υπηρεσιών, δηλαδή του συνόλου των ωφελειών που μπορεί να παρέχει η φύση στον άνθρωπο, πέρα από την προμήθεια πρώτων υλών ή την απόλαυση του τοπίου, όπως για παράδειγμα η δουλειά που κάνουν τα έντομα ως «επικονιαστές» ή οι υγροβιότοποι ως χώροι αναπαραγωγής της βιοποικιλότητας ή ακόμα και ως πλημμυρικά πεδία που παρέχουν αντιπλημμυρική προστασία στις περιβάλλουσες περιοχές. Η πράσινη υποδομή, ως δίκτυο φυσικών, ή ημιφυσικών ζωνών πρασίνου συνδέεται στενά με τον κύκλο του νερού, άρα και τα φαινόμενα πλημμύρας ή ξηρασίας.
Ο χωρικός σχεδιασμός είναι αναγκαίος σε τρία επίπεδα: (α) κανονιστικά για την θεσμική προστασία, οριοθέτηση και διαχείριση 9 των δικτύων αυτών, με ρυθμιστικά μέτρα (απαγόρευση δόμησης, κατάτμησης, χρήσεων ή ακόμα και περίφραξης), (β) στρατηγικά για την υπόδειξη αναπτυξιακών κατευθύνσεων που σκοπεύουν στην ανάδειξη και διαχείριση της οικοσυστημικής υπηρεσίας ώστε να διευρυνθεί η εμβέλεια και κοινωνική της ωφέλεια και να αποτελεί μέρος μιας αειφόρου αναπτυξιακής στρατηγικής, που θα κινητοποιήσει τοπικές επιχειρημα-τικές πρωτοβουλίες του ιδιωτικού ή κοινωνικού τομέα της οικονομίας και (γ) σε επίπεδο αστικού σχεδιασμού (urban design) για την κατασκευή ήπιων έργων περιπάτου, με ενδεχόμενη υπόδειξη ζωνών απαλλοτρίωσης προς εξασφάλιση συνέχειας και σύνδεσής τους με ιστορικά τοπόσημα ή πολιτιστικές διαδρομές 10
Διείσδυση της φιλοσοφίας πράσινης υποδομής στην επικρατούσα αντίληψη για τα έργα (γκρίζων) υποδομών, είναι η προώθηση «λύσεων βασισμένων στη φύση» (nature based solutions), μια τεχνογνωσία ήπιων έργων, που ενσωματώνει τόσο καινοτόμες έρευνες (π.χ. νέα υλικά οδοποιίας ή πλωτές λύσεις λιμενικών και αντιδιαβρωτικών παράκτιων έργων) όσο και «αρχαία γνώση» που τείνει να παραμεριστεί, όπως τα έργα ορεινής υδρονομίας που έκαναν πάντα τα δασαρχεία ή οι αγωγοί φυσικού αερισμού, σκίασης και ηλιασμού στις πόλεις, με μια λογική βιοκλιματικού πολεοδομικού σχεδιασμού. Δυστυχώς, οι αρχές αυτές δεν έχουν (ακόμα) βρει θέση στον τεχνικό κόσμο στη χώρα μας που χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση θεσμικής ενσωμάτωσης νέων προσεγγίσεων, σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά όργανα, που αποδεικνύουν μεγαλύτερη ευαισθησία και εγρήγορση.
Ένα (ενθαρρυντικό) παράδειγμα παρέμβασης της κοινωνίας των πολιτών υπέρ λύσεων βασισμένων στη φύση, βρήκε ευήκοο ούς στην Υπηρεσία Παραπόνων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων που χρηματοδοτεί το έργο, πρόκειται για τα αντιπλημμυρικά έργα του Ερασίνου ποταμού δίπλα στο ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδας, έργο που βασίζεται σε τελείως ακατάλληλη μελέτη και προκαλεί βίαιες παρεμβάσεις στο τοπίο και τον οικότοπο μιας υψίστης αρχαιολογικής και περιβαλλοντικής αξίας περιοχής της Αττικής.
Πρόσφορο έδαφος για την υιοθέτηση «λύσεων βασισμένων στην φύση» μπορεί να αναζητηθεί στα Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων (Λεκανών Απορροής και Κινδύνων Πλημμύρας), που εκπονούνται ανά υδατικό διαμέρισμα, βάσει της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων (Οδηγίες 2000/60, 2007/60 κ.ά.), η αξιολόγηση των οποίων υπό το πνεύμα ενός ισορροπημένου συνδυασμού πράσινης και γκρίζας υποδομής, θα δώσει -υποθέτω- ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Συμπερασματικά, η πράσινη υποδομή ξεκίνησε μεν με την Στρατηγική για τη βιοποικιλότητα της Ε.Ε., αποτελεί, όμως, (κατά τον Ε.Ο.Π.) κάτι παραπάνω από έναν απλό μηχανισμό για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Ανθεκτικότητα, κλιματική αλλαγή και προβλήματα διακυβέρνησης στην Ελλάδα
Η πολιτική κλιματικής αλλαγής ήρθε στο προσκήνιο όταν το 2009 ενώθηκε το Υπουργείο Περιβάλλοντος με την Ενέργεια και αποσπάστηκε από τα Δημόσια Έργα. Έκτοτε, με την συμβολή της ευρωπαϊκής καθοδήγησης, η χώρα έχει αποκτήσει νόμο για την κλιματική αλλαγή, Εθνικό και Περιφερειακά Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή (Ε.Σ.Π.Κ.Α. και Πε.Σ.Π.Κ.Α.). Η εφαρμογή και αξιολόγηση του πρώτου έχει περάσει τώρα στο νέο Υπουργείο, ενώ των Πε.Σ.Π.Κ.Α. παραμένει στις Περιφέρειες, που οφείλουν να τα αξιολογούν ανά 5ετία τουλάχιστον. Δεν προβλέπονται Τοπικά Σ.Π.Κ.Α.
Η πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων δεν επιλύεται στα ανωτέρω σχέδια και οι συνήθεις προτάσεις θεραπείας της διακατέχονται από προχειρότητα και έλλειψη εμπειρίας στην εκτίμηση των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων και των αντικειμενικών δυσκολιών προσαρμογής της διοίκησης. Για παράδειγμα, η συνήθης ιδέα «ίδρυσης ενιαίου φορέα» ανά αντικείμενο δεν θεραπεύει την έλλειψη κουλτούρας ενδοδιοικητικού συντονισμού και συνεργασίας, ενώ επι-τείνει υφισταμένους ανταγωνισμούς και υπονομεύει τη θεσμική μνήμη. Αντίθετα, η διεπιστημονική γνώση και διυπηρεσιακή συνεργασία που απαιτεί η ολοκληρωμένη θεώρηση, ενώ αποκτάται απλούστερα, υποτιμάται ως κριτήριο αξιολόγησης της διοίκησης (και των υπαλλήλων).
Η διοικητική διάρθρωση παραμένει συναρτημένη με την εφαρμογή συγκεκριμένης νομοθεσίας ανά υπηρεσία και η τρέχουσα πρακτική (σχεδόν) απαγορεύει να συνεκτιμηθεί το «παρακείμενο» θεσμικό πλαίσιο. Επιπλέον, ο κρατικός συγκεντρωτισμός αρμοδιοτήτων -πρωτοφανής στην Ευρώπη ακυρώνει την διαχειριστική ικανότητα Αυτοδιοίκησης και Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Η ανάπτυξη διαβαθμιδικών συνεργασιών προβλέπεται θεσμικά, αλλά δεν πριμοδοτείται ούτε πολιτικά, ούτε οικονομικά όπως σε άλλες χώρες. Παλαιότερη μελέτη του ESPON για την χωρική διακυβέρνηση, αναδεικνύει την σημασία του ρόλου των συ-νεργασιών και κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία κλίμακα
Βελτίωση της σχέσης χωρικού σχεδιασμού και ανθεκτικότητας: αρμοδιότητες και νοοτροπίες
Κατατίθενται ορισμένες απλές προτάσεις, με στόχο την ενίσχυση της χωρικής ανθεκτικότητας και χειραφέτησης της αυτοδιοίκησης, χωρίς την φιλοδοξία να καλύψουν όλα τα πεδία χρόνιας θεσμικής παθογένειας.
Α) Αποκέντρωση: Λόγω συνταγματικών εμποδίων στην αποκέντρωση κανονιστικών αρμοδιοτήτων χωρικού σχεδιασμού, προτείνεται η ανάθεση αρμοδιοτήτων εφαρμογής των σχεδίων, διακρίνοντας το πρόγραμμα εφαρμογής κάθε χωρικού σχεδίου ως αυτόνομο εργαλείο, του οποίου την ευθύνη υλοποίησης αναλαμβάνει η διοικητική βαθμίδα της χωρικής εμβέλειας που αντιστοιχεί (τοπικά πολεοδομικά στον δήμο και περιφερειακά χωροταξικά στην περιφέρεια) . Έτσι, αναβαθμίζεται και η προγραμματική /επιχειρησιακή διάσταση του πολεοδομικού σχεδιασμού συμπληρωματικά με τον κανονιστικό ρόλο. Σε επίπεδο περιφέρειας, διευκολύνεται η σύνδεση στρατηγικών χωροταξικών σχεδίων και χρηματοδοτήσεων, σε κατεύθυνση Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης, αλλά και η σύνδεση με τα Πε.Σ.Π.Κ.Α. που παρακολουθούνται από την Περιφέρεια.
Β) Ολοκληρωμένη θεώρηση και αλληλοσυμπλήρωση: η εξειδίκευση των προτάσεων των Πε.Σ.Π.Κ.Α. ανά Δήμο μπορεί να γίνει στα υπό εκπόνηση Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια, τα οποία περιλαμβάνουν «μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, και μέτρα υποστηρικτικά της αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών και διαχείρισης συνεπειών φυσικών και τεχνολογικών καταστροφών και λοιπών απειλών». Θα πρέπει, ωστόσο, να αποσαφηνιστεί ο τρόπος θεσμοθέτησης των μέτρων, η υποχρέωση συμμόρφωσης των Τ.Π.Σ. στα Πε.Σ.Π.Κ.Α. και η δυνατότητα ανατροφοδότησης (feedback) των Πε.Σ.Π.Κ.Α.. Η αποδελτίωση των προτάσεων των μελετών διαχείρισης πλημύρας (ορισμένες προτείνουν μέτρα ελέγχου χρήσεων γης) και γεωλογικής καταλληλότητας, θα συμβάλλει στην άρση των στεγανών και διακίνηση της πληροφορίας και είναι σκόπιμο να γίνει από τις τεχνικές υπηρεσίες των δήμων, ως εκπαιδευτική διαδικασία. Δράσεις αλληλοενημέρωσης των υπηρεσιών μπορεί να αναλάβει το Ινστιτούτο Επιμόρφωσης της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης.
Γ) Επανεξέταση των προδιαγραφών αντιπλημμυρικών έργων: σε κατεύθυνση ενσωμάτωσης λύσεων βασισμένων στην φύση, τόσο ως προς τις τεχνικές όσο και την κλίμακα των έργων, αποφεύγοντας τον κίνδυνο επιλογές υπερδιαστασιολόγησης, εν ονόματι της ανθεκτικότητας των υποδομών. Ανάλογη επανεξέταση απαιτείται και στους κανονισμούς ενεργειακής απόδοσης κτιρίων, ώστε να πριμοδοτούνται μη ενεργοβόρες λύσεις έναντι του κλιματισμού (φυσικός αερισμός, ανεμιστήρες οροφής κ.λπ.).
Δ) Αμεσότερη ενσωμάτωση της οικοσυστημικής υπηρεσίας και της πράσινης υποδομής στις οριοθετούμενες από τα χωρικά σχέδια περιοχές: σε συνδυασμό με την εργασία αξιολόγησης και διαχείρισης τοπίων, μια νέα εκκρεμότητα του χωρικού σχεδιασμού. Θα απαιτηθούν συμπληρωματικές οδηγίες, όπως και για την οριοθέτηση των ρεμάτων, όπου μπορούν να αξιοποιηθούν οι μελέτες πλημμύρας.
Εν κατακλείδι, αειφόρος ανάπτυξη και ανθεκτικότητα είναι σύμμαχοι στον μαραθώνιο που έχουν να διανύσουν για την αλλαγή νοοτροπιών με μοχλό την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η χωροταξία μπορεί να συμβάλλει παρέχοντας θεσμικά εργαλεία, είτε παλαιού τύπου, όπως η ρύθμιση των χρήσεων γης, είτε νέα, όπως η προβληματική για την φέρουσα ικανότητα ενός τόπου. Η ενσωμάτωση της ανθεκτικότητας στη χωροταξία, απαιτεί βελτίωση της σύνδεσης με τις περιβαλλοντικές και τομεακές πολιτικές, ώστε να αποτελεί μέρος ενός ολιστικού σχεδίου. Θα συμβάλλει, επίσης, στην αποδοχή των περιορισμών που θέτουν τα χωρικά σχέδια στην χρήση της ιδοκτησίας, κατανοώντας ότι η εποχή μας ζητά να αποδεχθούμε ότι τη γη και τη φύση τη δανειζόμαστε από τα παιδιά μας.
Η κλιματική κρίση δεν αντιμετωπίζεται με τις πεπατημένες οδούς που μας οδήγησαν σ΄αυτή, αλλά με ένα πολύπλευρο πακέτο ολοκληρωμένων πολιτικών και τις οικονομικές δυνάμεις της Χώρας, που μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά σ΄ αυτή την κατεύθυνση -αρκεί να παρακολουθήσουν από κοντά τα νέα δεδομένα και να υιοθετήσουν εις βάθος και όχι επιφανειακά τις αρχές της αειφορίας, στον εκάστοτε τομέα
------------------
1 Αρκεί να λειτουργεί ως τρίπολο και όχι στεγανοποιημένα δίπολα.
2 Όπως «η οικοδομή και οι κατασκευές ως μοχλός ανάπτυξης».
3 Ενδεικτικά παραδείγματα: το δίκτυο C40 cities και η πρωτοβουλία 100 ανθεκτικών πόλεων, που αποσκοπεί σε υποστήριξη 100 πόλεων, ώστε να γίνουν ανθεκτικές απέναντι στις φυσικές, κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις του 21ου αιώνα, όπως η έξαρση της αστυφιλίας, η κλιματική αλλαγς και η παγκοσμιοποίηση. 4 Ενδεικτικά το πρόγραμμα ECR2 - Economic Crisis: Resilience of Regions, TPG (Lead partner: Cardiff University), που επικεντρώθηκε στην περιφερειακή ανθεκτικότητα, στο πλαίσιο του οποίου έχει μελετηθεί η περιφέρεια Δυτ. Μακεδονίας από ομάδα πανεπιστημιακών του Α.Π.Θ. (βλ. περιοδικό Αειχώρος 20/2015).
5 Αυτό είναι το πνεύμα της Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης που απαιτείται από το Ε.Σ.Π.Α., αλλά δυστυχώς καλύ-πτεται μόνο τυπικά με την εκπόνηση μιας μελέτης πλαίσιο που δίνει κάλυψη σε προαποφασισμένα έργα.
6 Στο πλαίσιο του προγράμματος ECR2 - Economic Crisis: Resilience of Regions, TPG (Lead partner: Cardiff University), που υλοποιείται στο πλαίσιο του ESPON (ESPON 2012).
7 Βλέπε Βασενχόβεν Λ. Αναζητώντας το μέλλον του ευρωπαϊκού χώρου, Εκδόσεις Προπομπός 2023.
8 Τυπικό παράδειγμα προς αποφυγήν είναι, η τουριστική «μονοκαλλιέργεια» και μάλιστα με υφέρπουσα οικιστική ανάπτυξη τύπου real estate, ιδίως για τους ιστορικούς μας τουριστικούς προορισμούς. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να θεωρήσει επιλογή στρατηγικής επένδυσης και να επιδοτήσει την ανέγερση ενός νέου ξενοδοχειακού συμπλέγματος (με κατοικίες) στην ήδη κορεσμένη Σαντορίνη;