Democratic Deficit

Μαριλένα Κοππά 09 Νοε 2012

Η Ευρώπη μπορούσε να περιμένει μήνες την απόφαση του Δικαστηρίου της Καρλσρούης για τη «συνταγματικότητα ή μη» των πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Επιτροπής. Στην Ελλάδα, το ένα και μοναδικό άρθρο του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, εισήχθη με τη μορφή του κατεπείγοντος. Πρόκειται για εισαγωγή του «δημοκρατικού ελλείμματος» των Βρυξελλών, σε ένα ασφυκτικό εθνικό πλαίσιο.

Η κυριαρχία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπου μια τεχνοκρατική ελίτ διατηρεί το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, αναπαράγεται στην ελληνική πραγματικότητα. Πολιτικά, είναι πολύ εύκολο να υποστηρίξει κανείς ότι παραβιάζεται το κοινοτικό κεκτημένο στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο που κατατέθηκε στην ελληνική Bουλή. Για παράδειγμα, παραβιάζεται η αρχή του σεβασμού των συλλογικών συμβάσεων και του σεβασμού της αυτοτέλειας των κοινωνικών εταίρων. Και αυτή η εξέλιξη υπαγορεύεται (και) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – που είναι συνιστώσα της τρόικας – αλλά την ίδια στιγμή είναι και θεματοφύλακας του κοινοτικού κεκτημένου. Με δύο καπέλα, δύο διαφορετικούς ρόλους, έχουμε δύο ερμηνείες του κοινοτικού κεκτημένου.

Η διαφορά φυσικά είναι ότι την ευθύνη για την εισήγηση και τελικά την υιοθέτηση των μέτρων σε κάθε πρόγραμμα διάσωσης, την αναλαμβάνει, τελικά, μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Τυπικά, η ελληνική κυβέρνηση και όχι η Επιτροπή πρέπει να εγκαλείται για την ενδεχόμενη παραβίαση του κοινοτικού κεκτημένου. Άλλωστε, υπήρξε «διαπραγμάτευση», στην οποία συμμετείχε και η Επιτροπή, αλλά και η ελληνική κυβέρνηση. Το γεγονός όμως είναι ότι το ζήτημα των εργασιακών μέτρων εισήχθη την τελευταία στιγμή, χωρίς περιθώρια διαπραγμάτευσης, με την Επιτροπή να κάνει χρήση των πιεστικών χρονοδιαγραμμάτων ως διαπραγματευτικό όπλο, προκειμένου να πιέσει έτσι ώστε «τα τελευταία μέτρα» να είναι όσο το δυνατόν σκληρότερα.

Και μπορεί στο ίδιο τραπέζι των διαπραγματεύσεων να συμμετέχει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπως και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά μόνο η Επιτροπή είναι «θεματοφύλακας» του κοινοτικού κεκτημένου. Άλλωστε, οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις καλούνται να νομοθετήσουν όχι στη βάση ενός προγράμματος, αλλά στη βάση ενός «πακέτου» μέτρων και στόχων που υπαγορεύονται υπό την απειλή διακοπής της χρηματοδότησης. Ουσιαστικά, αυτό εννοεί η κ. Μέρκελ, όταν λέει ότι μια χώρα που έχει χρέος άνω του 90% -και εμείς σύντομα θα έχουμε το διπλάσιο- δεν είναι κυρίαρχη.

Το ερώτημα βέβαια είναι ποιος είναι κυρίαρχος, εάν όχι η χώρα. Για την ακρίβεια, το βασικότερο ερώτημα είναι με ποια αρχή επιβάλλεται ο δημοκρατικός έλεγχος της τρόικας, τουλάχιστον όσον αφορά τη συμμετοχή της Ε.Ε. σε αυτήν. Εδώ τα πράγματα είναι απλά. Είτε ισχύει η αρχή των διεθνών οργανισμών, οπότε ισχύει η αρχή της ισότητας των κρατών, είτε ισχύει η αρχή των κρατών – ομόσπονδων ή μη – και πρέπει να ισχύει η ισότητα των πολιτών.

Η αρχή της ισότητας των κρατών δεν ισχύει. Από την μια πλευρά, ορισμένες χώρες, όπως η Βρετανία, έχουν εξασφαλίσει επιστροφή πόρων που αναλογικά καταβάλλουν στον κοινοτικό προϋπολογισμό (το περίφημο rebate). Από την άλλη, είναι μάλλον προφανές ότι η Ε.Ε. είναι διαιρεμένη σε πλεονασματικά και ελλειμματικά κράτη, με την Επιτροπή να αποδέχεται την πολιτική πρωτοκαθεδρία όσων πληρώνουν. Για παράδειγμα, επιτρέπεται στη Γερμανία να αναβάλει την υλοποίηση αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής – όπως η απευθείας χρηματοδότηση των τραπεζών, χωρίς επιβάρυνση του δημοσίου χρέους – είτε για να μην υπάρξουν πολιτικοί κλυδωνισμοί ενόψει εκλογών, είτε επειδή η γερμανική κυβέρνηση απλώς άλλαξε γνώμη. Την ίδια στιγμή, η διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας σε κράτη που υλοποιούν προγράμματα που οδηγούν σε κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που προσομοιάζουν με κατάσταση πολέμου, αγνοείται συστηματικά. Στοιχειώδες, θα έλεγε κανείς, αφού «όποιος έχει το χρυσό κάνει τους κανόνες». Και όμως, το πλεονασματικό Μόναχο στη Γερμανία, δεν έχει μεγαλύτερη πολιτική επιρροή από το ελλειμματικό Βερολίνο. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται απλώς για ισορροπία δυνάμεων που πρέπει όλοι ρεαλιστικά να αναγνωρίσουμε, αλλά για την απομάκρυνση της Ε.Ε. από την ουσία τους πειράματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που δεν είναι άλλη από την προσπάθεια επίτευξης μιας μη ηγεμονικής ολοκλήρωσης.

Η αρχή της ισότητας των πολιτών, επίσης δεν ισχύει. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για παράδειγμα, δεν εκπροσωπείται στην τρόικα (στην περίπτωση αυτή θα είχαμε κουαρτέτο). Ούτε οι προτάσεις της Επιτροπής κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ελέγχονται ή εγκρίνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Με άλλα λόγια, όπως ένας Υπουργός μπορεί να πάει στις Βρυξέλλες, να συμμετάσχει σε ένα Συμβούλιο πίσω από κλειστές πόρτες και να πάρει αποφάσεις για τις οποίες δεν ελέγχεται από το εθνικό του κοινοβούλιο, έτσι και ένας τεχνοκράτης μεσαίου διαμετρήματος μπορεί να πάει σε μια πρωτεύουσα ενός κράτους μέλους και να «διαπραγματευτεί» την κατάργηση δικαιωμάτων και κεκτημένων δεκαετιών, χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, εκτός ίσως από τον Πρόεδρο της Επιτροπής.

Την ίδια στιγμή, η Ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα μπορεί να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων και να επιβάλει μέτρα που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του οργανισμού, ενώ παράλληλα ζητά τη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος με δημόσιο χρήμα. Πράγματι, καμία σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τραπεζικό σύστημα. Όμως, την ίδια στιγμή, καμία σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να επιβιώσει με ποσοστά ανεργίας που προσεγγίζουν το 55% για τους νέους και το 25-30% για το γενικό πληθυσμό.

Αποφεύγοντας το λαϊκισμό, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι κανένα εκλογικό σώμα σε καμία πλεονασματική χώρα δεν θα αποδεχόταν κανένα πρόγραμμα διάσωσης με όρους «δημοκρατικούς». Όπως τα μέτρα επιβάλλονται στον έλληνα φορολογούμενο, έτσι και η έκθεση του γερμανού φορολογούμενου σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου είναι επίσης «επιβεβλημένη». Εδώ όμως έγκειται και η ουσία. Ούτε η Επιτροπή νιώθει την ανάγκη να νομιμοποιήσει τα μέτρα που «διαπραγματεύεται», ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Και ενώ κάθε απόφαση που λαμβάνεται μεταξύ αρχηγών κρατών τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής τους από το γερμανικό κοινοβούλιο – και ίσως το Φιλανδικό και το Ολλανδικό – κάτι ανάλογο δε συμβαίνει στα εθνικά κοινοβούλια ελλειμματικών κρατών-μελών. Και φυσικά, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει αρμοδιότητα ελέγχου. Έτσι, αποδεχόμαστε κατ’ ανάγκην το επιχείρημα «αυτοί ξέρουν».

Μόνο που η εξέλιξη – κοινωνική, οικονομική, ακόμα και χρηματοπιστωτική – δεν φαίνεται να δικαιολογεί αυτήν την εμπιστοσύνη που (εξ)αναγκαστικά καλούμαστε να επιδείξουμε έναντι της Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ή ακόμη και των ανεξέλεγκτων στις Βρυξέλλες εκπροσώπων των κυβερνήσεων. Η δημοκρατία δεν είναι μόνο ένα σύστημα στο οποίο διασφαλίζεται η ψήφος, αλλά επίσης ένα σύστημα που διασφαλίζει διακριτές επιλογές έναντι μονόδρομων, όπως επίσης έλεγχο και διάκριση εξουσιών. Στην παρούσα συγκυρία, καμία από αυτές τις αρχές δεν είναι προφανώς εξασφαλισμένη.

.

Η Μαριλένα  Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ