Έχω από καιρό υποστηρίξει την άποψη ότι η δημόσια ή η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής δεν προσδιορίζει τη συντηρητική ή προοδευτική πολιτική. Αντίθετα, αυτό που μετράει είναι: (α) η φθηνή και κοινωνικά δίκαιη πρόσβαση επί των παρεχόμενων ποιοτικών προϊόντων και υπηρεσιών που παράγουν τα μέσα παραγωγής, και (β) η διασφάλιση της περιβαλλοντικής συμβατότητας και της μεγαλύτερης δυνατής εξοικονόμησης των πόρων από τον τρόπο οργάνωσης της σχετικής παραγωγικής διαδικασίας.
Συνεπώς, ουδόλως τίθεται θέμα πώλησης ή μη μιας κρατικής επιχείρησης, ή μέρους αυτής, στο μέτρο που έχουν διασφαλιστεί τα προαναφερθέντα μέσω ισχυρών εποπτικών-ρυθμιστικών αρχών, που εκφράζουν και κατοχυρώνουν τις επιθυμίες της κοινωνίας. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση κανένα από αυτά δεν πληρούται. Δεν υπάρχει ο παραμικρός σχεδιασμός για τη διαμορφούμενη παραγωγική δομή του κλάδου της ενέργειας, την περιβαλλοντική προστασία ή την εξοικονόμηση των χρησιμοποιούμενων πόρων. Δεν υπάρχει κανένα πρόγραμμα για τη χρήση των υδάτινων πόρων ή του ορυκτού πλούτου, τα οποία θα δεσμεύονται τόσο από τη ΔΕΗ, από τη μικρή ΔΕΗ ή όποια άλλη ΔΕΗ μας προκύψει στο μέλλον. Δεν υπάρχει μελέτη για την προβλεπόμενη ενεργειακή αυτάρκεια της χώρας, την εισαγόμενη ενέργεια και τη διευθέτηση της εμπορίας της. Δεν υπάρχει καμία διασφάλιση για τεχνολογίες και επενδύσεις ή πολύ περισσότερο, για την ποιότητα και το κόστος πρόσβασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στην ενέργεια, ανεξαρτήτως γεωγραφικής περιοχής ή επιπέδου δραστηριότητας.
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια αποκρατικοποίηση που υλοποιείται απλούστατα γιατί βελτιώνει τα έσοδα, περιορίζει κατά τι το χρέος και κυρίως, ικανοποιεί τις αγορές μεταδίδοντας το μήνυμα της συμβατότητας των επιλογών της κυβέρνησης με το συνταγολόγιο των «αρεστών» πολιτικών. Χωρίς ένα εθνικό σχέδιο, χωρίς προγραμματισμό, χωρίς μελέτες. Και μάλιστα με την τυπική αδιαφάνεια και υπό το πλαίσιο εξυπηρέτησης συμφερόντων που χαρακτηρίζουν τις ελληνικού τύπου «μεταρρυθμίσεις».
Δυστυχώς, για μια ακόμα φορά ο τρόπος εφαρμογής των απαραίτητων αλλαγών αμαυρώνουν την πολιτική των μεταρρυθμίσεων στη συνείδηση των πολιτών. Και το χειρότερο, δίνουν βήμα και κοινωνικό εκτόπισμα στους διάφορους εκπροσώπους των χειρότερων εκφάνσεων του συνδικαλισμού και του «εθνικοπατριωτικού» λαϊκισμού.
Μια «ελάχιστη» κυβέρνηση που «παίζει» με πολιτικές ψηλότερες από το μπόι της… μας βάζει όλους σε δοκιμασία.