Η απρόσκοπτη χρηματοδότηση των δημόσιων αγαθών της παιδείας και της υγείας, χάρη στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που σημειώθηκαν σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου κατά την μεταπολεμική περίοδο, δημιούργησε μια περισσότερο δίκαιη κοινωνία επιτρέποντας την πρόσβαση σε αυτά τα αγαθά των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων. Ιδιαίτερα, η δωρεάν παροχή του δημόσιου αγαθού της εκπαίδευσης και ειδικότερα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, έδωσε τη δυνατότητα σε κοινωνικά στρώματα που θα έμεναν πάντα στο περιθώριο της κοινωνικής και οικονομικής προόδου, να επωφεληθούν και να βελτιώσουν σημαντικά τη θέση τους.
Στη χώρα μας, παρά την ανεπάρκεια δημόσιων εσόδων, υπήρξε σχετικά ικανοποιητική χρηματοδότηση της δωρεάν παροχής εκπαίδευσης κατά τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου, πράγμα που συνέβαλε αναμφισβήτητα στην κοινωνική κινητικότητα. Παρά τις αδυναμίες του, το αδιάβλητο σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων στην Ανώτατη Εκπαίδευση έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς νέους προερχόμενους από τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας, να σπουδάσουν και να διεκδικήσουν την ισότιμη πρόσβαση τους στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου.
Τα τελευταία χρόνια όμως, σε ολόκληρη την Ευρώπη και ακόμη περισσότερο στη χώρα μας, παρατηρείται μια αύξηση του κόστους της δωρεάν παροχής δημόσιων αγαθών η οποία δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της ποιότητας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εντείνεται η πίεση για όλο και μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση των αγαθών αυτών, καθώς το Κράτος αδυνατεί να χρηματοδοτήσει με επάρκεια την παροχή τους. Στην Ελλάδα, το διαχρονικό αίτημα για μαζικότερη πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση, καθώς η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση έχουν κοινωνικά απαξιωθεί, δημιουργεί όλο και μεγαλύτερες πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό.
Η οξύτατη οικονομική κρίση που διανύουμε έχει μεγεθύνει και περιπλέξει τα προβλήματα που προϋπήρχαν και έχει περιορίσει, ακόμη περισσότερο, την ευχέρεια κρατικής χρηματοδότησης του δημοσίου αγαθού της εκπαίδευσης. Ωστόσο, πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι δεν αποτελεί βιώσιμη και αξιόπιστη λύση για την Ανώτατη Εκπαίδευση η εξοικονόμηση πόρων μέσω της περικοπής των κονδυλίων για την έρευνα, της απόλυσης του ζωτικού για την εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων διοικητικού προσωπικού ή ακόμη, μέσω μεγαλύτερων μειώσεων των ήδη μειωμένων μισθών των καθηγητών.
Στις σημερινές συνθήκες, δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές λύσεις για τα Α. Ε. Ι. της χώρας μας. Είτε θα υπολειτουργούν και θα απαιτούν πόρους από το Κράτος, χωρίς αποτέλεσμα είτε θα αναζητήσουν πρόσθετους δικούς τους πόρους, οι οποίοι μπορούν να προέλθουν από: α) την αξιοποίηση της περιουσίας τους με επαγγελματικό τρόπο β) τη διεκδίκηση περισσότερων ερευνητικών έργων και χορηγιών και γ) την παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών δια βίου μάθησης, την οργάνωση ξενόγλωσσων μεταπτυχιακών προγραμμάτων κ. α., όπως γίνεται σε άλλες χώρες. Οι πρόσθετοι αυτοί πόροι θα επιτρέψουν στα πανεπιστήμια μας να συνεχίσουν την παροχή δωρεάν εκπαίδευσης και να διατηρήσουν το δημόσιο χαρακτήρα τους προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας.
Προφανώς, όλα τα παραπάνω απαιτούν από την πλευρά των Α. Ε. Ι. άνοιγμα στην κοινωνία, μεγάλη προσπάθεια, μεθοδικότητα, οργάνωση, αξιοπιστία, λογοδοσία και κυρίως υψηλή ποιότητα εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου. Η εκλογή νέων πρυτάνεων σε πολλά πανεπιστήμια της χώρας μπορεί να δώσει μια νέα ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση.