Η δημοκρατία δεν είναι δεδομένη

Γιάννης Μεϊμάρογλου 26 Απρ 2025

Κάθε επέτειος της 21ης Απριλίου 1967 είναι μια αφορμή για έναν συνολικό συλλογικό απολογισμό τόσο της περιόδου της επτάχρονης δικτατορίας όσο και της περιόδου της δημοκρατικής μεταπολίτευσης που ακολούθησε. Τα τελευταία χρόνια ο απολογισμός αυτός γίνεται κάθε φορά και πιο απαισιόδοξος. Όχι, μόνο, επειδή πληθαίνουν οι - εσωτερικοί και εξωτερικοί - κίνδυνοι που απειλούν τη δημοκρατική σταθερότητα αλλά και επειδή τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της κοινωνίας εξασθενούν συνεχώς. Η αυξανόμενη αδιαφορία και αποχή από την πολιτική σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη δράση των λαϊκιστών, κάθε μορφής, υπονομεύουν το δημοκρατικό πολίτευμα και τα αγαθά του τα οποία κάθε άλλο παρά δεδομένα είναι.

Προϋπόθεση για κάθε αξιόπιστο απολογισμό είναι η αποσύνδεσή του από ετεροχρονισμένες πολιτικές σκοπιμότητες και κομματικές ιδιοτέλειες. Δύο παραδοχές δεν μπορούν πλέον να αμφισβητηθούν για τη χούντα. Η πρώτη είναι ότι το πραξικόπημα αποτέλεσε την απεγνωσμένη αντίδραση του εμφυλιοπολεμικού κράτους της Δεξιάς απέναντι στον ορατό κίνδυνο να χάσει την εξουσία της λόγω της ανερχόμενης εκλογικής επιρροής των δυνάμεων της ΕΔΑ και του Κέντρου. Η δεύτερη παραδοχή είναι ότι στο δικτατορικό καθεστώς αντιστάθηκαν κυρίως οι νεολαιίστικες παρατάξεις των παράνομων κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς, χωρίς να υποβαθμίζεται η ηρωική αντίσταση δημοκρατικών πολιτικών και στελεχών των ενόπλων δυνάμεων.

Και οι δύο αυτές παραδοχές επιβεβαιώθηκαν επίσημα από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ αμέσως μετά την πτώση της χούντας, το 1974, μια πράξη που σήμανε, σε συμβολικό επίπεδο, την απαρχή της περιόδου της δημοκρατικής ομαλότητας. Ωστόσο, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Αριστεράς στα χρόνια της δικτατορίας και η εκρηκτική άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία έδωσαν στις πρώτες μεταδικτατορικές δεκαετίες έναν αντιφατικό χαρακτήρα. Έτσι, παράλληλα με τα σημαντικά βήματα στον εκδημοκρατισμό της χώρας και την κοινωνική δικαιοσύνη εμφανίστηκε ο «Αυριανισμός», ως ακραία έκφραση του χυδαίου λαϊκισμού και θέριεψε η τρομοκρατία, ως η φρικτή διαστροφή της μεταπολίτευσης.

Το οκταετές εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Κώστα Σημίτη κατάφερε να εντάξει τη χώρα στην ευρωζώνη αλλά δεν μπόρεσε να κάμψει την αντίσταση του γιγάντιου πελατειακού κράτους και των κατεστημένων συντεχνιών. Η πορεία προς την οικονομική κρίση είχε ήδη προδιαγραφεί με τη χαριστική βολή να δίνεται από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή. Η περίοδος των μνημονίων υπήρξε η μεγαλύτερη δοκιμασία της μεταπολίτευσης, νιώθοντας, μέχρι σήμερα, νωπές τις συνέπειές της. Σε αυτές τις συνθήκες η δημοκρατία στάθηκε όρθια απέναντι στο νεοναζιστικό μόρφωμα της «Χρυσής Αυτής», όταν εκείνο σήκωσε το κεφάλι του. Επίσης ματαίωσε τα σχέδια που έκανε η κυβερνητική σύμπραξη της Αριστεράς με την Ακροδεξιά, για την έξοδο της χώρας από την Ευρώπη.

Παρ’ όλα αυτά, το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται ακόμα ικανό να ξεπεράσει τις παθογένειες που οδήγησαν στην κρίση. Η συντηρητική παράταξη ενδιαφέρεται, ολοένα και περισσότερο, για τις εσωκομματικές της ισορροπίες, η Αριστερά επινοεί συγκολλήσεις και rebranding για την επιβίωσή της ενώ η (σοσιαλ)δημοκρατική παράταξη ταλαντεύεται ανάμεσα στις επιταγές μιας σύγχρονης μεταρρυθμιστικής πολιτικής δύναμης και την επιστροφή σε ένα ξεπερασμένο παρελθόν. Η ενίσχυση των δημαγωγών που διεκδικούν ρυθμιστικό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας συνιστά μια νέα απειλή για τη δημοκρατική σταθερότητα, την οποία οφείλει το πολιτικό σύστημα να αποτρέψει με συναινέσεις και συμβιβασμούς. Η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία περνάει μέσα από την εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα.

Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚ 26/04/2025

Πηγή: www.tanea.gr