Πριν από περίπου 40 ημέρες ήμουν καλεσμένος στο πάνελ μιας τηλεοπτικής εκπομπής. Συμμετείχα ετεροχρονισμένα σε σχέση με την έναρξη της, επειδή αρνήθηκα να συζητήσω στο ίδιο τραπέζι με το μέλος της Χρυσής Αυγής, Ηλία Κασιδιάρη. Γι? αυτή μου την επιλογή τότε, δέχτηκα κριτική. Άλλοτε καλόπιστη, άλλοτε ίσως, λιγότερο, και από τους παριστάμενους στη συγκεκριμένη συζήτηση και από δημοσιογράφους.
Σήμερα, θεωρώ πως η επιλογή αυτή σε επίπεδο σημειολογίας δικαιώνεται. Δικαιώνεται, επειδή ακριβώς, είναι πολύ διαφορετικό να μιλάς για το νεοναζιστικό φαινόμενο, να προτείνεις λύσεις, να ενημερώνεις και να ενημερώνεσαι μαζί με τους πολίτες, όπως και να αποκαθιστάς την αλήθεια απέναντι στην πατριδοκαπηλία και τα κηρύγματα μίσους, από το να συμπεριφέρεσαι στη Χρυσή Αυγή ως κανονικό κόμμα.
Γιατί; Επειδή πολύ απλά, η Χρυσή Αυγή δεν είναι ένα κόμμα όπως όλα τα υπόλοιπα. Είναι μια παρακρατική ομάδα, που επένδυσε στο μίσος, τη λάσπη, τη βία και την απόγνωση, που γεννήθηκε από την κακοδιαχείριση του παρελθόντος. Κι αυτό που τη γιγάντωσε, είναι ότι για πολύ καιρό την αντιμετωπίζαμε ως κάτι άλλο από αυτό που είναι.
Κάποιοι σκόπιμα τους ανέχτηκαν.
Τους ανέχτηκαν πρώτα κάποια από τα ΜΜΕ, που θεώρησαν πως η αντικατάσταση του πολιτικού διαλόγου με το πεζοδρομιακό ψευτονταηλίκι και τις ύβρεις θα ανέβαζαν τη θεαματικότητα των δελτίων τους.
Τους ανέχτηκαν οι αντιμνημονιακοί του χτες και υπερμνημονιακοί του σήμερα. Επειδή αυτοί πρώτοι, με τη στείρα άρνηση, το διχαστικό λόγο, ακόμη και στα απολύτως αναγκαία, επέλεξαν το δρόμο της δημαγωγίας, το δρόμο της εξυπηρέτησης του προσωπικού κομματικού οφέλους, αντί της εξυπηρέτησης των πολιτών. Η αντιμνημονιακή ομπρέλα άλλωστε, κάλυψε και δικαιολόγησε, κάθε μορφή αντίδρασης, υπέθαλψε την κοινωνική διαίρεση, ακόμα και τη συνομωσιολογία των «ψεκασμένων».
Πλέον, τους ανέχονται και αυτοί που προσπαθούν να αντιπολιτευθούν όχι τον Σαμαρά ή την κυβέρνηση, πράγμα απολύτως θεμιτό, αλλά τους θεσμούς, την ίδια την ελληνική δικαιοσύνη. Kι άλλο πράγμα είναι να αντιπολιτεύσαι την Κυβέρνηση, κι άλλο τους θεσμούς. Όταν ενστερνίζεται κανείς την εξ? ορισμού αναξιόπιστη μαρτυρία των «κυρίων» Μπαλτάκου και Κασιδιάρη, τότε αρνείται την πραγματικότητα. Αρνείται το αίμα του Παύλου Φύσσα, που χύθηκε άδικα από τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής, αρνείται τις δολοφονίες, τους προπηλακισμούς, τα σημάδια στο σώμα ανήμπορων ανθρώπων, μεταναστών κατά κύριο λόγο, που ατύχησαν να έχουν γεννηθεί σε κάποια φτωχή γωνιά της γης. Με τη λογική τους, δεν υπήρχαν ποτέ σπασμένοι πάγκοι, δεν υπήρξαν ποτέ ναζιστικά σύμβολα. Ήταν όλα αρχαιοελληνικοί χαιρετισμοί. Τίποτα δεν υπήρξε σε μια «χώρα των λωτοφάγων». Όμως αν μια χώρα θέλει να πάει μπροστά, οφείλει να έχει μνήμη και αυτογνωσία. Να θυμάται τα σωστά, να θυμάται όμως και τα λάθη της, για να μην τα επαναλάβει.
Κι αυτό που οφείλουμε να θυμόμαστε είναι πως εκτός απ΄τα θύματα της Χρυσής Αυγής, εκτός απ΄τον προξενητή Μπαλτάκο, υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα κι άλλοι «Μπαλτάκοι». Υπάρχει ο κύριος Π.Ψωμιάδης που χαρακτήριζε τη Χ.Α. ως αδελφό κόμμα. Υπήρχαν και υπάρχουν οι βουλευτές της Κ.Ο. ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, που ψήφισαν κατά της άρσης της βουλευτικής ασυλίας μελών της Χ.Α. Ανάμεσα τους, ο αντιπρόεδρος της Βουλής, κύριος Καλαντζής και ο τότε «ανεξάρτητος» βουλευτής, κύριος Νικήτας Κακλαμάνης. Υπάρχει ο κύριος Σπηλιωτόπουλος ακόμη, που θέλει δημοψήφισμα για την ίδρυση του τζαμιού στην Αθήνα.
Όλους αυτούς τους «Μπαλτάκους», ο κύριος Σαμαράς τους ανέχτηκε, τους υπέθαλψε, τους στήριξε και τον στήριξαν. Κι αυτό επειδή μπροστά στο κρίσιμο ερώτημα του 2010: πολιτικό κόστος και μεταρρυθμίσεις ή ακραίος λαϊκισμός, εκείνος έκανε την επιλογή του, ήδη απ΄την εποχή που βρισκόταν στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Μια επιλογή που σήμερα πληρώνουμε όλοι οι πολίτες ανεξαρτήτως πολιτικών καταβολών.
Γι? αυτό, τώρα που οι ίδιοι οι συνεργάτες του, υπονομεύουν αυτή την κυβέρνηση της οποίας προΐσταται, ως πρωθυπουργός, έχει υποχρέωση να τους απομακρύνει και απ’ την κυβέρνηση και από το κόμμα του, αν θέλει να δώσει ένα καθαρό μήνυμα. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δε, από τη μεριά του οφείλει επίσης να προχωρήσει εδώ και τώρα με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που έχει ζητήσει κατ? εφαρμογή της προγραμματικής συμφωνίας. Ιθαγένεια, Αντιρατσιστικό, Σύμφωνο Συμβίωσης, και το άρθρο 19 του κώδικα μετανάστευσης πρέπει να έρθουν στη Βουλή και να ψηφιστούν, ώστε να μην υπάρχει καμία υποψία εξυπηρέτησης κύκλων που λειτουργούν με ακροδεξιά αντζέντα.
Τώρα, που αποδεικνύεται πόσο μεγάλο βαρίδι είναι για τη χώρα η ακροδεξιά, τώρα που είναι πιο φανερό από ποτέ ποιοι απειλούν τη σταθερότητα, την αξιοπιστία των θεσμών, την οικονομική πορεία της χώρας, τώρα είναι καιρός να τελειώνουμε με τους «Μπαλτάκους», να αναδείξουμε τις προοδευτικές φωνές απέναντι στις ακραίες, λαϊκιστικές παραφωνίες. Δε θα γίνουν οι εχθροί της Δημοκρατίας ρυθμιστές της.
Οι ευρωπαϊκές εκλογές είναι η καλύτερη ευκαιρία. Η ενδυνάμωση των προοδευτικών δημοκρατικών δυνάμεων μπορεί να μετατραπεί σε ειρηνική επανάσταση, απέναντι σε όσους ρισκάρουν τη Δημοκρατία για το καλό του κόμματος τους.
Γιατί; Επειδή, πάνω από κόμματα, πάνω από εφήμερα εκλογικά οφέλη, πάνω απ/ το λαϊκισμό, είναι η Δημοκρατία. Και αυτή είναι η πρώτη και κυρίαρχη ανάγκη. Η πραγματική Δημοκρατία για την Ελλάδα, για την Ευρώπη.