Καλοκαίρι 2013. Στη μικρή και όμορφη επαρχιακή πόλη του νότου, υπάρχει κοσμοσυρροή. Οι άνθρωποι απολαμβάνουν τις πρώτες αυγουστιάτικες μέρες.
Το μουσικό συγκρότημα που βρέθηκε στην πόλη, αντιμετωπίζει ένα απρόσμενο εμπόδιο. Υπάρχουν διαμαρτυρίες! Διαμαρτυρίες και αντιδράσεις. Μια ατμόσφαιρα άρνησης διαμορφώνεται στον μικρό τόπο.
– Μα πώς θα παίξουν, πώς θα τραγουδήσουν στη γραφική πλατεία, που αποτελεί το φυσικό προαύλιο της εκκλησίας; Μα να λέγονται και αυτοί «Δαίμονες των Εγχόρδων!»
Μικρή ομάδα πιστών μπήκε στον πειρασμό – λέει – από την επωνυμία του συγκροτήματος. Μαζί και οι τοπικές αρχές που στάθηκαν και αυτές προβληματισμένες από το «ανάρμοστο» της επωνυμίας. Δεν είχαν και την τυπική άδεια της αρχαιολογικής υπηρεσίας! Έπρεπε πάσει θυσία η ιεροσυλία να αποφευχθεί! Και να οι κρίσεις και να η συζήτηση. Μα μπορεί η επωνυμία ενός συγκροτήματος να προσλαμβάνεται ως φορέας διαβολικού μηνύματος, παραποιώντας λέξεις και σημασίες; Μπορεί τόσο εύκολα κάτι να γίνεται αντιληπτό ως εχθρός που απειλεί εικόνες, τόπους και παραδόσεις;
Στην Ελλάδα του σήμερα, η ανακάλυψη του εχθρού ή η κατασκευή του, μέσα στην οπισθοδρόμηση της σκέψης, προκύπτει σχεδόν αυθόρμητα. Εκδήλωση της γενικευμένης παρακμής και αυτό, για μια κοινωνία που επιμένει καμιά φορά να παραμένει κλειστή, να αρνείται το δικαίωμα του άλλου στην ελευθερία και στον αυτοπροσδιορισμό.
Τελικά, μέσα από μια καλοπροαίρετη, αν και έντονη, αντιπαράθεση, έγινε φανερή η υπερβολή και η «παρεξήγηση» έσβησε. Έτσι, το ίδιο βράδυ, οι «Δαίμονες των Εγχόρδων», η Λυδία Μπουντούνη και ο Κωνσταντίνος Μπουντούνης, πλούτισαν με τους ήχους τους τη μικρή πλατεία, ενώ η Βασιλική Καρακώστα ξεδίπλωνε με τέχνη την εξαίσια φωνή της.
Τα χειροκροτήματα που έκλεισαν την όμορφη βραδιά, δεν ήταν και αυτά παρά μια νότα στη μουσική πληρότητα της στιγμής, που έφευγε από τη μικρή πλατεία και απλωνόταν μέχρι τη θάλασσα.