Επιτεύχθηκε τελικά συμφωνία στο Μπακού, στην 29η διάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (COP29), για περισσότερη χρηματοδότηση της προσπάθειας περιορισμού της κλιματικής κρίσης τα ξημερώματα της Κυριακής.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ και άλλες πλούσιες χώρες που μετέχουν στη διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα COP29, που διεξάγεται στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, συμφώνησαν να αυξήσουν την προσφορά τους για την επίτευξη χρηματοδοτικής συμφωνίας για το κλίμα στα 300 δισεκατομμύρια δολάρια κατ'έτος ως το 2035, δήλωσαν σήμερα πηγές στο Reuters.
Η αλλαγή αυτή θέσης ήρθε καθώς η πρόταση για παροχή 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων κατ’ έτος έως το 2035 που αναφερόταν σε νέο προσχέδιο χρηματοδοτικής συμφωνίας για το κλίμα, που δημοσιοποιήθηκε χθες από την αζερινή προεδρία της διάσκεψης COP29, κρίθηκε από τις αναπτυσσόμενες χώρες ως προσβλητικά χαμηλή.
Πέντε πηγές που είναι ενημερωμένες για τις κεκλεισμένων των θυρών συνομιλίες που διεξάγονται δήλωσαν ότι η ΕΕ συμφώνησε ότι θα μπορούσε να αποδεχθεί τον υψηλότερο αριθμό. Δύο από τις πηγές δήλωσαν παράλληλα ότι οι ΗΠΑ, η Αυστραλία και η Βρετανία συμφωνούν επίσης.
Ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες δήλωσε ότι η συμφωνία αυτή θέτει τα θεμέλια πάνω στα οποία πρέπει να χτίσουμε.
«Ηλπιζα σε ένα πιο φιλόδοξο αποτέλεσμα για την αντιμετώπιση της μεγάλης πρόκλησης που αντιμετωπίζουμε», είπε ο κ. Γκουτέρες, εκφράζοντας ανάμεικτα συναισθήματα για το περιεχόμενο της συμφωνίας και καλώντας τις κυβερνήσεις να συνεχίσουν τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
«Τα Ηνωμένα Εθνη είναι μαζί σας. Ο αγώνας μας συνεχίζεται και δεν θα τα παρατήσουμε ποτέ», διεμήνυσε.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, οι ΗΠΑ και άλλες πλούσιες χώρες που μετείχαν στην COP29, συμφώνησαν να αυξήσουν τις δωρεές και τα δάνεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες από 100 δισ. δολάρια σε «τουλάχιστον 300 δισ. δολάρια» ετησίως μέχρι το 2035.
Τα χρήματα προορίζονται για την αντιμετώπιση πλημμυρών, καύσωνα και ξηρασίας. Αλλά και για να επενδύσουν οι αναπτυσσόμενες χώρες σε μορφές ενέργειας με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα – αντί να αναπτύξουν τις οικονομίες τους με καύση άνθρακα και πετρελαίου, όπως έκαναν χώρες της Δύσης για περισσότερο από έναν αιώνα.