Το χρέος της μνήμης δεν απορρέει αποκλειστικά από την ορθή εγρήγορση τού ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ. Ενυπάρχει και μεταστρέφει την πορεία προς την κακότητα, όταν ενεργοποιείται ΕΔΩ και ΤΩΡΑ. Όταν βρίσκουμε την ευκαιρία να πιαστούμε από το παρελθόν πριν εκείνο γίνει ιστορία για τους ειδικούς, αρχειοθετημένη επισφάλεια, ρητορικό και πολιτικό ζητούμενο: ως Χρόνος.
Για αυτό (ακόμη και όταν δεν πρέπει) έχουμε λόγο, όπου ανθρωπίνως δυνατό να ζητούμε βοήθεια, να μην απομονωνόμαστε, να ενεργοποιούμε τους ανθρώπους. Το ΄ίδιο πάντα θα επιχειρώ. Ανάρμοστα:
Στο Ηρώον μιας βορειοελλαδικής πόλης της οποίας οι κτήτορες φευγαλέα μόλις αχνοφέγγουν. Ζακ Ταράντο: Ανάμεσα σε ελληνοχριστιανικά (ναι και μουσουλμανικά) ονόματα πώς έπεσε αυτός ήρωας του 1940/41; 195 ή 196 από τους 198 ήταν εκτός εκείνου που χάθηκαν σε εκείνον τον πόλεμο, όχι στο μέτωπο της Πίνδου αλλά στα Άγια Χώματα της Πολωνίας. Είχαν κτίσει από την αρχή τη «νεότερη πόλη της Ελλάδας». Έκαναν Κάραγατς το Κουμ Τσιφλίκ. Στήσαν Συναγωγή κι ας μην τους άφηναν με την πρώτη.
Οι δάσκαλοι δε φτιάχνουν τις πόλεις. Δεν ονοματίζουν τους δρόμους. Δεν γκρεμίζουν τις συναγωγές. Επιδικάζουν όμως τη μαύρη μας τη μοίρα. Κοντεύουν τη μνήμη και παίζουν τις κουμπάρες.
Στη «νεότερη πόλη» που κι εγώ δημοτεύω λοιπόν εκείνοι, σε όσους τα παιδιά μας κάθε μέρα εμπιστευόμαστε δικαίωσαν εμφατικά το θηρίο και τους θύτες: γιατί αρνήθηκαν, σύλλογος καθηγητών Γενικού Λυκείου. Το ελάχιστο. Να συζητήσουν, να προτείνουν το απλούστατο, το «εύκολο»: πως στη μικρή βορειοελλαδική πόλη θα ήταν σε θέση να ζητήσουν (να κοκορευτούν και λίγο) από τις αρχές, να παρακαλέσουν, «κι ας μην είναι δουλειά τους» να μη μένει μόνος του ο Ζακ Ταράντο, μόνος του, από τύχη και ασκόπως διασωσμένος στην επίμορτή μας μνήμη.
Να γραφεί ότι εκείνη την πόλη την έκτισαν και Ισραηλίτες πρόσφυγες, ότι δεν ήταν περαστικός ο Ζακ Ταράντο, ότι ανήκε στην πόλη ως μέλος μιας κοινότητας ανθρώπων με πρόσωπο, σώμα, επιθυμίες, άλλη θρησκεία. Απλώς, ε και;
Τσάμπα νομίζουν η επιλογή τους να αρνηθούν. Νομίζω διόλου απλήρωτη. Ανάμεσα σε δημάρχους, Θράκες ηγεμόνες, βασιλείς και τοπωνύμια, ούτε που να γραφεί: οδός ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΑΙ ΗΡΩΩΝ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ. Να πουν ότι οι Ναζί ηττήθηκαν σε εκείνον τον πόλεμο, αφού δεν τους πέρασε κι οι νεκροί μπορούν να ζουν. ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΑΝ ΟΛΟΙ. Αφού ζουν ανάμεσά μας, στο δρόμο, σε αυτόν ή τον άλλο δρόμο, τη λεωφόρο ή την πλατεία! ΟΧΙ, οι αγωγοί των παίδων, να μη ζουν, να μην ξαναζήσουν
Έτσι ηττάται η δημοκρατία. Όταν οι συλλογικοί θεσμοί κατρακυλούν σε αγορητήρια επαίνων και ευχολογίων. Χάνουν τον αποφασιστικό τους ρόλο και διεκδικούν οι θεσμοί θέση στην κοινωνία τών πολιτών. Αδηφαγία. Το είδαμε στην αρχαιότητα με τους θεσμούς των πόλεων να μετατρέπονται σε καρικατούρες εκτός ρόλου και χρόνου, σε collegia magistratuum κ.τ.τ. Αλλά ηττάται επίσης όταν οι σύλλογοι δε μιλούν, από δυσπεψία ή σκέτη δυσανεκτικότητα. Όπως έμαθαν και διδάσκουμε. Να κοιτάζουμε τη δουλειά μας. Δε χαρίζονται, μένουν αχάριστοι. Εμείς αχάριτες.
Θα ορρωδώ εις αιώνας. Αυτού ντρέπομαι. Όπως έτσι, που τα άτομα, τα μέλη «συλλόγων» αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη για τον εαυτό τους και κρύβονται «συλλογικά». Όταν κολλεγιάζουν. Σαν σύλλογοι καθηγητών που διδάσκουμε την ιστορία υπό την οπτική τών −τύποις− ηττημένων νικητών, εκείνων που ο Ζακ Ταράντο πολέμησε σε εκείνον τον τότε πόλεμο. Το βλέπω στα χείλη τους, να περιγράφεται το ανάθεμα, η σχετικοποίηση. Δε δικαιώνονται όλοι οι νεκροί, γιατί απλώς αρνούμαστε την επιλογή του Δικαίου. Οπότε επειδή κατά βάθος γνωριζόμαστε εαυτούς δεν εκφέρουμε: μόνο αφήνουμε υπαινιγμό: η μισάνθρωπη Frϋhling ήλθε και δεν ξεχάστηκε. Κράτησε. Κρατάει ακόμη. Τα θύματα και η μνήμη τους θα ξεχαστούν.
Πώς επιστρέφει κανείς από τη Νέκυια της ζωής του, της συλλογικής ζωής; Με πίστη; Δεν υπάρχει αμόλυντη χαρά κατά Λέβι. Προσπαθώ να πείσω εαυτόν να νοθεύσει τη συντριβή.