Χρυσή Αυγή και Εκκλησία

Τάκης Θεοδωρόπουλος 02 Απρ 2013

Για ποιο λόγο ένας ιεράρχης, όπως ο Πωγωνιανής Ανδρέας, αποκαλεί τα μέλη της Χρυσής Αυγής «τα παιδιά τα καλά, τα αγωνιστικά»; Ή τους καλεί, όπως ο Αιγιαλείας Αμβρόσιος, να αποφεύγουν «κάποιες ανωφελείς ακρότητες» ώστε «να είναι περισσότερο ωφέλιμοι και να καταστούν μια γλυκιά ελπίδα για τον απελπισμένο πολίτη»; Γιατί θεωρείται από πολλούς φυσιολογική η ανταπόκριση που βρίσκει η εθνικιστική και ακροδεξιά ρητορική της νεοναζιστικής οργάνωσης στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας; Γιατί όσοι ιεράρχες καταγγέλλουν την εγκληματική δράση των ρατσιστών αντιμετωπίζονται ως πεφωτισμένες εξαιρέσεις; Γιατί η επίσημη Εκκλησία αρκείται σε δηλώσεις εναντίον της βίας και δεν απαξιώνει τους φουσκωτούς ιδεολόγους που ταυτίζουν την πολιτική με τη σωματική βία;

Αυτά τα ερωτήματα θέτει και σ’ αυτά προσπαθεί να δώσει απάντηση ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στα κείμενά του που φιλοξενούνται στο βιβλίο «Χρυσή Αυγή και εκκλησία» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Μια οπτική γωνιά άκρως ενδιαφέρουσα. Πρώτον, γιατί αποσυνδέει τη ρητορική της Χρυσής Αυγής από την παράδοση του τρίγωνου «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Δεύτερον, γιατί προτάσσει ένα δέον: θεωρεί ότι μόνον η επίσημη Εκκλησία έχει τη δυνατότητα και οφείλει να απομονώσει κοινωνικά και πολιτικά το νεοναζιστικό μόρφωμα. Αποψη μάλλον αισιόδοξη, που έχει να κάνει περισσότερο με αυτά που ο συγγραφέας προσδοκά από την Εκκλησία και λιγότερο με την πραγματικότητα. Αποψη όμως που ανοίγει μιαν νέα οπτική για την αντιμετώπιση του κατ’ εξοχήν προβλήματος του δημόσιου βίου μας, την ανταπόκριση που βρίσκει η δράση της Χρυσής Αυγής σε στρώματα που μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με τη ναζιστική παραφροσύνη, όμως στέλνουν τους εκπροσώπους της στο Κοινοβούλιο. Παιδιά της εθνικιστικής και ξενόφοβης Ακροδεξιάς, οι ιδεολόγοι της Χρυσής Αυγής έχουν κάνει κι αυτοί τη μικρή τους επανάσταση. Εκεί που οι πρόδρομοί τους στήριζαν την ύπαρξή τους στον ιερό δεσμό έθνους και Εκκλησίας, οι ίδιοι ανακάλυψαν τη γοητεία του παγανισμού. Ως εκ τούτου, όπως εξηγεί αναλυτικά ο Ζουμπουλάκης, δεν μπορούν να έχουν καμιά σχέση με την Ορθοδοξία. Η λατρεία της γης, του χώματος και της καθαρής φυλής βρίσκονται στους αντίποδες της χριστιανικής πίστης. Τη χρησιμοποιούν όπως οι προπάτορές τους, Γερμανοί και Ιταλοί, μόνον και μόνον για να μη θίξουν τα αισθήματα του κοινού στο οποίο απευθύνονται. «Μόλις η Χρυσή Αυγή γίνεται μαζική οργάνωση, εγκαταλείπει στον προς τα έξω λόγο της την παγανιστική και αντιχριστιανική ρητορική, από καθαρό πολιτικό καιροσκοπισμό, διότι στον εσωτερικό της λόγο τη συνεχίζει». Ποια κρυφά -ή όχι και τόσο κρυφά- χαρίσματα συνθέτουν τη γοητεία που ασκεί η Χρυσή Αυγή σε ορισμένους λαλίστατους ιεράρχες; Ο αταβιστικός αντικομμουνισμός που κληρονόμησε η Ορθοδοξία από την εποχή του Εμφυλίου και τη συνόδευσε σε όλη τη μεταπολεμική της θητεία. Μια καιροσκοπική, εκ μέρους τους, συμπεριφορά την οποία υιοθέτησαν μετά τη δημοφιλία τής «πάνω πλατείας»; Γιατί όμως η επίσημη Εκκλησία αντιμετωπίζει με τη σιωπή της τους λαλίστατους κήρυκές της και δεν καταδικάζει τους φουσκωτούς με τα ξυρισμένα κεφάλια που η μόνη πολιτική τους πρόταση είναι το ξύλο μέχρι θανάτου; Η απάντηση του Ζουμπουλάκη είναι καίρια: πρόκειται για την αδυναμία αυτοκριτικής που διακατέχει την Ορθόδοξη Εκκλησία, αδυναμία να «επανατοποθετήσει τη στάση της μέσα στην κοινωνία, στον σύγχρονο κόσμο».

Σημασία έχει πάντως πως μέσα από τα κείμενα αυτού του τόμου, το ζήτημα της Χρυσής Αυγής αντιμετωπίζεται έξω από το στερεότυπο Δεξιά εναντίον Αριστεράς και χωρίς το σύνηθες «κάντε ένα νόμο να τελειώνουμε». Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να βοηθήσει για να βγούμε από την αμηχανία μας απέναντι στη λαίλαπα, πριν να είναι αργά.