Χρυσή Αυγή, η μετεξέλιξη του αυριανισμού

Γιώργος Σιακαντάρης 30 Ιαν 2013

Νομίζω πως είναι ελάχιστοι αυτοί που πιστεύουν πως το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής ξεπήδησε από το πουθενά ή πως η μοναδική αιτία για τη συνεχή ενδυνάμωσή της είναι το Μνημόνιο και η οικονομική κρίση. Οι ιδεολογίες που την εξέθρεψαν και τα κοινωνικά στρώματα που την ακολουθούν ήσαν εδώ δίπλα μας από τη δεκαετία του 80.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στην Ελλάδα η αυτονομία της πολιτικής από την κοινωνία στηρίχθηκε αφενός στην απουσία μιας καθαρής αντιστοιχίας μεταξύ της ταξικής θέσης του κάθε ατόμου με την κομματική του ένταξη και αφετέρου στην απουσία κομμάτων με μονοσήμαντη ταξική αναφορά. Το κυρίαρχο πολυσυλλεκτικό κόμμα ήταν πανταχού παρών. Αυτό φυσικά έκανε ρευστό το πολιτικό σκηνικό, αλλά έδινε και τη δυνατότητα στους ίδιους τους πολίτες να αλλάζουν κομματική στέγη, ανάλογα με το ποιο κόμμα κάθε φορά έδειχνε πως μπορεί να «εγγυηθεί» την ατομική και οικογενειακή ανέλιξή τους.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 80 στηρίχθηκε σ’ ένα αταξικό αίτημα υπέρ της κοινωνίας των «μη προνομιούχων». Σ’ αυτό το αίτημα συστεγάστηκαν δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και της κοινωνικής κινητικότητας, αλλά και δυνάμεις της «αδύναμης κοινωνίας». Μια αδύναμη κοινωνία που δεν επιθυμούσε να δυναμώσει αλλάζοντας τους παραγωγικούς της προσανατολισμούς, αλλά να δυναμώσουν τα άτομα που την συνέθεταν, μέσα από την ιδιοποίηση των κρατικών και των δημόσιων πόρων.

Σ’ αυτό το πλαίσιο στο ΠΑΣΟΚ, ως τον κύριο εκπρόσωπο ή αλλιώς ως τη μήτρα όλου του μεταπολιτευτικού πολυσυλλεκτικού κόμματος, βρήκαν στέγη αδύναμα και αποκλεισμένα αστικά και αγροτικά στρώματα, καθώς και μικροϊδιοκτήτες. Στρώματα στα οποία μέχρι τότε είχε αποκλειστεί η πρόσβασή στη διανομή της κρατικής πίτας και τα οποία στήριξαν τις ελπίδες τους στην «αλλαγή» της ατομικής τους σχέσης με το κράτος. Μετά το «βρώμικο 89» αυτά τα στρώματα δεν εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ, άλλα άρχισαν να φοβούνται την πιθανότητα μιας εκ νέου παραγκώνισής τους από κινήσεις για μια ορθολογικότερη και δικαιότερη σχέση με το κράτος. Κινήσεις που ξεκίνησαν το 93 με τον Ανδρέα Παπανδρέου και επιταχύνθηκαν με τον Κώστα Σημίτη.

Αυτά τα απειλούμενα από τις επερχόμενες αλλαγές στη δημόσια διοίκηση και το παραγωγικό μοντέλο κοινωνικά στρώματα, βρήκαν εύκολο καταφύγιο στον έντονα διχαστικό και απλοποιητικό λόγο του αυριανισμού. Τα κοινωνικά στρώματα που δεν είχαν αυτόνομη κομματική και πολιτική εκπροσώπηση, έβλεπαν να χάνουν το ΠΑΣΟΚ μέσα από τα χέρια τους και μέσα από αυτήν την απώλεια έβλεπαν να χάνουν και την ιδιότυπη σχέση τους με το κράτος, το οποίο στην ουσία αποτελούσε γι’ αυτά τη μοναδική πηγή εισοδήματος.

Εκεί βρήκε έδαφος για να φουντώσει, έξω από την Αυριανή, ο Αυριανισμός. Φαινόμενο στο οποίο κυριαρχούσαν ιδεολογίες που έβλεπαν το κράτος, τη λατρεία προς αυτό και προς τον ηγέτη ως απαντήσεις στην αγωνία για το αύριο. Ο κρατισμός αυτών των στρωμάτων καλύπτονταν από μια αντικαπιταλιστική ρητορεία. Στη βάση αυτής της ρητορείας βρίσκονταν η αγωνία για τη διατήρηση των συντεχνιακών κεκτημένων, μέσα σ’ ένα κόσμο που έπρεπε να αλλάξει για να μη βουλιάξει.

Το κλίμα απαξίωσης της πολιτικής ως φαινομένου που γενικεύει τα ατομικά συμφέροντα στηρίχτηκε σε μια ιδεολογία καταγγελίας των πολιτικών αντιπάλων. Δεν έμεινε όμως εκεί, αλλά πέρασε και σε μια καταγγελία της πολιτικής στο σύνολό της. Από τότε ξεκίνησε η διαδικασία εθισμού της κοινής γνώμης σε ιδεολογίες του συρμού – όλοι κλέβουν, όλοι ψεύδονται, όλοι αδικούν. Αυτή η διαδικασία φάνηκε να ηττάται το 96. Έμεινε όμως εκεί και περίμενε την επόμενη κρίση. Μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης ο αυριανισμός διαπερνούσε εγκάρσια το πολιτικό μας σύστημα και εν μέρει το σημερινό επίπεδο της αντιπαράθεσης δείχνει πως συνεχίζει.

Το 2010 όμως ήρθε η Χρυσή Αυγή για να τεθεί επικεφαλής του νεοελληνικού ναζισμού, ο οποίος είχε ήδη εκκολαφθεί από τον παλιό Αυριανισμό. Η Χρυσή Αυγή ήρθε να εκμεταλλευτεί αφενός την απίστευτη διαδικασία πτώχευσης, που επήλθε από τις λαθεμένα παρατεταμένες συνταγές λιτότητας της Τρόικα, οι οποίες κακώς ταυτίστηκαν με την ανάγκη ενός Μνημονίου δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά και αφετέρου να ναζιστικοποιήσει τα πολιτισμικά κενά και ένστικτα των απειλούμενων από το αίτημα αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.

Το μίσος, το ασύστολο ψέμα, η ηθικολογία, τα καθαρά χέρια και κούτελα, η ταύτιση λαού και ηγέτη, ο αντιδιανουμενισμός, αλλά και η πίστη στο ηθικό απρόσωπο έθνος έναντι των ανήθικων πολιτικών του κοινοβουλευτισμού, ο φόβος έναντι των αλλαγών στο παραγωγικό μοντέλο, ο φόβος από τον άλλο, τον ξένο, τον μετανάστη, ο εθνικισμός, όλα αυτά καλλιεργήθηκαν από τον αυριανισμό των δεκαετιών 80 και 90. Περίμεναν όμως υπομονετικά την κρίση του 2010 για να φορέσουν επιτέλους την πραγματικά βαθύτατα νυκτερινή τους νεοναζιστική ενδυμασία. Περίμεναν να φορέσουν το ένδυμα του νεοελληνικού ναζισμού, ο οποίος πλέον δεν φοβόταν να δείξει τι είναι, αλλά και ο οποίος δεν είχε ανάγκη να συνεχίσει να κρύβεται πίσω από οποιοδήποτε κόμμα του συνταγματικού τόξου.

Τελικά στο ερώτημα, που απασχολούσε τους πολιτικούς αναλυτές από το 85 έως το 96, αν ο αυριανισμός είχε αυτόνομο πολιτικό μέλλον, δόθηκε η απάντηση. Είχε. Μόνο που το είχε ως Χρυσή Αυγή και όχι ως αυριανισμός.