«ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ». Θεωρίες ερήμην της πραγματικότητας.

Κώστας Κούρκουλος 15 Δεκ 2012

Α) ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΚΑΙ Η «ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ»

.

1) Τα πολιτικά ήθη του χωριού μου δεν έχουν ιστορικό πολιτικής  βίας. Αντίθετα, οι πολιτικές διαφορές εκτονώνονταν πάντα με χιούμορ. Ακόμη και την περίοδο που κυριαρχούσαν τα μπλέ και πράσινα καφενεία, το «κέντρο των πολιτικών συζητήσεων», ήτοι το καφεπαντοπωλείο του «Στεφανή», ήταν διακομματικής σύνθεσης. Ο «Στεφανής» ήταν οπαδός όλων των εκδοχών της δεξιάς. Οι παρεμβάσεις του όμως και οι «ατάκες» του στις συζητήσεις των «αλλοδόξων»,  παρέμειναν μνημειώδεις. Αλλά και ο αυτοσαρκασμός του εξ ίσου ευρηματικός. Ένα παράδειγμα: Δικαιολόγησε ως εξής την ήττα του κόμματός του το 1981, ενώπιον των αντιπάλων του: «Όταν έχεις αρχηγό, που ενώ θέλει να πει γραμμή λέει γ…μεί, πώς να κερδίσεις εκλογές;». (Θυμίζω τη γαλλική προφορά του «ρ» από τον Γ. Ράλλη). Αυτό σημαίνει ότι η επιθετικότητα βρήκε τον καλύτερο τρόπο διευθέτησης. Το χιούμορ.

.

2) Το χωριό μου δεν έχει ούτε έναν οικονομικό μετανάστη, από αυτούς που οι νεοέλληνες θεωρούν «κατώτερους». Μάλιστα, ο Φαντίμ και ο Ανδρέας, δύο αδέλφια Αλβανοί που μένουν σε διπλανά χωριά, γίνονται ανάρπαστοι για τις δουλειές και επί πλέον είναι και ιδιαίτερα αγαπητοί.

.

3) Τα γεγονότα της Κερατέας, ο Δεκέμβρης του 2008, ο Αγ. Παντελεήμονας κλπ, είναι για το χωριό μου απλώς «τηλεοπτικά» συμβάντα. Φαντάζουν δηλαδή όμοια, με αυτά που πληροφορούμαστε για μακρινές χώρες. Άρα ούτε εκπαίδευση στη βία προηγήθηκε.

.

4) Δεν έχει ίχνος εγκληματικότητας, είτε εισαγόμενης, είτε «γηγενούς». Άρα δεν έχει πρόβλημα ασφάλειας.

.

5) Δεν υπάρχουν συνθήκες που επιτρέπουν την προσφορά υπηρεσιών τύπου «Χεσμπολάχ» σε ανήμπορους εκ μέρους της Χ.Α., όπως σε αστικές περιοχές.

.

6) Τέλος, μέχρι και πριν κάποιους μήνες, η «Χρυσή Αυγή» στο χωριό ήταν εντελώς άγνωστη.

.

Παρά ταύτα, στις τελευταίες εκλογές η «Χρυσή Αυγή» πήρε και στο χωριό μου σε ψήφους, περίπου το εθνικό ποσοστό!!!

.

Με έφαγε η περιέργεια να μάθω έστω έναν ψηφοφόρο της Χ.Α. και έμεινα με την περιέργεια. Γιατί όσοι ψήφισαν Χ.Α., επιλέγουν να μένουν άγνωστοι. Ουδείς τόλμησε δηλαδή να ομολογήσει την πράξη του. Και αυτό όχι γιατί φοβούνται, αλλά επειδή ντρέπονται. Άρα, δεν τους οδήγησε στη Χ.Α. ούτε το «αίσθημα του ανήκειν», όπως  υποστηρίζεται, αλλά μάλλον του «μη ανήκειν».

.

Β) ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΘΕΩΡΙΑΣ – ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

.

Από όλα όσα εκθέσαμε, προκύπτει ότι δεν συνέτρεχε στο χωριό μου ούτε μία από τις περιπτώσεις που ορίζονται ως αιτίες του φαινομένου της Χ.Α.

.

Πράγμα που σημαίνει ότι όσα διατυπώνονται στο δημόσιο λόγο για τις ΑΙΤΙΕΣ της εκλογικής και δημοσκοπικής έκρηξης της Χ.Α., δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Και το σφάλμα προφανώς δεν βρίσκεται στην πραγματικότητα. Αντίθετα, αυτό σημαίνει ότι η πλειονότητα των αναλύσεων περί Χ.Α., εκπονείται με βάση την εισαγόμενη θεωρία  και όχι τη εγχώρια πραγματικότητα. Έτσι η θεωρία υποκαθιστά την πραγματικότητα, παράγοντας, σε σχήμα φαύλου κύκλου, μία ιδεολογική αυταπάτη, που θυμίζει τη γνωστή  ειρωνεία ότι «…οικονομολόγος είναι αυτός που βλέπει μεν την πραγματικότητα, αλλά προβληματίζεται αν λειτουργεί στη θεωρία…». Η σύνθεση των ψηφοφόρων της Χ.Α., επιβεβαιώνει τις παρατηρήσεις μας.

.

Γ) ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ «ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ»

.

Οι αναλύσεις περί Χ.Α., αγνοούν ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της: Ότι αυτή συντίθεται από δύο κατηγορίες άσχετων μεταξύ τους μεγεθών:

.

α) Τον εσμό των ταγμάτων εφόδου, που συγκροτούνται από κάποιες εκατοντάδες περιφερόμενες «ντουλάπες» του ποινικού υποκόσμου ή ψυχοπαθητικές περιπτώσεις «ελλειμματικών». Η κατηγορία αυτή, πράγματι ανταποκρίνεται στα όσα οι σχετικές αναλύσεις διατυπώνουν. Όμως ήταν Χρυσαυγίτες και πριν από τη κρίση και ουδείς ασχολείτο τότε μαζί τους, διότι ήταν αδιάφοροι αριθμητικά.

.

β) Τους ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ψηφοφόρους της Χ.Α. Είναι αυτοί που προκάλεσαν την εκλογική της έκρηξη και μας υποχρεώνουν σήμερα να ασχοληθούμε μαζί της. Γιατί χωρίς αυτούς, τα τάγματα εφόδου δεν θα τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι. Βασικό χαρακτηριστικό των νέων αυτών ψηφοφόρων της, είναι το ότι αγνοούσαν και την ύπαρξή της, λίγους μήνες πριν την ψηφίσουν.

.

Στην πλειονότητά τους είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με μία όμως ιδιαιτερότητα: Αισθάνονται οι αδικημένοι της περιόδου της «ευημερίας». Είναι δηλαδή – στην πλειονότητά τους πάντοτε – οι «απόκληροι» και τα «ορφανά» της περιόδου της κραιπάλης, που είτε δεν πρόλαβαν, είτε δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν το πελατειακό σύστημα και έτσι έμειναν «απ’ έξω». Όταν λοιπόν αισθάνθηκαν ότι τέλειωσε η προσδοκία για προσωπική ανομία, «τρελάθηκαν». Και όπως γράφαμε σε προηγούμενο κείμενο, «Επειδή λοιπόν αισθάνονται «αδικημένοι» – και είναι – μισούν όλο το πολιτικό σύστημα, εφ’ όσον, όταν αυτό μοίραζε τα προνόμια, τους περιφρόνησε. Και τώρα, επειδή δεν υπάρχει πλέον ελπίδα να ενταχθούν στους ευνοημένους, ανταποδίδουν την περιφρόνηση, ψηφίζοντας θυμωμένα και απελπισμένα Χ.Α. Πράγμα που σημαίνει ότι το πραγματικό κίνητρο για να ψηφίσουν Χ.Α, είναι η ίδια η προσδοκώμενη ενόχληση του πολιτικού συστήματος, από αυτήν καθ’ εαυτήν την ψήφο τους».

.

Το να συγχέονται λοιπόν οι ψηφοφόροι της Χ.Α. (και είναι εκατοντάδες χιλιάδες), με τον εσμό του υποκόσμου που συγκροτεί τα τάγματα εφόδου της Χ.Α., μόνο και μόνο για να «ικανοποιηθεί» η θεωρία, είναι μία αυτιστική, αλλά και καταστροφική συνάμα πολιτική.

.

Γιατί η απομόνωση και η στοχοποίησή τους, μετατρέπει την περιστασιακή έκφραση του θυμού τους, σε μόνιμη σχέση, με αποτέλεσμα, η ταύτιση αυτή να γίνεται περισσότερο επικίνδυνη και από την ίδια την ύπαρξη της Χ.Α.

.

Βεβαίως τίθεται το ερώτημα: Γιατί οι απόκληροι προσφεύγουν στη Χ.Α. και όχι στην αριστερά; Στο ερώτημα αυτό επιχειρούμε να απαντήσουμε στη συνέχεια.

.

Δ) Η «ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» ΩΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

.

Κάποτε οι κατατρεγμένοι, οι απόκληροι, οι πραγματικά μη προνομιούχοι, έβλεπαν ως «βάλσαμο» την αριστερά, ακόμη και αν δεν την ψήφιζαν. Διότι όχι μόνον η ρητορεία της, αλλά και ο ακτιβισμός της, την έφερνε κοντά τους. Έτσι, όχι μόνον κάλυπτε το θυμό τους, αλλά υπέθαλπε και την ελπίδα τους, για αλλαγή της μοίρας τους σ’ αυτή τη ζωή.

.

Η σελίδα αυτή έκλεισε. Σήμερα τα κόμματα της αριστεράς μεταλλάχτηκαν. Εκδηλώνοντας έναν τυφλό κοινωνικό δαρβινισμό, μετατράπηκαν αποκλειστικά σε κόμματα των ευνοημένων συντεχνιών. Γι’ αυτό δίνουν μία και μόνο μάχη: Να διασώσουν τα προνόμια των Μπαλασόπουλων, των Φωτόπουλων, των Ραυτόπουλων, των Λυμπερόπουλων και όλα τα εις –όπουλος, των δικαστών, των διορισμένων της βουλής και γενικά της κρατικής γραφειοκρατίας, αυτού του «…φρικιαστικού παρασιτικού σώματος, που τυλίγεται σα δίχτυ στο σώμα της …κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της…..», κατά την ιστορική έκφραση του Μαρξ.

.

Έτσι η χώρα, στη χειρότερη ίσως κρίση της ιστορίας της,  στερείται όχι μόνον αριστερής εναλλακτικής πρότασης, αλλά και του παρηγορητικού λόγου της αριστεράς. Διότι ούτε η ταύτιση του ΣΥΡΙΖΑ με τα προνόμια των κρατικών μανδαρίνων, ούτε η υπόσχεση του ΚΚΕ για επιστροφή στην προϊστορία, ούτε η δολιοφθορά κατά της οικονομίας, ούτε οι πατριωτικές εξάρσεις τους, αποτελούν αριστερή πρόταση. Κυρίως όμως δεν αποτελούν παρηγορία των απόκληρων της κοινωνίας, οι οποίοι κατέληξαν ακάλυπτοι και χωρίς ελπίδα.

.

Και επειδή τέτοιου είδους κενά στην κοινωνία δεν είναι ανεκτά, το κενό που δημιουργεί η απόδραση της αριστεράς από την ιστορική της παράδοση, άφησε ελεύθερο πεδίο στη Χ.Α. Έτσι λοιπόν η Χ.Α., χωρίς αντίπαλο, έγινε ο υποδοχέας του θυμού, της απελπισίας, του ανορθολογισμού, αλλά κυρίως του μίσους των απόκληρων.

.

Ε) Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΩΣ «ΜΑΜΗ» ΚΑΙ ΟΧΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ Χ.Α.

.

Με αφετηρία τα όσα επισημαίνουμε, αναπτύχθηκε ένας μύθος: Ότι δηλαδή η έκρηξη του φαινομένου της Χ.Α., οφείλεται στη δράση της λεγόμενης «αντιμνημονιακής» αριστεράς. Αυτό αποτελεί μία «παρανάγνωση» της πραγματικότητας, που δεν διευκολύνει την αντιμετώπιση της Χ.Α. Είναι αναγκαία λοιπόν η αναθεώρησή του. Εξηγούμαστε:

.

Βεβαίως η «αντιμνημονιακή» αριστερά, με τη γνωστή της δημοκοπία και ως κύριος φορέας του «κινήματος» του ανορθολογισμού, «πέτυχε» και τα εξής: α) Υπέθαλψε τον εθνικισμό και το μίσος κατά των ξένων «επίβουλων του πλούτου» μας. (Για «μερκελιστές» μιλάει ακόμη ο ανυποψίαστος αρχηγός της, για «κουτσούς» ξένους βουλευτής της και πάει λέγοντας). β) Με την υιοθέτηση του πολιτικού κανιβαλισμού νομιμοποίησε συμπεριφορές, που ήταν άλλοτε αποκλειστικότητα των «φασιστοειδών» της προδικτατορικής δεξιάς, όπως οι αντισυγκεντρώσεις και το δημόσιο λυντσάρισμα πολιτικών αντιπάλων. Κατέστησε έτσι μη αποκρουστική την ομόλογη δράση των ταγμάτων εφόδου της Χ.Α., προετοιμάζοντας ηθικά την κοινωνία για την αποδοχή τους. Άλλωστε, η εκ μέρους της αριστεράς επίκληση «ανώτερων αρχών» για την δικαιολόγηση των δικών της κανιβαλισμών, ισχύει και για τη Χ.Α. Διότι και αυτή «αρχές» επικαλείται. Και ως γνωστόν, ο θεός παρέλειψε να ορίσει ποιες είναι οι «ανώτερες», με συνέπεια να μας βάζει στον κόπο – άλλο φορτίο κι’ αυτό – να θέτουμε συνεχώς κανόνες, για να αποφύγουμε το κανιβαλισμό όσων θεωρούν τις δικές τους αρχές, υπέρτερες των άλλων. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η Χ.Α. τόλμησε να προπηλακίσει πολιτικούς αντιπάλους, μόνον όταν είχαν προηγηθεί άπειροι «αριστεροί» προπηλακισμοί. Όταν δηλαδή η συμπεριφορά αυτή ήταν «νομιμοποιημένη».

.

Όμως, παρ’ ότι η «αντιμνημονιακή» αριστερά άφησε ζωτικό χώρο στην Χ.Α., παρ’ ότι διευκόλυνε την αποδοχή της, παρ’ ότι νομιμοποίησε τη δράση της, παρ’ ότι με τη στάση της αυτή λειτούργησε ως «μαμή της ιστορίας» για τη γέννηση του ρεύματος των εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων προς τη Χ.Α., εν τούτοις, μέχρις εκεί συνέβαλε. Διότι το ρεύμα αυτό δεν το γέννησε η ίδια.  Αντίθετα, έχει βαθύτερες αιτίες. Κυοφορήθηκε ως κοινωνικό φαινόμενο, με όρους μάλιστα «ταχείας κύησης», στις εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες της κρίσης, των οποίων είναι και γέννημα. Μάλιστα, δεν είναι καν καθοδηγούμενο, αλλά εμφανίζεται – μας αρέσει δεν μας αρέσει –  ως πηγαίο κίνημα διαμαρτυρίας των «αποκλεισμένων».

.

Το πώς δεν θα αποκτήσει και χαρακτήρα μονιμότητας, είναι το ερώτημα που θέτει η ιστορία. Η αντιμετώπιση των ποινικών συμμοριών με την αμείλικτη εφαρμογή του νόμου, όσο αναγκαία και αν είναι – και είναι – δεν αρκεί. Διότι δεν απαντά στο «κίνημα» των αποκλεισμένων, που ψηφίζουν Χ.Α. Ο υπογράφων, σε προηγούμενο κείμενό του, διατύπωσε κάποιες σκέψεις. Τώρα αρκείται σε λιγότερα. Στο να επισημάνει μόνον, ότι η επίγνωση του νοσηρού είναι μισή θεραπεία.