Χρόνος και πραγματικότητα

Χρίστος Αλεξόπουλος 09 Φεβ 2020

Πολύ σημαντική παράμετρος για την προσέγγιση και κατανόηση της πραγματικότητας, με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και την κατεύθυνση της δυναμικής της εξέλιξης, είναι ο τρόπος βίωσης και διαχείρισης του χρόνου από τους πολίτες ως ατομικά υποκείμενα και από την κοινωνία και τα επιμέρους συστήματα (κυρίως το πολιτικό), που την συνθέτουν, ως συλλογικά υποκείμενα.

Ο χρόνος, ως διαδικαστικό εργαλείο, μετράται σε μονάδες, όπως είναι το δευτερόλεπτο, το λεπτό, η ώρα, ο μήνας, το έτος. Όμως συνειδητοποιείται και αποκτά περιεχόμενο ως συνολική κίνηση της ύπαρξης (ανθρώπινης και όχι μόνο) και των γεγονότων στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.

 

Στο ατομικό πεδίο ο χρόνος αποκτά περιεχόμενο και συνειδητοποιείται είτε βιωματικά στο πλαίσιο των διαφόρων κοινωνικών ρόλων, που διεκπεραιώνει το άτομο, είτε μέσω της ενημέρωσης για το γίγνεσθαι τόσο σε τοπικό όσο και σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (εικονικά και έντυπα) και από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η βίωση του χρόνου στο πλαίσιο του εργασιακού ρόλου. Το φύλο παίζει ακόμη σημαντικό ρόλο για την ευδοκίμηση κοινωνικών διακρίσεων. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (Davos), αν και η ανάδειξη γυναικών σε θέσεις ευθύνης στο διεθνές πεδίο ενισχύεται, θα απαιτηθούν 257 χρόνια για να εξισωθούν γυναίκες και άνδρες με όρους οικονομικούς, δηλαδή σε σχέση με τις επαγγελματικές ευκαιρίες και τις αποδοχές τους. Στην Ελλάδα οι γυναίκες κερδίζουν 12,5% λιγότερο την ώρα από τους ομόβαθμους άνδρες συναδέλφους τους (Καθημερινή online, 20.12.2019).

Αυτό οφείλεται, ως ένα βαθμό, στις δυσανάλογες επιπτώσεις, που έχει η τεχνολογική εξέλιξη στην αγορά εργασίας. Οι γυναίκες πλήττονται ιδιαιτέρως σε θέσεις, στις οποίες αναλαμβάνουν την εργασιακή τους λειτουργία ρομπότ και ηλεκτρονικοί υπολογιστές.

 

Ο χρόνος προσεγγίζεται επίσης ως πεδίο αποτύπωσης των εκτελούμενων αλλαγών στην ορατή πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει κυρίως, όταν ο βιολογικός χρόνος του ατόμου αποτελεί βασικό κριτήριο για επιλογές και διαμόρφωση στάσης σε θέματα και τομείς, που οριοθετούνται από την λήψη πολιτικών αποφάσεων.

Το αποτέλεσμα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι, το άτομο να λειτουργεί κυρίως με βραχυπρόθεσμα κριτήρια ως προς την αξιολόγηση των συντελούμενων αλλαγών της πραγματικότητας, ή να καταφεύγει στην εξιδανίκευση και την φαντασίωση σε σχέση με την πορεία του στο μέλλον.

Αυτή η οπτική βέβαια πριμοδοτείται από το πολιτικό σύστημα στο πλαίσιο της επικοινωνιακής πρακτικής, που ακολουθείται, με στόχο την αύξηση της πολιτικής επιρροής και την μείωση του πολιτικού κόστους. Το αποτέλεσμα όμως είναι ο ετεροπροσδιορισμός του πολίτη και η συρρίκνωση της λειτουργίας του ως ατομικού υποκειμένου, διότι αποστασιοποιείται από τον ορθολογισμό ως εργαλείου για την ανάλυση της πραγματικότητας και στηρίζει τις ελπίδες του για το μέλλον στην εξιδανίκευση των επικοινωνιακού διαφημιστικού χαρακτήρα πολιτικών μηνυμάτων. Ο χρόνος πλέον «χάνει» την επαφή του με την ορατή πραγματικότητα.

 

Ουσιαστικά η διαχείριση του χρόνου με αυτό τον τρόπο εκχωρείται πλήρως στο πολιτικό σύστημα και στην ισορροπία, που αυτό έχει με τα υπόλοιπα κοινωνικά συστήματα και ιδιαιτέρως με το οικονομικό, ώστε, θεωρητικά τουλάχιστον, να είναι εφικτός ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός της πορείας προς το μέλλον και την μη ορατή ακόμη πραγματικότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο η σχέση χρόνου και μη ορατής πραγματικότητας οικοδομείται, θεωρητικά, με τον σχεδιασμό της δυναμικής της εξέλιξης με εργαλείο την επιστημονική γνώση και τις τεχνολογικές της εφαρμογές, σε συνδυασμό βέβαια και με το ειδικό βάρος του κάθε κοινωνικού συστήματος ως προς την συμβολή του για την επίτευξη της ευημερίας, όπως αυτή προσδιορίζεται από το σύστημα αξιών, που οριοθετούν τις κοινωνικές σχέσεις και την βίωση της καθημερινότητας των πολιτών.

 

Στην Ελλάδα ο σχεδιασμός της πραγματικότητας σε βάθος χρόνου δεν βασίζεται στην ανάλυση των κοινωνικών δεδομένων ως προς την δυνατότητα λειτουργικού μετασχηματισμού τους, ώστε να συμπορεύονται οργανωτικά τα διάφορα κοινωνικά συστήματα (οικονομικό, εκπαιδευτικό, υγείας κ.λ.π.) με την δυναμική της εξέλιξης στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, αλλά παράλληλα να αποτυπώνεται και η βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας στο επίπεδο της λήψης δεσμευτικών αποφάσεων για το μέλλον.

Αυτό οφείλεται από το ένα μέρος σε διαδικαστικές εκλογικού χαρακτήρα ρυθμίσεις (π.χ. ενισχυμένη αναλογική για να διασφαλίζεται η κυβερνησιμότητα και όχι η πραγμάτωση της ελεύθερης βούλησης της κοινωνικής πλειοψηφίας μετά από διάλογο και συναινέσεις των κομμάτων) και στην ανυπαρξία στην δομή τους τεχνοκρατικών μηχανισμών διαρκούς ανάλυσης της πραγματικότητας και πολιτικού σχεδιασμού σε βάθος χρόνου και από το άλλο στην μη επαρκή ανάπτυξη ισχυρών δομών της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες θα εκφράζουν την ελεύθερη βούληση των πολιτών και το κοινωνικό συμφέρον. Γι? αυτό δεν ευδοκιμεί ο διάλογος στα διάφορα κοινωνικά πεδία και ιδιαιτέρως στο πολιτικό, το οποίο ως κυβερνητική εκδοχή δεσμεύει την ροή του χρόνου.

 

Με αυτά τα δεδομένα η κοινωνία, ως συλλογικό υποκείμενο, αντιμετωπίζει τον χρόνο στατικά και αξιολογεί το παρόν και το μέλλον με βάση τα βιώματα του παρελθόντος, χωρίς να συμπορεύεται με τα νέα δεδομένα της επιστημονικής γνώσης στην ψηφιακή εποχή και να συνειδητοποιεί τις ριζικές αλλαγές, που πρέπει να γίνουν, ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα της σε βάθος χρόνου.

Δεν συνειδητοποιείται, ότι η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας προσδίδει μεγάλη ταχύτητα στις εξελίξεις και ταυτοχρόνως συμβάλλει στην συσσώρευση πληροφοριών και δεδομένων προς επεξεργασία για να είναι σχεδιάσιμη η πορεία προς το μέλλον, με αποτέλεσμα να αυξάνει η πολυπλοκότητα και να μην συνυπολογίζονται όλες οι παράμετροι στον σχεδιασμό.

 

Δεν είναι τυχαίο, ότι στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πολιτική διαχείριση του χρόνου. Ο σχεδιασμός δεν αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις της ταχύτατης ροής του χρόνου και των κατ? επέκταση συντελούμενων αλλαγών, διότι το πολιτικό σύστημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ο οποίος υπερβαίνει την μία ή δύο τετραετίες κυβερνητικής θητείας.

Αυτό θα μπορούσε να γίνει, εάν η πολιτική λειτουργία βασιζόταν στον διάλογο και στην έκφραση της κοινωνικής πλειοψηφίας στο επίπεδο της διακυβέρνησης. Δεν είναι καθόλου εύκολο στην Ελλάδα τα κόμματα να κάνουν συμβιβασμούς και να συναινούν, αν και είναι πλέον ορατή η ανεπάρκεια του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης και η ανάγκη ριζικών αλλαγών ακόμη και στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, ώστε να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας και του οικοσυστήματος.

 

Όσο προχωρούμε προς το μέλλον τα προβλήματα θα αποκτούν πλανητική εμβέλεια, ως προς τις επιπτώσεις τους και η αντιμετώπιση τους θα προϋποθέτει ανάλογη πολιτική διαχείριση.

Αυτό σημαίνει, ότι η κομματική περιχαράκωση της πολιτικής λειτουργίας θα αποτελεί τροχοπέδη. Χρειάζονται πολιτικά συστήματα σε κάθε χώρα με ευρωπαϊκή (για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και γενικότερα υπερεθνική προοπτική. Και αυτό είναι εφικτό, εάν είναι σε θέση να διαλέγονται, να κάνουν λειτουργικούς συμβιβασμούς και να συναινούν τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο.

Με αυτό τον τρόπο η δημοκρατία αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο, ενώ παράλληλα η εξέλιξη της πραγματικότητας είναι ελεγχόμενη σε βάθος χρόνου.